Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Η νομοθέτηση του επιδόματος των 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται πρέπει να πλαισιωθεί από συστηματική πολιτική για την αύξηση της απασχόλησης των γυναικών. Το εύρημα έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ ότι, λόγω της γέννησης του παιδιού τους, μία στις δύο γυναίκες διακόπτει την απασχόληση της και μία στις 10 αποφεύγει εκ των προτέρων να εργασθεί, υπογραμμίζει ένα χρόνιο και συστηματικό φαινόμενο. Δείχνει τη μεγάλη ανάγκη για πολιτική απασχόλησης με στόχο την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην εργασία.
Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ των 28 (EE: 73,2%, Ελλάδα: 59,5% για πληθυσμό 20-64 ετών). Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο χαμηλό ποσοστό απασχόλησης των γυναικών (EE: 67,4%, Ελλάδα: 49,1%) ενώ στους άνδρες το χάσμα είναι μικρότερο (EE: 79%, Ελλάδα: 70,1%). Η Ελλάδα εμφανίζει το μεγαλύτερο χάσμα ανδρών και γυναικών (21%). Κι αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Για να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα, που είναι κρισιμότατη παράμετρος της ευημερίας κάθε κοινωνίας και οικονομίας, δεν χρειάζεται να ξανα-ανακαλύψουμε τον τροχό. Γνωρίζουμε ότι συνδέεται ευθέως με την ανάπτυξη εγκαταστάσεων και υπηρεσιών παιδικής φροντίδας. Στην Ελλάδα το χαμηλό επί σειρά ετών ποσοστό πρόσβασης σε αυτές αφορά και τις ηλικίες έως 3 ετών και τις ηλικίες έως 5 ετών. Γι’ αυτές η ΕΕ έχει ήδη από το 2002 (στόχοι της Βαρκελώνης) θεσπίσει διακριτούς στόχους κάλυψης στο 33% και στο 90%, αντιστοίχως.
Στη χώρα μας οι εθνικοί στόχοι πρέπει να τεθούν στο υψηλότερο σημείο δεδομένου ότι η χαμηλή πρόσβαση και η χαμηλή απασχόληση με τη σειρά τους τροφοδοτούν και τη δημογραφική καθήλωση.
Επειδή οι διαθέσιμες και προσβάσιμες υπηρεσίες παιδικής φροντίδας επιτρέπουν στους γονείς να αναλάβουν εργασία και να τη διατηρήσουν, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής τους, η πολιτική απασχόλησης πρέπει να εξασφαλίζει συστηματικά σε κάθε μητέρα που θέλει να εργασθεί, πρόσβαση σε υπηρεσίες φροντίδας για τα παιδιά της.
Η πολιτική αυτή πρέπει να περιλαμβάνει και τη διευκόλυνση της πραγματικής μερικής απασχόλησης των νέων μητέρων, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στην οποία παρωθούνται, λόγω απουσίας συστηματικής πολιτικής για την αύξηση της γυναίκειας απασχόλησης και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που και σε αυτή την περίπτωση λειτουργούν ως αντικίνητρο της δηλωμένης απασχόλησης.
O κ. Χρήστος Ιωάννου είναι
διευθυντής του Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ.