Από την επομένη σχεδόν της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, η Τουρκία συνειδητοποίησε την έκταση του διπλωματικού θριάμβου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι σχέσεις του με την Αγγλία και τη Γαλλία, οι επιθετικοί τακτικοί χειρισμοί του στη Λωζάννη καθώς και οι ευρύτερες επιδιώξεις των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στην περιοχή οδήγησαν τελικά σε μια διευθέτηση από την οποία η ηττημένη Ελλάδα του 1922 εξερχόταν διπλωματικά σε πολύ ισχυρότερη θέση από εκείνη που αντιστοιχούσε στο μέγεθος της πρωτοφανούς ήττας, της εθνοκάθαρσης στη Μικρά Ασία και του ξεριζωμού που είχαν προηγηθεί. Παρά το γεγονός αυτό, το ήρεμο κλίμα μεταξύ Αγκυρας και Αθήνας συντηρήθηκε όσο τουλάχιστον ζούσαν ακόμη κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του πολέμου και οι προσδοκίες για μια πραγματικά νέα σελίδα ανάμεσα στα δύο κράτη κορυφώθηκαν με το ταξίδι του Βενιζέλου στην Αγκυρα στο ξεκίνημα τις επόμενης δεκαετίας, της τελευταίας μεσοπολεμικής δεκαετίας του 1930. Αν και με παραφωνίες, γενικά κάπως έτσι πορεύθηκαν τα πράγματα στο επόμενο διάστημα, ενώ με την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου Ουδετερότητας το 1934 είχε φανεί ότι η ηρεμία κατά κάποιον τρόπο κέρδιζε πλέον αληθινά έδαφος. Οταν δε ξέσπασε πια ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι συνθήκες για ελληνοτουρκική ένταση κάθε άλλο παρά πρόσφορες ήταν.
Το τέλος του πολέμου βρήκε την Αγγλία να νικά, αλλά, ταυτόχρονα, να απογυμνώνεται για πρώτη φορά από τις αποικίες της. Η τελευταία από αυτές, η Κύπρος, ήταν για το Λονδίνο μια «κόκκινη γραμμή» που οι Αγγλοι δεν θα άφηναν να χαθεί στο όνομα του γενικευμένου αιτήματος της μεταπολεμικής αυτοδιάθεσης από μια αυτοκρατορία που δεν μπορούσε πια να επιζήσει στον μεταπολεμικό κόσμο. Ομως, τόσο η Ελλάδα όσο και ο κυπριακός λαός πίστευαν ότι είχε έλθει τελικά η μεγάλη στιγμή για την ένωση της Κύπρου με τον εθνικό κορμό. Σε αυτό το πνεύμα, η κυβέρνηση Παπάγου έφερε το θέμα της Κύπρου στα Ηνωμένα Εθνη, χωρίς ωστόσο να έχει προϋπάρξει κάποιου είδους αποτελεσματική διπλωματική προετοιμασία, ώστε να διαθέτει σχετικά ερείσματα. Ετσι ξεκινά μια νέα, εξαιρετικά ταραγμένη περίοδος στις τριγωνικές σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στην Αγκυρα, αλλά και σε εκείνες των μερών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Αγγλία αποφάσισε να κάνει τα πάντα προκειμένου να μη χάσει την κυριαρχία της στην Κύπρο. Τα θύματα αυτής της στάσης ήταν δύο. Πρώτα, στην ίδια την Κύπρο, ήταν οι κύπριοι αγωνιστές που διώχθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα από τους Αγγλους, ενώ, ταυτόχρονα, το Λονδίνο ουσιαστικά επέβαλε τότε για πρώτη φορά την έννοια της τουρκοκυπριακής μειονότητας ως ενεργού πόλου στη συζήτηση για το μέλλον της Κύπρου. Θύμα αυτών των εξελίξεων ήταν, όμως, και η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης μέσα στην ίδια την Τουρκία. Η ελληνική μειονότητα, που αναγνωρίζεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης, έγινε στόχος. Τη στιγμή που στην Αθήνα διαφαινόταν κενό εξουσίας με το τελευταίο στάδιο της ασθένειας του Παπάγου, έγιναν τα διαβόητα Σεπτεμβριανά της Πόλης, το πρωτοφανές μεταπολεμικό πογκρόμ κατά των Ελλήνων, το οποίο αντέγραφε χιτλερικές μεθόδους. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο χτύπημα κατά της ελληνικής μειονότητας, η οποία κατέστη ο αδύναμος κρίκος των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με την Αγκυρα να θέλει να την εξαφανίσει, όπως και τελικά έπραξε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμειναν εντελώς αμέτοχες σε όλα αυτά τα γεγονότα: αφενός στήριζαν τη μεγάλη σύμμαχο χώρα, την Αγγλία, ενώ αφετέρου δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να υπάρξει ελληνοτουρκική ένταση, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν σε πολύ αποφασιστική στιγμή. Επισήμως, τα γεγονότα του 1955 δεν έγιναν από το τουρκικό κράτος, το οποίο δήθεν καταδίκασε τα επεισόδια. Ομως, εννέα χρόνια αργότερα, η επόμενη και τελική φάση της πορείας του εξανδραποδισμού της ελληνικής μειονότητας της Πόλης, οι απελάσεις του 1964, είχαν κάθε επισημότητα και πέτυχαν τον στόχο τους. Είχαν προηγηθεί και πάλι δραματικά γεγονότα στην Κύπρο, αυτή τη φορά του 1963 και των αρχών του 1964 όταν στις 16 Μαρτίου 1964 άρχισε ο μεγάλος εκπατρισμός χιλιάδων Κωνσταντινουπολιτών, κατόχων ή μη και ελληνικών διαβατηρίων με μια βαλίτσα στο χέρι και 30 δολάρια στην τσέπη. Αυτά επέτρεψαν οι τουρκικές αρχές να πάρουν μαζί τους οι… «εχθροί του τουρκικού καθεστώτος», αν και αναγνωρίζονταν και από τη σύμβαση του 1930. Χάθηκαν περιουσίες, διαλύθηκαν οικογένειες, τσακίστηκε ένας πληθυσμός με αρχέγονες ρίζες. Σήμερα, μισό αιώνα έπειτα από εκείνα τα τρομερά γεγονότα του 1964, στα οποία δυστυχώς η Ελλάδα δεν απάντησε, «To Βήμα» και η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών ανοίγουν τον φάκελο του δεύτερου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μεγάλου εκείνου ξεριζωμού.