Ζωή σε ακραίες συνθήκες – Ο ρόλος των σπηλαιολόγων
Ο άνθρωπος βρήκε στις σπηλιές τα πρώτα του καταφύγια, αλλά αυτός είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους αξίζει να μελετήσουμε και να προστατεύσουμε τα ιδιαίτερα αυτά οικοσυστήματα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Εάν οι ελληνικές υπηρεσίες και οι πολίτες γνωρίζουν σήμερα με ακρίβεια τον αριθμό των ζωικών ειδών τα οποία υπάρχουν στα ελληνικά σπήλαια αυτό οφείλεται στις προσπάθειες μιας ομάδας σπηλαιολόγων με επικεφαλής τον Καλούστ Παραγκαμιάν, σπηλαιοβιολόγο και διευθυντή του Ινστιτούτου Σπηλαιολογικών Ερευνών Ελλάδας (ΙΝΣΠΕΕ) στην Κρήτη. Με το πρώτο ζώο να έχει συλλεχθεί από ένα σπήλαιο στον Παρνασσό το 1861, οι ερευνητές έχουν καταγράψει πλέον 873 διαφορετικά είδη ζώων στα σπήλαια της Ελλάδας. Με οδηγό τον καταξιωμένο ερευνητή και σπηλαιολόγο, σήμερα θα κάνουμε μια κατάβαση στην «εσχατιά της άγριας ζωής», όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος τα σπήλαια. Θα δούμε εκεί μορφές ζωής που έχουν προσαρμοστεί ώστε να επιβιώνουν σε ακραίες συνθήκες και θα ανακαλύψουμε με ποιον τρόπο οι σπηλαιολόγοι εξερευνούν κάθε φυσική κοιλότητα όπου χωράει άνθρωπος, δίνοντας πολύτιμα δεδομένα προς επεξεργασία στους επιστήμονες.
Από το σπήλαιο…
Η περιπέτεια ξεκινάει φυσικά μακριά από τον πάγκο του εργαστηρίου, σε σπήλαια και βάραθρα όπου δύσκολα φτάνουν οι ακτίνες του ήλιου. «Αρχικά ορίζουμε κάποιες περιοχές τις οποίες θέλουμε να ερευνήσουμε» εξηγεί στο ΒΗΜΑScience ο έλληνας σπηλαιολόγος. «Συγκροτείται μια ομάδα από έναν ή δύο βιολόγους και σπηλαιολόγους και εξασφαλίζονται οι απαραίτητες αδειοδοτήσεις. Πολλές φορές η ομάδα αυτή αποτελείται από πολλά άτομα, με πολλούς εθελοντές από σπηλαιολογικές ομάδες. Αφού έχουμε ετοιμάσει όλον τον εξοπλισμό πηγαίνουμε στο σπήλαιο». Σε πολύ βαθιά σπήλαια, όπως εξηγεί, η δουλειά ανατίθεται σε πολύ έμπειρους σπηλαιολόγους οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί για εξορμήσεις μεγάλης επικινδυνότητας.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξερευνητές των σπηλαίων είναι εξοπλισμένοι με όργανα τα οποία θα επιτρέψουν τον χαρακτηρισμό του σπηλαίου, δηλαδή τις συνθήκες οι οποίες επικρατούν σε αυτό, και την καταγραφή μέχρι και της πιο μικροσκοπικής μορφής ζωής που βρίσκεται εκεί. «Πηγαίνοντας στο σπήλαιο κάνουμε παρατηρήσεις για τη συνολική κατάστασή του και στη συνέχεια αρχίζουν οι δειγματοληψίες» σημειώνει ο σπηλαιοβιολόγος. Η συλλογή των οργανισμών μπορεί να γίνει είτε με το χέρι, δηλαδή χρησιμοποιώντας μια απλή λαβίδα ή μια απόχη, είτε με πιο εξειδικευμένα όργανα τα οποία περιλαμβάνουν μικρές παγίδες: «Πολλές φορές βάζουμε τις λεγόμενες παγίδες παρεμβολής, όπου πέφτουν μέσα τα ζώα. Είναι ένα ποτηράκι που βάζουμε στο χώμα, το οποίο περιέχει προπυλενογλυκόλη για να συντηρούνται τα ζώα που πέφτουν εκεί. Μετά από δύο έως τρεις μήνες ξαναπηγαίνουμε και συλλέγουμε το δείγμα. Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε υδροπαγίδες, οι οποίες φιλτράρουν το νερό της σταγονορροής από τους σταλακτίτες, επειδή παντού μέσα στον ορεινό όγκο υπάρχουν ζωικοί οργανισμοί. Τα δείγματα διατηρούνται σε οινόπνευμα, ενώ για κάθε μπουκαλάκι υπάρχει μια ετικέτα με το όνομα του σπηλαίου, τη θέση του, την ημερομηνία και τα ονόματα αυτών που συνέλεξαν το δείγμα. Παράλληλα γίνονται μετρήσεις αβιοτικών παραγόντων όπως η θερμοκρασία, η υγρασία ή η αγωγιμότητα του νερού. Στη συνέχεια αρχίζει η πιο χρονοβόρα δουλειά, που είναι η μελέτη αυτών των ζώων στο εργαστήριο».
…στο εργαστήριο
Η μελέτη των ζώων δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι μια διαδικασία η οποία απαιτεί τη διαθεσιμότητα πολύ εξειδικευμένων επιστημόνων και γι’ αυτόν τον λόγο η περιγραφή των διαφορετικών ειδών αποδεικνύεται πολλές φορές πολύ χρονοβόρα. «Ενδεικτικά ένα νέο είδος τρωγλόβιου αμφιπόδου (Exniphargus tzanisi) που είχε συλλεχθεί από το σπήλαιο Τζανή στα Χανιά το 1988 περιγράφηκε το 2016» αναφέρει ο έλληνας σπηλαιολόγος. Το Ινστιτούτο του οποίου ηγείται ο ερευνητής έχει ομάδες οι οποίες είναι εξειδικευμένες σε τρεις ομάδες ζώων, ενώ όταν προκύψει η ανάγκη για τον χαρακτηρισμό κάποιας άλλης ομάδας αυτό γίνεται σε συνεργασία με ταξινόμους από ερευνητικά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Είναι σημαντικό πάντως ότι η μελέτη των ζωικών ειδών ξεκινά με την προσεκτική διαλογή και καταχώρισή τους στις συλλογές. «Στο εργαστήριο χωρίζουμε τα ζώα ανά είδος και δειγματοληπτικό συμβάν. Τα δείγματα του κάθε είδους μπαίνουνε σε ένα χωριστό μπουκαλάκι, με τη δικιά του ετικέτα και τον δικό του κωδικό, κι έτσι έχει δημιουργηθεί μια συλλογή με περισσότερα από 4.500 δείγματα. Τα παλαιότερα που έχει το Ινστιτούτο προέρχονται από το 1975. Πολλά από τα δείγματά μας υπάρχουν σε μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, αφού η τελική κατάληξη όλων αυτών των δειγμάτων είναι σε οργανωμένες συλλογές μουσείων».
Aποθήκες πολιτισμού
Αυτή ακριβώς η ταξινόμηση ήταν που έδωσε τη χρυσή ευκαιρία στους ερευνητές του ΙΝΣΠΕΕ να προσελκύσουν οικονομικούς πόρους ώστε να αναπτύξουν το εύρος των δραστηριοτήτων τους. Με τους πόρους αυτούς οι ερευνητές κατάφεραν – μεταξύ άλλων – να φτιάξουν μια βάση δεδομένων μοναδική στο είδος της στην Ευρώπη, όπου καταχωρήθηκαν τόσο τα ελληνικά σπήλαια όσο και τα σπηλαιόβια ζωικά είδη τα οποία έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής. Η καταγραφή αυτή είναι πολύτιμη, όπως εξηγεί ο ερευνητής, αφού με τα δεδομένα αυτά η Ελλάδα έχει για πρώτη φορά μία ολοκληρωμένη εικόνα του αριθμού των σπηλαίων και της πανίδας τους, κάτι που συνιστά ένα απαραίτητο βήμα για την προστασία τους. Γιατί όμως είναι σημαντικό να προστατευθούν τα σπήλαια; «Επειδή είναι αποθήκες πληροφοριών για τη φύση και τον πολιτισμό» απαντά ο σπηλαιολόγος. «Τα σπήλαια έχουν χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο διαχρονικά, από την παλαιολιθική εποχή μέχρι και σήμερα. Μερικά από τα υλικά που χρησιμοποιούσε και τα «σκουπίδια» που παρήγαγε έχουν μείνει εκεί, αποθηκευμένα στα διάφορα στρώματα και ιζήματα των σπηλαίων. Στην Ελλάδα έχουμε πολύ μεγάλο αριθμό σπηλαίων αρχαιολογικής σημασίας. Σε πολλά δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που τα έχει χρησιμοποιήσει, τα έχουν χρησιμοποιήσει και ζώα σε άλλες εποχές. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικές αποθήκες παλαιοντολογικής πληροφορίας για πάρα πολλά είδη, κυρίως θηλαστικά, με τη μελέτη των οποίων μπορούμε να κατανοήσουμε τις συνθήκες του περιβάλλοντος σε προηγούμενες εποχές. Είναι επίσης αποθήκη πληροφορίας για το κλίμα, επειδή οι κλιματικές συνθήκες αποτυπώνονται στα ιζήματα της κάθε περιόδου αλλά και στους δακτυλίους των σταλακτιτών και των σταλαγμιτών. Τέλος, και χωρίς να εξαντλούμε τη σημασία τους, τα σπήλαια είναι ένας ζωντανός κόσμος που επιβιώνει κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες. Μπορούμε να μάθουμε πάρα πολλά πράγματα από αυτόν τον κόσμο, τα οποία δεν μας είναι χρήσιμα μόνο ως εγκυκλοπαιδικές γνώσεις αλλά για να κατανοήσουμε ιδιαίτερες πτυχές της ζωής στον πλανήτη μας και τη ζωή σε άλλους πλανήτες. Κι αυτό επειδή βαθιά μέσα στα σπήλαια και τις χαραμάδες του υπεδάφους η ζωή έχει πολύ ακραίες προσαρμογές, δηλαδή εκεί μπορούμε να μελετήσουμε την αντοχή της ζωής».
Ελλιπής προστασία
Τα σπήλαια λοιπόν έχουν τόσο αρχαιολογική όσο και περιβαλλοντική αξία. Η προστασία τους όμως στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά ελλιπής. «Η Ελλάδα έχει ένα σχετικά αυστηρό θεσμικό πλαίσιο προστασίας, με αρκετές όμως ασάφειες και ελλείψεις, και κυρίως ανεπαρκείς μηχανισμούς εφαρμογής. Πρέπει να υπάρχει παρακολούθηση, πρέπει να υπάρχουν και κυρώσεις» σημειώνει ο ερευνητής, επεξηγώντας ότι «σε αρκετά σπήλαια υπάρχει ανεξέλεγκτη επισκεψιμότητα, ακόμα κι αν αυτά είναι πολύ σημαντικά. Θα αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, το Σπήλαιο της Αγίας Παρασκευής στο Σκοτεινό Ηρακλείου. Είναι ένα από τα πολύ γνωστά αρχαιολογικά σπήλαια, από τα σημαντικότερα του νησιού, το οποίο επισκέπτονται χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο ή υποδομή αρκετές χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο. Εχει μετατραπεί άτυπα σε ένα τουριστικό σπήλαιο και χρόνο με τον χρόνο υποβαθμίζεται: βανδαλισμοί, λαθρανασκαφές, αυθαίρετες διαμορφώσεις του χώρου… ό,τι θέλει ο καθένας μπορεί να κάνει εκεί». Σε ό,τι αφορά τη βιοποικιλότητα, η προστασία είναι ακόμη πιο ελλιπής. «Δεν είναι μόνο η υποστελέχωση των υπηρεσιών και οι θεσμικές ελλείψεις, είναι και η άγνοια. Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει πρόοδος κυρίως ως προς την ενσωμάτωση της γνώσης στον σχεδιασμό των περιοχών NATURA 2000 και στα σχέδια διαχείρισης που εκπονούνται αυτόν τον καιρό. Ο δρόμος όμως είναι ακόμα μακρύς». Με στόχο την προστασία των ιδιαίτερων αυτών οικοσυστημάτων, οι ερευνητές του ΙΝΣΠΕΕ συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα LIFE-GRECABAT μελετώντας τον οικότοπο 8310, τα σπήλαια δηλαδή των οποίων δεν γίνεται τουριστική εκμετάλλευση. «Με το πρόγραμμα αυτό, του οποίου επικεφαλής είναι το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, υλοποιούνται πολυεπίπεδες δράσεις σε 10 περιοχές του Δικτύου NATURA 2000 στην Ελλάδα, από την Κρήτη ως τον Εβρο» σημειώνει ο διευθυντής του Ινστιτούτου.
Η συμβολή ερασιτεχνών
Η ενσωμάτωση όλων αυτών των δεδομένων που μπορούν να οδηγήσουν, μεταξύ άλλων, στην προστασία των σπηλαίων πραγματοποιείται με συστηματικό τρόπο από ερευνητές στον χώρο αυτόν. Η καταγραφή όμως των σπηλαίων αλλά και της πανίδας βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη συμβολή δεκάδων ερασιτεχνών σπηλαιολόγων οι οποίοι έχουν αποκτήσει μια εμπειρική εξειδίκευση, χωρίς αυτή να είναι πιστοποιημένη από ακαδημαϊκά ιδρύματα. «Οι σπηλαιολόγοι είναι οι πρώτοι πολίτες-επιστήμονες στην Ελλάδα» επισημαίνει ο ερευνητής, συμπληρώνοντας ότι «η πλειονότητα των σπηλαίων αρχαιολογικής και παλαιοντολογικής σημασίας, όπως και αρκετά από τα είδη ζώων που ζουν σε σπηλιές έχουν ανακαλυφθεί αρχικά από σπηλαιολόγους που δεν ήταν επιστήμονες. Αυτό διότι από την αρχή οι σπηλαιολόγοι δεν εκπαιδεύονται μόνο στις τεχνικές του σκοινιών και της εξερεύνησης αλλά και σε πεδία τα οποία είναι επιστημονικά, όπως είναι η τοπογραφία, η γεωλογία, η παλαιοντολογία, η αρχαιολογία, η βιολογία και πολλά άλλα».
Σε αυτή την κατεύθυνση πολλοί σπηλαιολόγοι συμμετέχουν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα iNaturalist. Εκεί οι πολίτες συνυπάρχουν με τους επιστήμονες, ενώ καθένας κάνει αυτό που του αναλογεί: οι πολίτες με την εξειδίκευσή τους μαζεύουν στοιχεία τα οποία θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρο ή και πρακτικά αδύνατο να συλλεχθούν από τους ίδιους τους ερευνητές, τα οποία έπειτα οι επιστήμονες αξιολογούν και ενσωματώνουν στην έρευνά τους, που φυσικά διέπεται από τα ακαδημαϊκά πρότυπα. Με τον τρόπο αυτόν πολίτες και επιστημονική κοινότητα βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία ώσμωσης, με αμφότερους να συμβάλουν στη δημιουργία και τη συγκρότηση της γνώσης.
