«Ζούμε σε έναν κόσμο κορεσμένο από δεδομένα»
Ο νεαρός κοσταρικανός συγγραφέας μιλάει για τη συνάντηση νοτιοαμερικανικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Εδώ και 11 χρόνια το Ελληνο-Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις ή Literatura en Atenas) έχει δημιουργήσει μια τακτική γέφυρα επικοινωνίας της ελληνικής με την ισπανόφωνη λογοτεχνία. Πρόκειται για επαφή ιδιαίτερα σημαντική, αν αναλογιστεί κανείς την ισπανική και νοτιοαμερικανική παράδοση, αλλά και τον κορεσμό από την επίδραση της αγγλικής ως παγκόσμιας lingua franca. Αυτό το πλαίσιο ακριβώς μας απασχόλησε στη συζήτηση με τον 32χρονο Κάρλος Φονσέκα, μια νέα, διακριτή φωνή της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής που προσωποποιεί τις σύγχρονες επιδράσεις της: γεννήθηκε στην Κόστα Ρίκα, μεγάλωσε στο Πουέρτο Ρίκο, σπούδασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ζει στο Λονδίνο.
Για να γνωρίσουμε ευρύτερα τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής ως πρόσφατα χρειαζόταν να τη φέρει στην επικαιρότητα το κύμα κάποιου μεγάλου ονόματος – του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή του Χόρχε Λούις Μπόρχες.
«Η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής είχε διάφορες στιγμές διεθνοποίησης ή παγκοσμιοποίησης. Για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα με τον νικαραγουανό συγγραφέα Ρουμπέν Νταρίο, ο οποίος έφερε σε διεθνές επίπεδο ένα καθαρά λατινοαμερικανικό λογοτεχνικό κίνημα, αυτό του modernismo. Επειτα, σε μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αυτήν της Κουβανικής Επανάστασης, ήταν η σειρά των Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Χόρχε Λούις Μπόρχες, Κάρλος Φουέντες, Μάριο Βάργκας Γιόσα. Συνέβη και με τον τωρινό σημαιοφόρο της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, τον Ρομπέρτο Μπολάνιο. Μεγάλωσα διαβάζοντας τον Μάρκες, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του βιβλίου μου που παραπέμπει στο «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει», όμως εγώ και η γενιά μου ζήσαμε την εποχή που ο Μπολάνιο εξελίχθηκε σε παγκόσμιο φαινόμενο. Αυτός μάς έμαθε πώς να γράφουμε με παγκόσμια οπτική, θεμελιωμένη όμως στην παράδοση της χώρας του καθενός».
Μπορούμε να μιλάμε σήμερα ακόμη για εθνικές λογοτεχνίες;
«Ναι, γιατί οι λογοτεχνικές παραδόσεις κάθε χώρας διαφέρουν – υπάρχει μια διακριτή λογοτεχνία της Αργεντινής, της Κόστα Ρίκα και ούτω καθεξής. Ωστόσο, μοιραζόμαστε μια κοινή γλώσσα, μεταξύ μας, αλλά και με την Ισπανία, έχουμε έναν κοινό αναγνωστικό χώρο. Ζούμε βέβαια σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, πολλοί γνωρίζουν αγγλικά, επομένως δίπλα στον Μπόρχες διαβάζουμε και Τόμας Πίντσον, Κόρμακ ΜακΚάρθι, Κλαούντιο Μάγκρις, Ζορζ Περέκ. Υπάρχει πλέον ένα νοτιοαμερικανικό ύφος επηρεασμένο από την παγκόσμια λογοτεχνία. Σημαντικότερη επίδραση στους διηγηματογράφους της Λατινικής Αμερικής έχει, σήμερα, ας πούμε, ο Αμερικανός Ρέιμοντ Κάρβερ παρά οι συμπατριώτες τους».
Το δικό σας βιβλίο είναι μια αλληγορία για τα «μεγάλα δεδομένα» στα οποία αναζητούμε το νόημα της εποχής μας.
«Ζούμε σε έναν κόσμο κορεσμένο από δεδομένα και το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να τα νοηματοδοτήσουμε, πώς να μετατρέψουμε τα ωμά δεδομένα σε ιστορίες με συνοχή. Είναι δυνατόν να πάρουμε ένα πλήθος δεδομένων σαν αυτών της Wikipedia και να συνθέσουμε τον βίο ενός ανθρώπου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Συνταγματάρχη, ο χαρακτήρας του οποίου βασίζεται στον Αλεξάντερ Γκρόθεντικ, έναν από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς του 20ού αιώνα;».
Ενός «καταστροφικού αιώνα», όπως γράφετε, ο οποίος επηρεάζει τη ζωή όλων μας δεκαετίες μετά την καταστρεπτική του δράση.
«Γεννήθηκα το 1987 και είχα πάντα την αίσθηση ότι εγώ ήρθα πολύ αργά στην Ιστορία. Το 1989 έπεσε το Τείχος, όλοι οι πόλεμοι στην Κεντρική Αμερική από όπου κατάγομαι είχαν ήδη τελειώσει. Αισθανόμουν ότι η Ιστορία είχε τελειώσει, ήταν σαν να βρισκόμουν σε ένα μουσείο όπου όλα είναι πια ήρεμα, αλλά ξέρεις ότι πίσω τους κρύβονταν συρράξεις, θηριωδίες, καταστροφές».
Και τις διαδέχθηκε ένας 21ος αιώνας σύγχυσης, αναζήτησης, αβεβαιότητας;
«Ζούμε νομίζω σε έναν κόσμο σαν αυτόν του Μπουβάρ και Πεκισέ, του μυθιστορήματος του Γκιστάβ Φλομπέρ, όπου οι πρωταγωνιστές συντάσσουν μια εγκυκλοπαίδεια των πάντων, έχουμε τόσα δεδομένα στα χέρια μας που δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Αφήστε που, αν πιστέψουμε τον Ντόναλντ Τραμπ, υπάρχουν και «εναλλακτικά δεδομένα». Δεν μας φτάνουν τα κανονικά δηλαδή, πρέπει να έχουμε και άλλα τόσα! Ακόμα κι αυτά όμως, όπως και τα fake news, οι ψευδείς ειδήσεις, υποδηλώνουν τελικά ότι το σημαντικό είναι το πώς αφηγείσαι κάτι σαν να είναι αλήθεια».
Το δεύτερό σας βιβλίο, με τίτλο Museo Animal, το οποίο πρόσφατα μεταφράστηκε στα αγγλικά, είναι στην πραγματικότητα το πρώτο που γράψατε.
«Ηταν το πρώτο μυθιστόρημα που ξεκίνησα να γράφω, ήταν όμως ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο κάποια στιγμή θεώρησα ότι δεν ήμουν ακόμη έτοιμος να ολοκληρώσω και άρχισα να γράφω τον Συνταγματάρχη. Είναι ένα μυθιστόρημα για τις μάσκες, τη μίμηση, το καμουφλάζ, τον κόσμο της αναπαράστασης – υπάρχουν ένας σχεδιαστής μόδας, ένας φωτογράφος, ένας καλλιτέχνης της concept art, ένας τύπος που εργάζεται σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας και ασχολείται με τον ζωικό μιμητισμό. Και όλα αυτά δένονται μεταξύ τους όταν συσχετίζονται με το πρόσωπο του υποκομαντάντε Μάρκος – ο οποίος, μάλιστα, έγινε το εστιακό σημείο που συμπύκνωσε την πλοκή, γιατί στην αρχή όλα τα παραπάνω ήταν ιδέες για τέσσερα διαφορετικά μυθιστορήματα, όχι ένα».
Είναι η γραφή επομένως μια διαδικασία με συγκεκριμένη αφετηρία αλλά απρόβλεπτο τέλος;
«Η ίδια η διαδικασία της γραφής παράγει πάντοτε περισσότερη γραφή. Για παράδειγμα, ξεκίνησα μια μέρα με πολλή ευφορία, και πολύ καφέ, να γράψω την εισαγωγική παράγραφο του Συνταγματάρχη. Και η φωνή του αφηγητή που μου βγήκε στο χαρτί ήταν πολύ παράξενη. Συνέχισα, έτσι, σαν στυλιστική άσκηση, για να δω τι φωνή ήταν αυτή και τι θα μου επέτρεπε να πω. Αρχισα να γράφω σαν ένα είδος αντιπερισπασμού, όπως σας είπα, τελικά όμως προέκυψε ένα ολόκληρο βιβλίο και εκδόθηκε πριν από το άλλο».
Ζώντας και διδάσκοντας στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, πώς βιώνετε το Brexit;
«Υπάρχει κάτι το τόσο λυπηρό γύρω από το Brexit. Τη μέρα του δημοψηφίσματος αισθάνθηκα απόλυτα ανασφαλής σε προσωπικό επίπεδο γιατί δεν ήξερα καν ποια θα ήταν η δική μου κατάσταση στο μέλλον. Στη συνέχεια το ζήτημα εξελίχθηκε σαν ένα είδος παρωδίας: αναβάλλεται διαρκώς, είναι παντελώς ασαφές το τι θα γίνει στο τέλος, ακόμα και όσοι ψήφισαν υπέρ του ή οι πολιτικοί που στήριξαν την επιλογή αυτή μοιάζουν να μη θέλουν τελικά να συμβεί. Είναι όμως μέρος, νομίζω, ενός πολύ ευρύτερου διαλόγου σε πλανητικό επίπεδο σε σχέση με την επανεμφάνιση ορισμένων εθνικισμών, ακροδεξιών και σοβινιστικών κινημάτων, αλλά και τον αναστοχασμό των θετικών και των αρνητικών στοιχείων της παγκοσμιοποίησης».
Ζείτε λοιπόν τη νέα Ιστορία. Δεν γεννηθήκατε τελικά όσο αργά νομίζατε…
«Αλήθεια είναι, μπορεί κανείς να πει ότι βλέπει μια νέα ιστορική περίοδο να ανοίγει την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Στην αρχή νόμιζα ότι η Ιστορία είχε τελειώσει και μετά άρχισε να επιταχύνεται υπερβολικά!».

