«Εγώ είμαι μία μεγαλοφυΐα! Για μένα μετράνε άλλες αξίες!». Με τη φράση αυτή αντέδρασε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στον αποκλεισμό του από τη φοιτητική ένωση της Λειψίας, στην οποία ήταν μέλος από το 1831, λόγω του ότι είχε καταχραστεί επανειλημμένως τη σύνταξη της μητέρας του προκειμένου να αντεπεξέλθει στις οικονομικές δυσχέρειές του. Η σχέση με το χρήμα έμελλε να παραμείνει δύσκολη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του συνθέτη και δεν ήταν λίγες οι φορές που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ένα μέρος προκειμένου να ξεφύγει από τους δανειστές του, ενώ όχι σπάνια έπαιρνε χρήματα από τις συζύγους των φίλων του, θεωρώντας το μάλιστα ως αυτονόητο τίμημα το οποίο έπρεπε να καταβάλουν στο μεγαλείο του πνεύματός του. Οι θυελλώδεις έρωτες και η εξορία για πολιτικούς λόγους ήταν επίσης στοιχεία τα οποία σφράγισαν τη ζωή του Βάγκνερ. Ο ίδιος αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική υποστηρίζοντας την ιδέα για μια ανεξάρτητη και φιλελεύθερη Σαξονία. Στην εξέγερση του 1849 τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών κι όταν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του κατέφυγε στο σπίτι τού φίλου του Λιστ στη Βαϊμάρη, προτού εγκατασταθεί στη Ζυρίχη, μία μόνο στάση των πολλών του περιπλανήσεων, αφού η επιστροφή του στη Γερμανία τού επετράπη πολύ αργότερα.

Για την πολυσχιδή προσωπικότητα του Βάγκνερ, ο οποίος εκτός από συνθέτης ήταν παράλληλα και δοκιμιογράφος, ποιητής και διευθυντής ορχήστρας, έχουν χυθεί τόνοι μελανιού. Η επίδρασή του υπερέβη κατά πολύ τον κόσμο της μουσικής και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι εξαπλώθηκε σε σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της τέχνης και του πνεύματος του 20ού αιώνα: τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες, το θέατρο… Οι απόψεις του τόσο για τη μουσική όσο και για την πολιτική και την κοινωνία τον ανήγαγαν σε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα κι ωστόσο όσοι υποστηρίζουν ότι έπειτα απ’ αυτόν η όπερα δεν ήταν ποτέ πλέον η ίδια προφανώς έχουν δίκιο. Το περίφημο «Τριστάνος και Ιζόλδη» –εμπνευσμένο από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ τον οποίο γνώρισε προσωπικά το 1854 και το θεωρούσε το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής του –θεωρείται από αρκετούς η απαρχή της σύγχρονης μουσικής.

Γεννημένος στις 22 Μαΐου 1813 στη Λειψία, ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν το ένατο παιδί ενός αστυνομικού υπαλλήλου και μιας θυγατέρας αρτοποιού. Οταν ήταν έξι μηνών, ο πατέρας του πέθανε από τύφο και τον Αύγουστο του 1814 η μητέρα του παντρεύτηκε τον ηθοποιό, ζωγράφο και ποιητή Λούντβιχ Γκάιερ, ο οποίος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα παιδιά της. Ορισμένες φήμες, ανεπιβεβαίωτες, θέλουν να είναι αυτός ο φυσικός πατέρας του Βάγκνερ. Το σίγουρο είναι πως για κάποιο διάστημα, στην παιδική του ηλικία, χρησιμοποίησε το επώνυμό του. Η αγάπη του πατριού του για το θέατρο επηρέασε τον μικρό Ρίχαρντ ο οποίος λάμβανε μέρος σε παραστάσεις του. Στην αυτοβιογραφία του μάλιστα αναφέρει ότι κάποτε ερμήνευσε τον ρόλο ενός αγγέλου.