Η μεγάλη και ετερογενής αυτή κοινότητα φέτος γιορτάζει, αφού το 2021 είναι το Διεθνές Ετος Σπηλαίων και Καρστ. Για τον λόγο αυτόν έχουν οργανωθεί διάφορες δράσεις ευαισθητοποίησης του κοινού. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγεται και η διοργάνωση του 18ου Διεθνούς Συνεδρίου Σπηλαιολογίας το οποίο θα διοργανωθεί τον προσεχή Ιούλιο στις παρυφές του Λευκού Ορους, στο Σαβουά της Γαλλίας. Σε τοπικό επίπεδο, το Ινστιτούτο Σπηλαιολογικών Ερευνών Ελλάδας συμμετέχει μαζί με άλλες πέντε χώρες στη δράση «Σπηλαιόβιο ζώο της χρονιάς», στην οποία ορίζεται ένα σπηλαιόβιο ζώο και ακολουθεί συλλογή δεδομένων και συζήτηση γύρω από αυτό στα κοινωνικά δίκτυα. «Φέτος το ζώο της χρονιάς είναι το κολεόπτερο. Εμείς έχουμε επιλέξει έναν λαιμόστενο, ένα κολεόπτερο το οποίο μετράει 200 είδη στον κόσμο. Οι σπηλαιολόγοι θα έχουν την ευκαιρία να αναρτούν εικόνες και θα ακολουθεί συζήτηση και σχολιασμός γύρω από αυτές. Σταδιακά θα αναρτήσουμε στην ιστοσελίδα μας πολλές πληροφορίες για τα σπηλαιόβια κολεόπτερα και ιδιαίτερα για τους λαιμόστενους, τον οικολογικό τους ρόλο και τη σημασία τους για τη ζωή στα σπήλαια». Μάλιστα, όταν αρθούν τα μέτρα, οι ερευνητές σχεδιάζουν να κάνουν βιωματικές δράσεις, κυρίως με σχολεία, εκπαιδευτικούς και κέντρα περιβαλλοντική εκπαίδευσης. Καλή επιτυχία!
Ο ρόλος των σπηλαιολογικών εταιρειών
Οπως τονίζει ο σπηλαιοβιολόγος Καλούστ Παραγκαμιάν, «όλες οι σπηλαιολογικές εταιρείες που υπάρχουν στην Ελλάδα κάνουν σεμινάρια τα οποία δεν είναι μόνο «αθλητικά» αλλά και επιστημονικά. Ετσι, πέραν του αναμφισβήτητου ρόλου τους στην επιστήμη πολιτών, έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη των σχετικών επιστημονικών πεδίων (γεωλογία, παλαιοντολογία, αρχαιολογία, βιολογία, κ.ά.) καθώς αρκετά από τα μέλη τους αξιοποίησαν ή έκαναν ακαδημαϊκές σπουδές συνεχίζοντας την έρευνα».
Βάση δεδομένων μοναδική στην Ευρώπη
Ενα από τα πιο πολύτιμα κατορθώματα της ερευνητικής κοινότητας των σπηλαιολόγων είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων, μοναδικής στο είδος της στην Ευρώπη, η οποία περιλαμβάνει στατιστικά στοιχεία για τη βιοποικιλότητα στα σπήλαια και τον αριθμό των σπηλαίων που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Τα στοιχεία αυτά είναι ελεύθερα προσβάσιμα σε όλους τους πολίτες μέσω της πλατφόρμας «Cave fauna of Greece Database». «Με την υποστήριξη του ελβετικού ιδρύματος MAVA και του WWF Ελλάς καταφέραμε να ταξινομήσουμε τη συλλογή μας και να προσδιορίσουμε τα είδη που μπορούσαμε» σημειώνει ο Καλούστ Παραγκαμιάν. «Στο πλαίσιο αυτό οργανώσαμε όλη τη γνωστή βιβλιογραφία για τα σπηλαιόβια ζώα της Ελλάδας. Επειτα δημιουργήσαμε αυτή τη βάση δεδομένων, οργανώθηκε όλη η συλλογή, στείλαμε τμήματά της σε ειδικούς για προσδιορισμούς, εκπαιδεύσαμε σπηλαιολόγους, ενώ παρείχαμε τα δεδομένα δωρεάν στο υπουργείο και σε διάφορους φορείς για να τα χρησιμοποιήσουν. Ετσι, εκεί