«Αυτή την ξεχωριστή ημέρα, τα 121α μου γενέθλια, είναι ωραίο να έχω γύρω μου όσους αγαπώ. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι νιώθω γέρος, αλλά στο σώμα, όχι στο μυαλό. Πο, πο! Αρχισα πάλι να σκέφτομαι με τον παλιό τρόπο: μυαλό και σώμα, πνεύμα και ύλη. Είμαι αδικαιολόγητος. Το πνεύμα της μηχανής έχει εξορκιστεί εδώ και καιρό και, να η Σελέστ, η γλυκιά αναβαθμισμένη κόρη μου, η ζωντανή απόδειξη.


Φιλάει το γερασμένο μέτωπό μου. Χρονολογικά η Σελέστ είναι 90 χρόνων. Σωματικά είναι μια γενετικά τροποποιημένη γυναίκα 30 ετών. Ψυχολογικά – ε, στην εποχή μας πρέπει να βλέπουμε με ανοιχτό μυαλό τις ψυχολογικές καταστάσεις. Ο γονιός όμως ποτέ δεν παύει να ανησυχεί για τα παιδιά του και η αναβάθμιση – η μεταφορά των πληροφοριών από τον παλιό εγκέφαλό της στον νέο – με προβλημάτισε, το ομολογώ. Πάντοτε ένιωθα λιγάκι υπεύθυνος για τη δημοτικότητα που έχει σήμερα η πνευματική μεταβίβαση, συνέβαλα στη δημιουργία ενός κλίματος αποδοχής. Συγχωρήστε μου τις αναπολήσεις».


Το 2005 ο εφευρέτης και φουτουριστής Ρέι Κούρτσβαϊλ είχε προβλέψει ότι ο εγκέφαλος θα είχε πλήρως «τροποποιηθεί αντίστροφα» ως τα μέσα της δεκαετίας του 2020, και θα είχαμε μηχανολογικό εξοπλισμό και λογισμικά για την εφαρμογή της ανθρώπινης νοημοσύνης σε ένα μη βιολογικό υπόστρωμα. Δεν είχε πέσει πολύ έξω και η «συνειδητότητα» κατέληξε να γίνει κάτι ξεπερασμένο σαν το «φλογιστόν», τη θεωρητική ουσία που οι επιστήμονες κάποτε είχαν χρησιμοποιήσει για να εξηγήσουν τη φωτιά. Είναι παράξενο που κάποτε νομίζαμε ότι αυτό το πρόβλημα είναι δύσκολο.


Οταν ωστόσο οι νευροεπιστήμονες στο γύρισμα της νέας χιλιετίας έβλεπαν μαγεμένοι τα φωτεινά σχήματα που αναδύονταν από τις υψηλής ευκρίνειας εγκεφαλικές τομογραφίες τους προβληματίζονταν από ένα ερώτημα: ποιος βρισκόταν πίσω από όλα αυτά; Πώς ο εγκέφαλος, με τις τόσο διαφορετικές και κατανεμημένες λειτουργίες του, έφθανε σε μια ενιαία αίσθηση ταυτότητας; Η «ψυχή» δεν περιλαμβάνεται στο λεξικό της νευροεπιστήμης, τι συμβαίνει όμως με τον εγκόσμιο εξάδελφό της, τον «εαυτό»; Μπορούσαμε να μιλάμε για τον εγκέφαλο ενός προσώπου χωρίς, τελικά, να μιλάμε για το συγκεκριμένο πρόσωπο; Ηταν ο εαυτός απλώς το άθροισμα των εγκεφαλικών τμημάτων του; Η ψευδαίσθηση του πνεύματος της μηχανής – το φυσικό ένστικτο ότι κάπου μέσα στις σκιές του εγκεφάλου κρύβεται ένα «εγώ» παρατηρητής, το οποίο ζει τις εμπειρίες, σκέφτεται τις σκέψεις και ελέγχει τις πράξεις – ήταν ακαταμάχητη.


Αυτό ήταν ωστόσο δύσκολο να συμφιλιωθεί με τα υλικά γεγονότα και ήταν εύκολο να δει κανείς ότι οι νοητικές λειτουργίες στις οποίες βασιζόταν η αίσθηση του εαυτού – τα αισθήματα, οι σκέψεις, οι αναμνήσεις – ήταν διασκορπισμένες σε όλον τον εγκέφαλο. Δεν υπήρχε ένα σημείο συναρμολόγησης από το οποίο μια ψυχή-πιλότος παρακολουθούσε τους κύκλους των εμπειριών και κινούσε τους μοχλούς της δράσης. Ημασταν – από τη νευροφυσιολογική άποψη – παντού. Και, από την άλλη πλευρά, ποιος νομίζαμε ότι κινούσε τους μοχλούς στο μυαλό της ψυχής-πιλότου; Αν βρίσκαμε ένα πνεύμα μέσα στη μηχανή, θα έπρεπε να αρχίσουμε να ψάχνουμε και για τη μηχανή μέσα στο πνεύμα.


Η πίστη σε μια εσώτερη υπόσταση, ή κεντρικό πυρήνα, ή προσωπικότητα, λεγόταν «θεωρία τού εγώ». Η εναλλακτική «θεωρία των δεσμών» είχε περισσότερο νόημα από τη νευρολογική άποψη, αλλά πρόσβαλλε τις βαθύτερες διαισθήσεις μας. Τόσο το χειρότερο, σκέφτηκα. Θα πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα. Ο φιλόσοφος Ντέρεκ Πάρφιτ το έθεσε ξεκάθαρα: δεν είμαστε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε. Οι ενέργειες και οι εμπειρίες συνδέονται αλλά δεν έχουν ιδιοκτήτη. Η ανθρώπινη ζωή συνίσταται σε μια μακρά σειρά – ή δέσμη – μπερδεμένων νοητικών καταστάσεων που απλώνονται σαν ζιζάνια στις μέρες και στα χρόνια, χωρίς όμως να έχουν κάποιον (ή κάτι) στο κέντρο τους. Ο εγκέφαλος ενεργεί, σκέφτεται, έχει συγκεκριμένες εμπειρίες και αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει κάτι βαθύτερο στο να είναι κανείς ένα πρόσωπο. Το μαγικό υφάδι του εγκεφάλου δεν χρειάζεται απαραίτητα μιαν υφάντρα.


Ο Πέρφιτ επινόησε ένα περιώνυμο νοητικό πείραμα. Φανταστείτε ότι ταξιδεύετε κάπου με τηλεμεταφορά. Ενας ειδικός τομογράφος καταγράφει την κατάσταση κάθε κυττάρου στον εγκέφαλο και στο σώμα σας και κωδικοποιεί ψηφιακά τις πληροφορίες για τη ραδιομεταβίβαση. Το σώμα σας καταστρέφεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αλλά ανασυντίθεται μόλις τα σήματα λαμβάνονται και αποκωδικοποιούνται στον προορισμό σας. «Φθάνετε» ακριβώς στην ίδια κατάσταση στην οποία «φύγατε», με ακριβώς ίδιο σώμα, εγκέφαλο και δομές νοητικής δραστηριότητας. Οι αναμνήσεις, οι πεποιθήσεις, τα σχέδια, οι ικανότητες και τα συναισθήματά σας είναι απολύτως ανέπαφα και πηγαίνετε όπου έχετε να πάτε νιώθοντας ότι τίποτε σε εσάς δεν έχει αλλάξει. Είναι σαν να ξυπνάτε από έναν ύπνο χωρίς όνειρα και να συνεχίζετε τη μέρα σας.


Αν νιώθετε άνετα με αυτό το σενάριο, τότε θα πρέπει να νιώθετε άνετα και με τη θεωρία των δεσμών. Καταλαβαίνετε ότι ο παρατηρητής «εγώ» δεν είναι παρά δίκτυα ενέργειας και πληροφοριών τα οποία μπορούν να διακοπούν και να ανασυσταθούν χωρίς να καταστραφεί ο εαυτός – επειδή δεν υπάρχει εαυτός για να καταστραφεί. Ολα βρίσκονται στα δίκτυα. Αν, από την άλλη πλευρά, πιστεύετε ότι κάποιο ουσιώδες «εσείς» θα χαθεί σε αυτή τη διαδικασία, τότε είστε ένας αμετανόητος υπέρμαχος της θεωρίας τού εγώ. Πιστεύετε ότι το ανασυντεθειμένο σώμα δεν είστε «εσείς» αλλά ένα απλό αντίγραφό. Παρ’ ότι το αντίγραφο θα νιώθει βαθιά στα κόκαλά του ότι είναι το ίδιο πρόσωπο που μπήκε μέσα στον τομογράφο στην αρχή του ταξιδιού και οι φίλοι και τα αγαπημένα του πρόσωπα θα συμφωνούν μαζί του, εσείς θα επιμένετε ότι δεν μπορεί να είστε εσείς επειδή το σώμα και ο εγκέφαλός σας καταστράφηκαν.


Εδώ βλέπουμε μια καθαρή αντιστροφή της συμβατικής σκέψης. Εκείνοι που πιστεύουν σε μια πνευματική υπόσταση ή ψυχή γίνονται ξαφνικά υλιστές, φοβούμενοι την απώλεια του «αρχικού» σώματος. Εκείνοι, αντίθετα, που δεν πιστεύουν κάτι τέτοιο είναι έτοιμοι να δεχθούν μια ζωή μετά τον σωματικό θάνατο.


Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις εκείνης της εποχής ήταν πολύ ενδιαφέρουσες, αλλά η επιστήμη του εαυτού είχε πιο πρακτικές ανησυχίες. Ηταν το ξεκίνημα μιας νέας εποχής στη νευροψυχιατρική. Η ιδέα ότι κάποιες μορφές παραφροσύνης ήταν «διαταραχές του εαυτού» επικρατούσε επί περισσότερους από δύο αιώνες, τώρα όμως η έννοια είχε αρχίσει να τελειοποιείται. Ο αυτισμός και η σχιζοφρένεια, για παράδειγμα, είχε αποκαλυφθεί ότι ήταν ελαττώματα στα κυκλώματα του εγκεφάλου που ρύθμιζαν την προσωπική συνείδηση. Αυτά τα δίκτυα ενορχήστρωναν την κοινωνική γνώση, από την ανάλυση της κατεύθυνσης του βλέμματος και την έκφραση του προσώπου ως την αποκρυπτογράφηση των πεποιθήσεων, των στάσεων και των προθέσεων. Διεξάγοντας αυτή τη διαδικασία προσδιόριζαν τη θεμελιώδη μονάδα της κοινωνικής επαφής, το πρόσωπο. Οπως ο εγκέφαλος είχε εξελίξει συστήματα για την καθοδήγηση των διαδράσεων με τον φυσικό κόσμο, έτσι – όπως συνειδητοποιήσαμε μάλλον καθυστερημένα – είχε εξελίξει και ειδικούς μηχανισμούς για να επιτρέπει τη διάδραση του «εαυτού» με τον «άλλο».


Η ανακάλυψη των «νευρώνων-καθρεφτών» τη δεκαετία του 1990 ήταν εξαιρετικά σημαντική από αυτή την άποψη. Ο Βιλαγιανούρ Σ. Ραματσαντράν, ένας από τους κορυφαίους νευρολόγους της εποχής, τη συνέκρινε με την αποκωδικοποίηση του DNA από τον Κρικ και τον Γουότσον. Οι νευρώνες-καθρέφτες ενεργοποιούνται όχι μόνον ως αντίδραση σε αυτοπροκαλούμενες συμπεριφορές (όπως το να πιάσει κανείς ένα αντικείμενο) αλλά και ως αντίδραση σε πράξεις που διενεργούνται από άλλα άτομα. Ο πόνος και η συναισθηματική συμπεριφορά «καθρεφτίζονται» επίσης. Το συμπέρασμα – ότι τα μυαλά συνδέονται με νευρολογικές «γέφυρες» – ήταν εντυπωσιακό και οι νευρώνες-καθρέφτες γρήγορα εντάχθηκαν στις θεωρίες της αναπτυξιακής ψυχολογίας και της ηθικής συμπεριφοράς.