Την απόφαση να γίνει μουσικός την πήρε όταν στα 16 του χρόνια, το 1829, έτυχε να παρακολουθήσει τη σοπράνο Βιλελμίνη Σρέντερ-Ντεβριέντ σε μια παράσταση του «Φιντέλιο» του Μπετόβεν. Η εμφάνισή της επί σκηνής του χάρισε την πρώτη ιδέα περί της λειτουργίας της μουσικής και του δράματος στην όπερα. «Οταν ανακαλώ τα γεγονότα της ζωής μου», έγραφε αργότερα ο συνθέτης στην αυτοβιογραφία του, «δύσκολα βρίσκω κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί με την εντύπωση που μου προκάλεσε». Η «βαθιά ανθρώπινη και εκστατική παράσταση αυτής της ασύγκριτης καλλιτέχνιδος» προκάλεσε στον Βάγκνερ μια σχεδόν «δαιμονική φωτιά»…

Αρχικά απέκτησε τη φήμη του συνθέτη έργων τα οποία ήταν επηρεασμένα από το ρομαντικό ιδίωμα του Βέμπερ και του Μέγιερμπεερ. Ωστόσο, διαφοροποίησε την ίδια την οπερατική σκέψη μέσα από τη φιλοσοφία του περί «ολικού έργου τέχνης» (Gesamtkunstwerk) την οποία ανέπτυξε σε μια σειρά δοκιμίων μεταξύ 1842-1852. Γι’ αυτόν «η μουσική είναι μία τέχνη ομιλούσα και δρώσα, ενώ η μουσική μορφή είναι μια μορφή έκφρασης, μια διατύπωση. Μια διατύπωση όμως είναι ολοκληρωμένη όταν είναι σε τέτοιο βαθμό προσφυής ως προς το περιεχόμενο που εκφράζει, ώστε η ίδια να παραμένει απαρατήρητη. Η μουσική μορφή είναι ένα μέσο που αφομοιώνεται στη λειτουργία την οποία εκτελεί χωρίς να αποκτά αυτόνομη ύπαρξη και σημασία».

Ιδιαίτερη θέση στην εν λόγω σύλληψη ενός ανάλογου συνδυασμού μουσικής και δραματουργίας έχει το λεγόμενο «καθοδηγητικό μοτίβο» (Leitmotiv). Η χρήση του –που έφτασε στο απόγειο στη μνημειώδη Τετραλογία «Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ» –συνίσταται στην αξιοποίηση ενός μοτίβου ή θέματος ως αντιπροσωπευτικού για κάθε ήρωα ή κατάσταση μέσα στο έργο το οποίο επιδέχεται αλλαγές, ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες του έργου.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους συνθέτες όπερας, ο Βάγκνερ έγραφε ο ίδιος (και) τα λιμπρέτα των έργων του. Κατάφερε να αποκτήσει το δικό του θέατρο στο Μπαϊρόιτ –το διάσημο Φεστιβάλ το οποίο αποτελεί μία από τις λαμπρότερες πολιτιστικές διοργανώσεις του καλοκαιριού και εξακολουθούν να διευθύνουν οι φυσικοί του απόγονοι -, όπου έκαναν πρεμιέρα το «Δαχτυλίδι» και η τελευταία του όπερα, ο «Πάρσιφαλ».
Ο Βάγκνερ παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη με τη Μίνα Πλάνερ, και τη δεύτερη με την Κόζιμα, κόρη του Λιστ, η οποία εγκατέλειψε για χάρη του τον πρώτο της σύζυγο, τον πιανίστα Χανς φον Μπίλοφ, ένθερμο υποστηρικτή του.
Πολλά έχουν γραφεί για τον αντισημιτισμό του συνθέτη και για τη σχέση της μουσικής του με το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, γεγονός το οποίο συντηρεί ακόμα την άτυπη απαγόρευση της ερμηνείας των έργων του στο Ισραήλ. Οι απόψεις του Βάγκνερ περί της φύσης της φυλής και εναντίον των εβραίων αντανακλούσαν ορισμένες τάσεις της γερμανικής σκέψης του 19ου αιώνα. Ο Χίτλερ αγαπούσε τη μουσική του Βάγκνερ και θεωρούσε τις όπερές του επιτομή του οράματός του για το γερμανικό έθνος. Σήμερα ωστόσο οι όπερές του –ειδικά αυτές της τελευταίας περιόδου –θεωρούνται πραγματικά αριστουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος.