Τραγούδησε στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου υπό τη διεύθυνση μαέστρων όπως ο Ζούμπιν Μέτα, ο σερ Κόλιν Ντέιβις, ο Σέιτζι Οζάουα. Εμφανίστηκε στο πλευρό καλλιτεχνών όπως ο Χοσέ Καρέρας και η Μονσεράτ Καμπαγέ. Τη σκηνοθέτησαν, μεταξύ άλλων, ο Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Ρόμπερτ Γουίλσον. Η αξιοζήλευτη καριέρα της Μαρκέλλας Χατζιάνο βρισκόταν στο απόγειό της όταν η διάσημη μεσόφωνος… εξαφανίστηκε. Αποσύρθηκε στη Νεμπράσκα όπου είχε στήσει το σπίτι της για να μεγαλώσει την κόρη της Αλεξάνδρα. Και τώρα που η Αλεξάνδρα ακολουθεί τον δικό της δρόμο – αφού σπουδάζει βιολί – η Μαρκέλλα βρίσκει τη διάθεση και τον χρόνο να επιστρέψει, όχι μόνο ως μουσικός αλλά και ως ζωγράφος! Εχοντας κάνει ήδη μια έκθεση στις ΗΠΑ, αυτή την περίοδο ασχολείται με την πραγματοποίηση ενός ονείρου της: την παρουσίαση των εικαστικών έργων της στην Ελλάδα σε μια εκδήλωση «επενδυμένη» με το τραγούδι της. Γι’ αυτό, για να συζητήσει με συνεργάτες, ήρθε στην Αθήνα, έπειτα από χρόνια απουσίας. Και για να ξαναβρεί μια πατρίδα που ποτέ δεν σταμάτησε να φέρει εντός της.
Αυτό το ταλέντο σας δεν το γνωρίζαμε. Πώς προέκυψε η ζωγραφική;  
«Με τον πιο φυσικό τρόπο, σαν μια ανάγκη που δεν μπορείς να αγνοήσεις. Πρωτοσυναντήθηκα με τη ζωγραφική στην ηλικία των δώδεκα χρόνων. Την ίδια εποχή που ξεκίνησα τις κλασικές μουσικές μου σπουδές στο Εθνικό Ωδείο. Ζωγραφική και μουσική συνυπήρχαν και συμπορεύονταν από τότε».
Οι πίνακές σας έχουν επιρροές από τον Τζάκσον Πόλοκ. Ποια ανάγκη τούς δημιούργησε;
«Την επιθυμία μου να δημιουργώ την έβλεπα σαν μια ατελείωτη σπουδή και μαζί σαν έναν τρόπο έκφρασης που δεν κάθισα ποτέ να αναλύσω. Λάτρις από παιδί όλων των εκφάνσεων της τέχνης, «περπατούσα» σε «οικείους δρόμους», ζωγραφίζοντας νεκρή φύση και τοπία. Ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο για την αφηρημένη τέχνη ένα απόγευμα, σταμάτησα στα έργα του Πόλοκ. Εκείνη τη στιγμή μπόρεσα να νιώσω μια γεύση ελευθερίας μέσα από την ακανόνιστη ροή των λίγων χρωμάτων του πάνω στον καμβά».
Το τραγούδι; Κάνατε σημαντική διεθνή καριέρα, την οποία κάποια στιγμή διακόψατε. Γιατί;
«Ταξιδεύοντας 10 μήνες τον χρόνο για πολλά χρόνια με την κόρη μου, την Αλεξάνδρα, κάποια στιγμή ένιωσα πως έπρεπε να αποφασίσω τι ήταν πιο σημαντικό: να συνεχίσω την καριέρα μου και να συνεχιστεί για την Αλεξάνδρα αυτός ο ενδιαφέρων τρόπος ζωής, ο πλούσιος σε εμπειρίες, όμως όχι πάντα αρμόζων για την ηλικία και τις ανάγκες της, ή να σταματήσω για κάποιο διάστημα και να μπορέσω να της προσφέρω μερικά χρόνια σταθερότητας; Από πολύ νέα πίστευα πως η μητρότητα είναι ένας στόχος ζωής μοναδικός, ασύγκριτος. Είναι ιερό δώρο, να μεγαλώσεις, να φροντίσεις ένα παιδί. Καταλαβαίνετε πόσο μεγάλο μοιάζει ένα δώρο σαν την Αλεξάνδρα, η οποία υιοθετήθηκε μία ώρα μετά τη γέννησή της! Γι’ αυτό αποφάσισα να σταματήσω, αποκτώντας μέσα σε λίγες μέρες πέντε εχθρούς. Τους πέντε ιμπρεσάριους που με εκπροσωπούσαν παγκοσμίως. Ηταν μια δική μου συνειδητή απόφαση, με ημερομηνία έναρξης και λήξης. Συνεχίζω…».
