Είναι λίγο δύσκολο να πιστέψεις ότι ο άνδρας που σου μιλάει μέσω zoom στην οθόνη του υπολογιστή σου είναι 74 ετών. Ο Ζαν-Μισέλ Ζαρ, ένας ζωντανός θρύλος της ηλεκτρονικής μουσικής, παραμένει ωραίος και μοιάζει τουλάχιστον 20 χρόνια νεότερος. Ο αειθαλής γάλλος συνθέτης και περφόρμερ έγινε σταρ το 1976 χάρη στην επιτυχία του πρωτοποριακού άλμπουμ «Oxygène» και συνεχίζει να πειραματίζεται ασταμάτητα μέχρι σήμερα. Οι ζωντανές εμφανίσεις του έχουν αφήσει εποχή: στο Παρίσι έχει παίξει μπροστά σε 2,5 εκατομμύρια θεατές, ενώ στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1997 τον παρακολούθησαν 3,5 εκατομμύρια (ως επί το πλείστον) Ρώσοι – ένα ρεκόρ που δεν έχει ακόμη καταρριφθεί. Υπήρξε ο πρώτος δυτικός καλλιτέχνης που έδωσε συναυλία (το 1981) στη μετα-μαοϊκή Κίνα (στις 25 Νοεμβρίου κυκλοφόρησε μάλιστα και η remastered επετειακή έκδοση του ιστορικού live άλμπουμ «The Concerts in China») και έχει επηρεάσει μια πλειάδα μουσικών, από τον Moby έως τον Γκάρι Νιούμαν. Λάτρης των ωραίων γυναικών, έχει υπάρξει σύζυγος της Σαρλότ Ράμπλινγκ, της Αν Παριγιό και (σήμερα) της Γκονγκ Λι, ενώ ήταν για σύντομο διάστημα ζευγάρι και με την Ιζαμπέλ Ατζανί. Την αφορμή για την κουβέντα μας την έδωσε το «Oxymore», το 22ο στούντιο άλμπουμ του που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Η δημιουργία του δίσκου έχει τις απαρχές της στο 2015. Ξεκίνησε ως συνεργασία με τον Πιερ Ανρί, μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της γαλλικής ηλεκτρονικής μουσικής και εκπρόσωπο της musique concrète, ενός είδους που εισήγαγε για πρώτη φορά στη μουσική ήχους της πραγματικής ζωής. Το εγχείρημα δεν προχώρησε για διάφορους πρακτικούς λόγους και ο Ανρί έφυγε από τη ζωή το 2017. Μερικούς μήνες μετά τον θάνατό του η χήρα του έδωσε στον Ζαρ κάποια ηχητικά θραύσματα που βρήκε και σχετίζονταν με την ατελέσφορη σύμπραξή τους, στα οποία και βασίστηκε ο δαιμόνιος μουσικός για τα μετέπειτα κομμάτια του.

Από τα μαγνητόφωνα στο dolby atmos

«Οταν φτιάχνω καινούργια μουσική δεν σκέφτομαι ποτέ το κοινό» λέει με παρρησία. «Aκουσα την Björk να λέει πρόσφατα πως όταν ξεκινά ένα νέο πρότζεκτ δεν μπαίνει στη διαδικασία να αναρωτηθεί αν θα το ακούσουν 30 ή 30.000 άτομα και ταυτίστηκα μαζί της. Πάντα αντιμετώπιζα τη μουσική μου με όρους χώρου και στο «Oxygène» ακόμη είχα προσπαθήσει να διευρύνω την αίσθηση του στερεοφωνικού ήχου με delays και reverb. Στη φύση δεν υπάρχει stereo, όταν σας μιλάω σας μιλάω σε mono, ένα πουλί κελαηδά σε mono, το περιβάλλον μας είναι που δημιουργεί προοπτική στον ήχο. Για αιώνες ως μουσικοί είχαμε μια σχέση με τον ήχο ας την πω εμπρόσθια, όταν συνέθετες μια συμφωνία φανταζόσουν μια ορχήστρα μπροστά σου, στο στούντιο αντίστοιχα έχεις τα ηχεία. Η τεχνολογία όμως μάς επιτρέπει πλέον να βυθιζόμαστε μέσα στη μουσική. Δεν θεωρώ ωστόσο έξυπνο το να φέρνουμε τη μουσική που είχε ηχογραφηθεί με άλλη μέθοδο στα μέτρα τού σήμερα. Το να βρω τρόπο να ακούω τη φωνή του Φρανκ Σινάτρα σαν να έρχεται μέσα από το κεφάλι μου, μου φαίνεται ανόητο – μοιάζει λίγο με αυτό που γίνεται με τον επιχρωματισμό των ασπρόμαυρων ταινιών, μια διαδικασία ανούσια και ψεύτικη. Το να δημιουργείς από την αρχή μουσική ειδικά για να ακουστεί σε 360 spatial sound θα αλλάξει τα δεδομένα, μπορείς να εξερευνήσεις τον χώρο με τα διάφορα στοιχεία ενός κομματιού όπως θα τοποθετούσες κάποια αντικείμενα γύρω από τον εαυτό σου. Φυσικά, ανοίγει ολόκληρους δρόμους με πιθανότητες, είναι μια στιγμή ρήξης, μια επανάσταση – όπως τότε που περάσαμε από το mono στο stereo. Σε μερικά χρόνια πιστεύω ότι θα αντιμετωπίζουμε τον στερεοφωνικό ήχο με νοσταλγία, όπως σκεπτόμαστε τώρα το γραμμόφωνο των παππούδων μας».