Ο εαυτός μπήκε στο εργαστήριο της νευροβιολογίας. Εκείνη περίπου την εποχή έγινε εμφανές ότι, αντί για ένα «πνεύμα της μηχανής», τελικά μάλλον είμαστε η σύνθεση δύο φαντασμάτων. Ο εαυτός της παρούσας στιγμής – ο αποκαλούμενος «ελάχιστος» ή «πυρήνας» – ήταν, όπως είπε ο νευροεπιστήμονας Αντόνιο Νταμάσιο, «μια παροδική οντότητα, η οποία αναδημιουργείται για το καθένα από τα αντικείμενα με τα οποία διαντιδρά ο εγκέφαλος». Συνδεόταν με εγκεφαλικά συστήματα που σχετίζονταν με τη χαρτογράφηση και τη ρύθμιση των σωματικών καταστάσεων. Το άλλο φάντασμα ήταν ο «εκτεταμένος» εαυτός: ένα ενιαίο, συνεχές ον το οποίο ταξίδευε από το παρελθόν το οποίο θυμόταν στο μέλλον το οποίο περίμενε με ένα σύνολο δεξιοτήτων, αποθεμάτων γνώσεων και διαθέσεων ώστε να ενεργεί με συγκεκριμένους τρόπους. Αυτός ο «αυτοβιογραφικός» εαυτός αναδυόταν από τα δίκτυα της γλώσσας και της μακροπρόθεσμης μνήμης. Ο Μάικλ Κατζανίγκα, ένας από τους μεγάλους πρωτοπόρους της γνωστικής νευροεπιστήμης, υπέδειξε ένα συγκεκριμένο σύστημα του αριστερού ημισφαιρίου – το αποκάλεσε «ο διερμηνέας» – του οποίου το έργο ήταν να πλέκει ξεχωριστά νήματα εγκεφαλικής λειτουργίας σε μια ενιαία κλωστή υποκειμενικής εμπειρίας. Λειτουργούσε εντοπίζοντας δίκτυα δραστηριότητας σε διάφορα σημεία του εγκεφάλου και συσχετίζοντάς τα με γεγονότα στον εξωτερικό κόσμο: ήταν ένας αφηγητής ιστοριών.




Ο ελάχιστος εαυτός μάς έδινε την αίσθηση του τόπου και των ορίων και την αίσθηση επενέργειας – ότι δηλαδή ασκούμε έλεγχο στις ενέργειές μας. Τα θεμελιώδη αυτά συστατικά της αυτοσυνείδησης ήταν ωστόσο μάλλον εύθραυστες κατασκευές. Διαταραχές της κροταφιαίας και βρεγματικής λειτουργίας του λοβού μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντικές μετατοπίσεις της αντίληψης, όπως εξωσωματικές εμπειρίες και αυτοσκοπικές παραισθήσεις (το να βλέπει κανείς το σώμα του σε έναν εξωπροσωπικό χώρο). Η βλάβη των μετωπιαίων λοβών μπορούσε να διαταράξει την αίσθηση της επενέργειας, με αποτέλεσμα τα άκρα να γίνονται αυτόβουλα και ανυπάκουα.