που στον επίσημο χάρτη της Ελλάδας υπήρχαν μόνο δύο καταγεγραμμένες περιοχές με σπήλαια στην Ελλάδα, ο οικότοπος των σπηλαίων καταγράφηκε επιτέλους σε όλη τη χώρα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό επειδή η Ελλάδα με βάση αυτά τα στοιχεία θα μπορεί να συνεχίσει την έρευνα και να παρακολουθεί την κατάσταση του ενδιαιτήματος». Οπως διευκρινίζει ο ερευνητής, αυτή η βάση δεδομένων περιλαμβάνει όλα τα δεδομένα που είναι δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά, ενώ το κάθε είδος και το κάθε σπήλαιο έχουν ελεγχθεί πολλές φορές. «Η βάση αυτή είναι η μοναδική του είδους της στην Ελλάδα. Στη χώρα μας έχουμε ένα θέμα με τα δεδομένα, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν τη βιοποικιλότητα. Δεν τα έχουμε ελεύθερα, δεν μπορεί κανείς να τα βρει – με κάποιες πολύ μικρές εξαιρέσεις. Είναι επίσης η μοναδική βάση του είδους της στην Ευρώπη και μία από τις τρεις ελεύθερης πρόσβασης βάσεις δεδομένων σε όλον τον κόσμο για τα σπηλαιόβια ζώα. Ελπίζουμε και προσπαθούμε ώστε και άλλες χώρες να κάνουν αντίστοιχες βάσεις δεδομένων γιατί η γνώση είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την προστασία» καταλήγει ο ερευνητής.
Η έρευνα στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1861
Στην Ελλάδα η σπηλαιολογική έρευνα ξεκίνησε το 1861, οπότε και συλλέχθηκε το πρώτο σπηλαιόβιο ζώο, ένα κολεόπτερο από το σπήλαιο «Κωρύκειο Αντρο» στον Παρνασσό, το οποίο περιγράφηκε την επόμενη χρονιά ως Duvalius krueperi. Ακολούθως, όπως εξηγεί ο ερευνητής Καλούστ Παραγκαμιάν, η έρευνα συνεχίστηκε με αργούς ρυθμούς, μέχρι που ήρθε ένας σουηδός επιστήμονας στη χώρα μας. «Στις αρχές της δεκαετίας ’50 ο σουηδός ιατρός και διακεκριμένος ζωολόγος Knut Lindberg πραγματοποίησε τρεις πολύ καλά οργανωμένες σπηλαιοβιολογικές αποστολές στην Ελλάδα. Καθώς ήταν ο ίδιος ειδικός σε μικρά καρκινοειδή και έχοντας εξασφαλίσει τη συνεργασία άλλων επιστημόνων ειδικών για διάφορες ομάδες ζώων, οι αναγνωρίσεις και οι περιγραφές νέων ειδών προχώρησαν ταχύτατα». Αυτός είναι και ο λόγος που εκείνη τη χρονική περίοδο παρατηρείται μια εκθετική αύξηση στην καταγραφή των ζώων. «Στη συνέχεια πολλή δουλειά κάνανε σπηλαιοβιολόγοι από άλλες χώρες, κυρίως από την Ιταλία και τη Βουλγαρία, οι οποίοι οργανώνανε αποστολές στην Ελλάδα και μελετούσανε τη σπηλαιόβια πανίδα. Εμείς ξεκινήσαμε πολύ δειλά το 1984, δεν υπήρχε τίποτα οργανωμένο τότε στη χώρα μας, μόνο κάποιοι σπηλαιολόγοι οι οποίοι συνοδεύανε τους ξένους επιστήμονες. Εκτοτε ξεκινήσαμε να συνεργαζόμαστε με διακεκριμένους επιστήμονες από τη Σλοβενία, τη Σερβία, τη Γαλλία, τη Βουλγαρία, την Ισπανία με στόχο την καταγραφή των ειδών» εξηγεί ο ερευνητής. Με τον τρόπο αυτόν η καταγραφή των ειδών έγινε μια συστηματική εργασία, με την προσπάθεια να απογειώνεται όταν δημιουργήθηκε η βάση δεδομένων η οποία συγκεντρώνει όλα τα γνωστά είδη των ζώων στα σπήλαια.
