Πρόσφατα με τη δημοσίευση των πρακτικών της δίκης των Σεπτεμβριανών στη νήσο Πλάτης, που έγινε μετά το πραξικόπημα της 27/5/1960, αποκαλύφθηκε ότι το σχέδιο της απέλασης των Εταμπλί ελλήνων υπηκόων είχε σχεδιαστεί τουλάχιστο από το έτος 1957. Στη μόνη μυστική συνεδρία που έγινε κατά τη διάρκεια των δικών ο μάρτυρας στρατηγός Ρεφίκ Τούλγκα κατέθεσε τα εξής: «… Πριν αναχωρήσω για τη Νάπολι σε υπηρεσία του ΝΑΤΟ, όταν πήγα να αποχαιρετήσω τον πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ, μου είπε πάνε και πες στους Αμερικανούς ότι είμαστε αποφασισμένοι να πάρουμε σκληρά μέτρα κατά των Ρωμιών της Πόλης και περισσότερο για τους 30.000 Ελληνες υπηκόους που διαθέτουν περιουσίες και το Πατριαρχείο. Θα τους πετάξουμε έξω από τη χώρα και θα λάβουμε σκληρά μέτρα εναντίον τους…». Το ίδιο έτος που έχει ξεκινήσει η προετοιμασία των απελάσεων συμβαίνει τον Νοέμβριο η έφοδος της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του ΔΣ της Ελληνικής Ενωσης Κωνσταντινουπόλεως και συλλαμβάνονται τα μέλη, οδηγούνται σε κρατητήριο και απελαύνονται σε μερικές μέρες. Μεταξύ τους είναι και ο Δ. Καλούμενος που είχε φωτογραφίσει τις καταστροφές των Σεπτεμβριανών.
Κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 1964 σε αρκετές ελληνικές οικίες ταχυδρομήθηκαν ανώνυμες επιστολές που περιείχαν την παρακάτω προβοκατόρικη προκήρυξη. Το περιεχόμενό της αφορούσε τις εξελίξεις στην Κύπρο. Κατόπιν έντονων διαμαρτυριών της ελληνικής πρεσβείας προς την τουρκική κυβέρνηση σταμάτησε η αποστολή των επιστολών. Το συντακτικό του κειμένου απέχει πολύ από τον κωνσταντινουπολίτικο τρόπο γραφής. Ο σκοπός πρόκλησης προβοκάτσιας είναι προφανής.
Τα μέτρα προετοιμασίας των απελάσεων


Η Εφορία της Πόλης απαγόρευσε από την αρχή του έτους 1963 στους έλληνες υπηκόους την εξόφληση των οφειλών τους με δόσεις και ζήτησε την προκαταβολή των φόρων του έτους 1964. Επιπλέον, η διαδικασία χορήγησης της άδειας παραμονής, που ίσχυε από το 1930, με έκδοση ειδικού δελτίου αντικαταστάθηκε με την υποχρέωση έκδοσης ελληνικού διαβατηρίου το 1962 και τη χορήγηση άδειας παραμονής, όπως συνέβαινε για τους υπόλοιπους αλλοδαπούς. Τα δύο αυτά στοιχεία δείχνουν ότι παρά το καλό κλίμα που ίσχυε μετά τις συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, γινόταν η προετοιμασία των απελάσεων.
Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1964