Ο εκτεταμένος εαυτός ήταν και αυτός νευρολογικά εύθραυστος. Μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί σταδιακά από την άνοια ή να συντριβεί από την επίθεση κάποιου ιού – η ιστορία του εαυτού διαλυόταν με τη διάλυση της μνήμης. Αντιστρόφως, ένα βαθύ εγκεφαλικό επεισόδιο ή ένα τραύμα στον μετωπιαίο λοβό μπορούσε να αφήσει ανέπαφη τη μνήμη αλλά να επηρεάσει τους μηχανισμούς των συναισθημάτων και της ιδιοσυγκρασίας. Η ιστορία συνεχιζόταν, αλλά ο κεντρικός χαρακτήρας είχε αλλάξει σε βαθμό που να μην αναγνωρίζεται. Μερικές φορές χαλούσε ο ίδιος ο μηχανισμός αφήγησης ιστοριών οδηγώντας στην εξύφανση φανταστικών, ενίοτε φαντασιακών, αυτοβιογραφικών διαστρεβλώσεων. Οπως το έθεσε ο επιστημονικός αρθρογράφος Τζον Μακ Κρόουν, απέχουμε μόλις μια θρόμβωση σε κάποιο αγγείο από το να γίνουμε κάποιοι άλλοι. Η αίσθηση του εαυτού είναι ελάσιμη. Αυτό ήταν το μήνυμα.


Οι νευρολογικές ασθένειες που επικρατούσαν ακόμη τότε επηρέαζαν την ανθρώπινη φύση με τέτοιου είδους τρόπους και μερικές φορές βλέπαμε ορισμένες ξεκάθαρες αποσυνδέσεις των δύο «εαυτών». Θυμάμαι μια ασθενή που έπασχε από παροδική επιληπτική αμνησία, με αποτέλεσμα να χάνει κατά διαστήματα την αίσθηση ταυτότητάς της Το περιβάλλον τής φαινόταν ξαφνικά άγνωστο, σύντομα δεν είχε ιδέα για το ποια ήταν, πού βρισκόταν και τι έκανε. Περιοριζόταν στον ελάχιστο εαυτό της: ένα ρευστό σημείο υποκειμενικής συνείδησης χωρίς ταυτότητα.


Σε άλλες, σπάνιες περιπτώσεις, έβλεπα το αντίθετο: τον ελάχιστο εαυτό να διαλύεται και να αφήνει μόνο την ιστορία του εκτεταμένου εαυτού. Μια ασθενής είχε ισχυρό αίσθημα ταυτότητας και αυτοβιογραφίας, πίστευε όμως ότι είχε πάψει να υπάρχει. «Είμαι νεκρή;» ρωτούσε. Επασχε από το σύνδρομο του Κοτάρ, το οποίο οφειλόταν σε μια νευρολογική αποσύνδεση των αισθημάτων και των σκέψεων. Το να σκέφτεσαι ότι υπάρχεις δεν αρκεί, πρέπει και να το αισθάνεσαι. «Αισθάνομαι, σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Μια άλλη ασθενής με σύνδρομο του Κοτάρ πίστευε ότι το μόνο που είχε απομείνει από αυτήν ήταν η φωνή της. Ολοι έχουμε μια εσωτερική φωνή. Αυτή συνεχίζει την ιστορία και συντηρεί την ψευδαίσθηση ότι «κάποιος είναι μέσα».


Τα λόγια αυτά όμως, που διαβάζετε αυτή τη στιγμή, τίνος είναι; Δικά σας ή δικά μου; Το νόημα της συγγραφής είναι να συλλάβει τη φωνή που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι κάποιου άλλου. Αυτό κάνω. Τα λόγια μου έχουν καταλάβει τα κυκλώματα της γλώσσας του εγκεφάλου σας. Εγινα, έστω παροδικά, η εσωτερική φωνή σας. Δεν σημαίνει αυτό, υπό μιαν έννοια, ότι έγινα εσείς (ή εσείς εγώ): το ερώτημα είναι σοβαρό. Το γραπτό κείμενο είναι μια πρωτόγονη αλλά ισχυρή μορφή εικονικής πραγματικότητας. Εν αρχή ην ο λόγος.