Στην καριέρα σας τραγουδήσατε και μοντέρνες συνθέσεις, όπως π.χ. έργα του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Θα ξαναλέγατε σύγχρονη μουσική;
«Το ότι συνεργάστηκα με τον Βαγγέλη την εποχή που ήμουν πιο δοσμένη στο κλασικό ρεπερτόριο κι εκείνος δημιουργούσε ηλεκτρονική μουσική επιβεβαίωνε πως για εμένα δεν υπήρχαν σύνορα στην τέχνη. Θέλω να ερμηνεύσω ό,τι μπορεί να προσφέρει την εμπειρία της άπλετης φωνητικής έκφρασης χωρίς όρια».
Ανάμεσα σε τέτοιου είδους «πειράματα» περιλαμβάνεται και το τραγούδι «Ελλάδα» που ανεβάσατε στο YouTube στις αρχές της κρίσης, με τη διάθεση υποθέτω να πείτε μια κουβέντα συμπαράστασης για την Ελλάδα. Υπήρξαν και εκείνοι που αντιμετώπισαν ειρωνικά αυτή την κίνηση. Ενοχληθήκατε;
«Πράγματι, ήθελα να εκφράσω, από πολύ μακριά, την άπλετη συμπαράστασή μου προς τους συμπατριώτες και τον τόπο μου. Ισως δεν διάλεξα τον σωστό τρόπο. Οταν ο καλλιτέχνης αποφασίζει να δημιουργήσει κάτι και να το μοιραστεί δημόσια, είναι αναμενόμενο να υπάρξουν ακόμα και αρνητικές γνώμες. Δεν γνώριζα πως η «Ελλάδα» είχε αντιμετωπιστεί τόσο ειρωνικά και κοροϊδευτικά. Μου το έκανε γνωστό ένας αγαπημένος φίλος από την Αθήνα. Εμεινα σιωπηλή για αρκετό διάστημα και στη συνέχεια, έχοντας ζήσει την εμπειρία, προχώρησα στο επόμενο βήμα. Οχι, δεν ενοχλήθηκα. Πιστεύω στην ελευθερία γνώμης και έκφρασης. Ηταν ένα εξαιρετικό προσωπικό μάθημα».
Θα ξεκινούσατε ξανά να ζείτε στους ρυθμούς που ζούσατε την εποχή που τρέχατε από θέατρο σε θέατρο; ΄Η τώρα έχετε άλλες προτεραιότητες;
«Ονειρεύομαι συνεχώς, τραγουδώ και ζωγραφίζω συνεχώς! Επιθυμώ να συμπράξω με έλληνες μουσικούς στη δημιουργία κονσέρτων, μέρος από τα έσοδα των οποίων θα διατεθούν για φιλανθρωπικούς σκοπούς, και όχι μόνο».
Είχατε να έρθετε πολύ καιρό στην Ελλάδα. Πώς τη βρήκατε;
«Οταν αναλογίζομαι τον αριθμό των χρόνων που πέρασα μακριά από τον τόπο που γεννήθηκα, αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα. Δεν έπαψα ποτέ να κουβαλώ την Ελλάδα μέσα μου με άπειρους τρόπους. Το σπίτι μου στη Νεμπράσκα  είχε στοιχεία στην εσωτερική του αρχιτεκτονική εμπνευσμένα από την Ελλάδα. Τα φαγητά και τα γλυκά που από μικρή μαζί με τη μητέρα μου μαγείρευα συνέχισα να τα μαγειρεύω. Ξέρω πια από κοντά πόσο πολύ η οικονομική κρίση μάς φύτεψε αμφιβολίες για τις αξίες των άλλων και τις δικές μας. Παρ’ όλα αυτά, στη δική μου πρόσφατη επίσκεψη ένιωσα μια αισιοδοξία, έστω και μέσα από τις δραματικές εκφράσεις και τα λόγια των ανθρώπων. Αυτό γιατί ο Ελληνας δεν μένει για πολύ στον βυθό. Αναδύεται και ατενίζει τον ήλιο. Προσωπικά η Ελλάδα δεν μπορεί ποτέ να με απογοητεύσει γιατί είναι κομμάτι μου και είμαι κομμάτι της. Την αγκάλιαζα και θα συνεχίσω να την αγκαλιάζω».
Σε κάποιον που θα σας ανακάλυπτε τώρα, τι θα προτείνατε να ακούσει ή να δει για να καταλάβει ποια είναι η Μαρκέλλα Χατζιάνο;
«Θα πρότεινα να ακούσει την επόμενη συναυλία ή παράσταση που θα κάνω. Το χθες είναι κομμάτι μας, όχι όμως τόσο σημαντικό όσο αυτό που δημιουργούμε αυτή τη στιγμή, που θα δημιουργήσουμε στο μέλλον».