Οι σοβαρές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των μελών των δύο κοινοτήτων –Ελλήνων και Τούρκων –στην Κύπρο, που άρχισαν τα Χριστούγεννα του 1963, είχαν άμεση επίδραση στην ατμόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη. Αν και τα γεγονότα αυτά στην Κύπρο δεν είχαν καμιά σχέση με την Ελληνορθόδοξη Κοινότητα, αμέσως στοχοποιήθηκαν τα ιδρύματά της, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σχολεία, ευαγή ιδρύματα, πράγμα που δείχνει την ύπαρξη πολιτικού σχεδίου κατά της Μειονότητας.
Παράλληλα ο νόμος με αρ. 2007 περί επαγγελμάτων που ίσχυε από το 1932 και απαγόρευε την εξάσκηση 20 επαγγελμάτων από ξένους υπηκόους, με εξαίρεση τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, άρχισε να εφαρμόζεται με αυστηρότητα και αμέσως μετά το πραξικόπημα της 27/5/1960 στάλθηκε από το υπουργείο Εσωτερικών της Τουρκίας η εντολή με αρ. 41127/6837-112331 για τη χωρίς εξαιρέσεις εφαρμογή του νόμου αυτού. Στις 7 Νοεμβρίου 1962 με την απόφαση 28-4869 του πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού ιδρύεται η Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων (AZINLIK TALİ KOMİSYONU) της οποίας η σύνθεση αποτελούνταν μόνο από στελέχη μυστικών υπηρεσιών, ενόπλων δυνάμεων και ασφάλειας και είχε εξουσίες ανώτερες από όλες τις εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές αρχές. Η επιτροπή αυτή λειτούργησε ως το έτος 2004 και αποτέλεσε το επιτελικό όργανο για τη σχεδίαση και εφαρμογή των αντιμειονοτικών μέτρων. Στις 5 Ιανουαρίου 2004 η σύνθεση της Επιτροπής τροποποιήθηκε για να έχει πολιτική σύνθεση. Είναι γνωστό ότι ενώ η σύλληψη της ιδέας των απελάσεων είχε γίνει πριν από το 1960, η επιτροπή αυτή οργάνωσε και εφάρμοσε την επιχείρηση των απελάσεων και παράλληλα των σκληρών αντιμειονοτικών μέτρων.
16 Μαρτίου 1964


Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού στις 16/3/1964 ανακοίνωσε τη μονομερή καταγγελία της Ελληνοτουρκικής Σύμβασης του 1930 Εμπορίου, Εγκατάστασης και Διακίνησης με δημοσίευση της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την καταγγελία της Σύμβασης η Εφορία της Πόλης έθεσε υπό επιτήρηση τους έλληνες υπηκόους και τη φορολογική εκποίηση των επιχειρήσεών τους. Οι απελάσεις ξεκίνησαν με ανακοινώσεις στον Τύπο καταλόγων ονομάτων με βαθμιαία αυξανόμενο αριθμό των θυμάτων και περί δήθεν επιζήμιων ενεργειών που είχαν διαπράξει. Η διαδικασία των απελάσεων άρχιζε με επίσκεψη τις βραδινές ώρες στις οικίες των θυμάτων από αστυνομικούς με πολιτική περιβολή που προσκαλούσαν τους προς απέλαση στην 4η Διεύθυνση της Αστυνομίας όπου υποχρεώνονταν να υπογράψουν κάτω από απειλές έγγραφο, που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν, με το οποίο «ομολογούσαν» ότι είχαν διαπράξει κατασκοπεία κατά της Τουρκίας. Τους δινόταν η εντολή να εγκαταλείψουν τη χώρα μέσα σε μερικές ημέρες με τον περιορισμό να έχουν μαζί τους 20 κιλά σε προσωπικά αντικείμενα και 20 δολάρια συνάλλαγμα. Με τη διαδικασία αυτή απελάθηκαν 1.072 Ελληνες της Πόλης. Οι ανακοινώσεις καταλόγων συνεχίστηκαν μέχρι τις 16/9/1964 και μετά από την ημερομηνία αυτή πλέον εξαναγκάστηκαν σε εκπατρισμό οι υπόλοιποι έλληνες υπήκοοι όταν έληγε η άδεια παραμονής τους. Εξαιρέθηκαν της απέλασης οι ανήκοντες στη Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική Εκκλησία, πράγμα που δείχνει τη στοχοποίηση κυρίως της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας. Την ίδια περίοδο όμως απελάθηκαν και 300 Εβραίοι με ελληνική υπηκοότητα.