Και εν τέλει; Μια απελευθερωτική αλήθεια. Δεν υπάρχουν ψυχές, μόνο ιστορίες. Υπήρξα μάρτυρας μιας κοπερνικής επανάστασης του εαυτού. Μιας ιστορικής στροφής από την εποχή του εγωμονισμού, όπου όλοι ήμασταν το επίκεντρο του Σύμπαντος (αγαπώντας τον εαυτό μας, μισώντας τον εαυτό μας ή όντας απορροφημένοι στον εαυτό μας), σε μιαν εποχή αυτοδιασποράς, όπου το εγώ θεωρείται περιοριστικό. Είδα την επιστήμη του εαυτού να μετέχει όλο και περισσότερο στις μεγάλες κοινωνικές και ηθικές αντιπαραθέσεις του αιώνα, από τις παλιές διαφωνίες για την ευθανασία και την ελεύθερη βούληση ως τις διαμάχες για την ενίσχυση του εγκεφάλου, την κυβερνοηθική, και τη σύντηξη, σχάση και αντιμετάθεση των εγκεφάλων.


Αν κάποτε όμως ανησυχούσαμε για την ευθανασία, τώρα αυτό που απασχολεί τους πολιτικούς και τους ειδικούς της ηθικής είναι τα δικαιώματα των έξυπνων, με αυτοσυνείδηση, μηχανών. Ο άλλοτε χρυσός κανόνας – να φέρεσαι στους άλλους όπως θέλεις να σου φέρονται – βασιζόταν σε μια σταθερή αντίληψη των όρων «εσύ» και «άλλος». Τώρα δεν είναι τόσο ξεκάθαρο πού τελειώνει το ένα πρόσωπο και πού αρχίζει το άλλο. Τα νευρωνικά εμφυτεύματα και οι τεχνολογίες επέκτασης του εγκεφάλου της νανορομποτικής έχουν αυξήσει την ικανότητα επεξεργασίας πληροφοριών του εγκεφάλου κατά δισεκατομμύρια φορές. Οι βιολογικές μορφές συναισθηματικής ταύτισης (οι παλιοί καλοί νευρώνες-καθρέφτες) έχουν ξεπεραστεί εδώ και καιρό. Τώρα είναι δυνατόν να μοιράζεσαι τις εμπειρίες των άλλων άμεσα, να είσαι κάποιος άλλος. Το να βασίζεται κανείς στον βιολογικό εγκέφαλό του φυσικά δεν συνιστάται. Ποιος θέλει να πεθάνει;


«Και έτσι η Σελέστ, η γλυκιά αναβαθμισμένη κόρη μου, με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί στον θάλαμο όπου με περιμένει το δώρο μου. Βλέπω το γενετικά τροποποιημένο σώμα μου, να κάθεται ακίνητο: το άψυχο σώμα ενός νεαρού άνδρα έτοιμου για την ανάσταση. Το κύκλωμα του εγκεφάλου από νανοσωλήνες άνθρακα βρίσκεται σε νάρκη, σύντομα όμως θα κατοικηθεί από το ψηφιακό του πνεύμα. Οπως η Σελέστ, διάλεξα τα 30. Ηταν μια καλή ηλικία. Αντίθετα από αυτήν, αντιστάθηκα στον πειρασμό των κοσμητικών επεμβάσεων. Ετσι όπως είμαι, και αν σας αρέσω. Και προτίμησα ένα συντηρητικό επίπεδο αντιμετάθεσης 1, ο καινούργιος εγκέφαλός μου θα λειτουργεί, όπως ο παλιός, σαν ξεχωριστή μονάδα με μη ενισχυμένο λογισμικό. Η Σελέστ είναι επίπεδο 3 – ενισχυμένη και συμβατή με τη συνείδηση κυψέλης. Είναι απόλυτα εμπλεγμένη στον ιστό της συλλογικής συνείδησης – δηλαδή την κυψέλη.


«Πώς είναι; » τη ρωτάω.


«Ασύλληπτο» λέει, κοροϊδεύοντας με το βλέμμα της τη νοσταλγία μου για τον ανεπαρκή ατομισμό. Υστερα μου λέει ότι ήρθε η ώρα. Κάθομαι στην καρέκλα δίπλα στο πτώμα μου, μακάρι να μην ήταν όλα τόσο τελετουργικά.


«Χρόνια πολλά, μπαμπά»


«Αντίο, Σελέστ»».


Ο κ. Πολ Μπροκς είναι καθηγητής της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ της Βρετανίας.