Ενα πρόγραμμα για τη σπηλαιόβια ζωή και τις νυχτερίδες
Το έργο LIFE «GRECABAT – Ελληνικά Σπήλαια και Χειρόπτερα: Διαχειριστικές Δράσεις και Αλλαγή Συμπεριφοράς» είναι η πρώτη πανελλαδική προσπάθεια για διαχείριση, προστασία και ανάδειξη νυχτερίδων, σπηλαίων και σπηλαιόβιας ζωής, και φιλοδοξεί να αποτελέσει παράδειγμα ολοκληρωμένης διαχείρισής τους σε εθνικό επίπεδο.
Το LIFE-GRECABAT έχει διάρκεια 4,5 χρόνια (1.9.2018 – 28.2.2023) και συγχρηματοδοτείται από το χρηματοδοτικό εργαλείο LIFE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συντονιστής Δικαιούχος είναι το Πανεπιστήμιο Κρήτης – Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης και συνδικαιούχοι το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το Πράσινο Ταμείο, το Ινστιτούτο Σπηλαιολογικών Ερευνών Ελλάδας και η ΑΤΕΠΕ Διαχείριση Οικοσυστημάτων Μονοπρόσωπη ΕΠΕ. Επιπλέον, το πρόγραμμα υποστηρίζουν το Ιδρυμα Α. Γ. Λεβέντη και το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Υλοποιούνται δράσεις σε 10 περιοχές του Δικτύου NATURA 2000 στην Ελλάδα (από Κρήτη ως Εβρο) αποσκοπώντας στη βελτίωση της κατάστασης διατήρησης 10 ειδών νυχτερίδων και επιλεγμένων σπηλαίων καθώς και δεκάδων ενδημικών ειδών ασπόνδυλων που ζουν μόνο σε ένα ή περισσότερα σπήλαια της Ελλάδας. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν:
• Την εφαρμογή σειράς επιδεικτικών δράσεων διατήρησης σε 10 περιοχές του Δικτύου NATURA 2000.
• Την ενδυνάμωση του θεσμικού πλαισίου της προστασίας και της διαχείρισης, συντάσσοντας Εθνικά Σχέδια Δράσης για τα επιλεγμένα είδη και τον οικότοπο.
• Την εγκατάσταση, σε τρεις επιλεγμένες τοποθεσίες, προηγμένων συστημάτων παρακολούθησης και έγκαιρης προειδοποίησης για τα σπήλαια και τη σπηλαιόβια ζωή.
• Την κατασκευή πρωτότυπης, χαμηλού κόστους, αυτόνομης ψηφιακής συσκευής καταγραφής περιβαλλοντικών παραμέτρων για την παρακολούθηση των σπηλαίων.
• Την αξιολόγηση των σπηλαίων της Ελλάδας και τη διατύπωση προτάσεων για τη θέσπιση προστατευόμενων «μικροαποθεμάτων» για τα σημαντικότερα από αυτά.
• Την ενημέρωση-κατάρτιση των εμπλεκομένων κοινωνικών εταίρων (κρατικές υπηρεσίες, ΟΤΑ, σπηλαιολογικοί σύλλογοι, επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες γης κ.ά.), ώστε να υιοθετήσουν στάση πιο φιλική προς τα σπήλαια και τις νυχτερίδες, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
• Την οργάνωση δικτύου εθελοντών για την παρακολούθηση, προστασία και ορθή διαχείριση των σπηλαίων και άλλων καταφυγίων νυχτερίδων.
• Την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για την οικολογική σημασία των νυχτερίδων, των σπηλαίων και της σπηλαιόβιας ζωής, το νομικό πλαίσιο προστασίας τους καθώς και τις επιπτώσεις από την ανθρώπινη δραστηριότητα.
• Τη διαμόρφωση κατευθύνσεων και προδιαγραφών ορθής αξιοποίησης των σπηλαίων, αναδεικνύοντας νέες ευκαιρίες για επιχειρηματικές δραστηριότητες συμβατές με τη διατήρηση της φυσικής κληρονομιάς.