Ο δίσκος είναι παράλληλα και φόρος τιμής στους πρωτοπόρους της γαλλικής ηλεκτρονικής μουσικής, «σε ανθρώπους σαν τον Πιερ Ανρί ή τον Πιερ Σεφέρ που αποφάσισαν να εντάξουν στη μουσική θορύβους ή άλλους ήχους μιξάροντας το κελάηδισμα ενός πουλιού με το σαξόφωνο ή το εκκλησιαστικό όργανο με τον ήχο που κάνει το πλυντήριο. Αυτή η ιδέα ήταν απόλυτα επαναστατική και έθεσε τις βάσεις για τη σύγχρονη μουσική. Σήμερα ό,τι μουσική και να κάνεις, τέκνο, R’n’B ή ροκ, θα βάλεις ηχητικά εφέ στις παραγωγές σου, όλοι έχουμε γίνει και sound engineers. Το «Oxymore», πάντως, δεν έχει αναφορές στα 80s όπως τόσες τρέχουσες κυκλοφορίες, αλλά παραπέμπει στα 40s και στο πρωί της αυριανής ημέρας, αποτελεί κάτι σαν γέφυρα ανάμεσα στα πρώτα μαγνητόφωνα και το dolby atmos».

Ελλάδα, σουρεαλισμός, art brut και metaverse

Τον ρωτάω γιατί επέλεξε τίτλο που παραπέμπει στα ελληνικά. «Αγαπάω πολύ την Ελλάδα, έχω μάλιστα σπουδάσει αρχαία ελληνικά στο σχολείο και μου αρέσει πολύ να εντοπίζω ποιες λέξεις που χρησιμοποιούμε προέρχονται από τη γλώσσα σας και να βρίσκω μετά την ετυμολογία τους. Σε ένα οξύμωρο σχήμα δύο στοιχεία φαινομενικά αντιθετικά συνδυάζονται για να προκύψει κάτι αναπάντεχα αληθινό. Αυτό συνέβη και στη μουσική όταν μπήκαν άλλοι ήχοι στο παιχνίδι, όλα αυτά συνδέονται φυσικά και με άλλο ένα καλλιτεχνικό κίνημα, τον σουρεαλισμό». Του λέω ότι διάβασα σε μια συνέντευξή του πως θεωρεί βασική επιρροή του τον Τζάκσον Πόλοκ και ξαφνιάστηκα. «Για εμένα η ζωγραφική αποτελούσε πάντοτε μεγάλη πηγή έμπνευσης, στο σχολείο μάλιστα είχα μπει στο δίλημμα «μουσική ή ζωγραφική». Ειδικά τα αφαιρετικά έργα όπως αυτά του Τζάκσον Πόλοκ, του Χανς Χάρτουνγκ ή του Πιερ Σουλάζ, συγγενεύουν με τη musique concrète, προσωπικά θεωρώ ότι και η αφαιρετική ζωγραφική θα έπρεπε να αποκαλείται concrète γιατί οι καλλιτέχνες της δουλεύουν με υφές. Ενστερνίζομαι τη φιλοσοφία όλων αυτών των καλλιτεχνών, η φόρμα σού υπαγορεύει την κατεύθυνση που θα ακολουθήσεις. Θα μπορούσα ακόμη και τον Ζαν Ντιμπιφέ να σας αναφέρω, ο οποίος έβαζε ετερόκλητα υλικά στους πίνακές του με οργανικό τρόπο, πάντα ένιωθα μια σύνδεση ακόμη και με την art brut».

Εν τούτοις, η εξέλιξη της τεχνολογίας τον γοητεύει εξίσου με την ιστορία της τέχνης και βρίσκει συναρπαστικά όλα αυτά που συμβαίνουν στο πεδίο της εικονικής ή της επαυξημένης πραγματικότητας: «Πιστεύω ότι η εικονική πραγματικότητα είναι παλιά ιστορία, το πρώτο VR αντικείμενο είναι το βιβλίο, διαβάζεις ένα μυθιστόρημα και μεταφέρεσαι με τη φαντασία σου σε μια άλλη πραγματικότητα. Η διαφορά τώρα είναι πως μπορείς πια να στέλνεις τον ψηφιακό εαυτό σου, ό,τι μορφή και αν έχει, σε μια ψηφιακή εκδοχή του κόσμου. Για εμένα υπάρχει σε αυτή τη λειτουργία μια πολύ ποιητική διάσταση. Ολοι μιλούν για το metaverse με όρους επιχειρηματικούς ή τεχνολογικούς, λένε για τα κρυπτονομίσματα ή τα NFTs, όμως θα δοθούν πολλές δυνατότητες σε ανθρώπους που είναι απομονωμένοι λόγω γεωγραφίας ή καθηλωμένοι σε αναπηρικό αμαξίδιο. Ας μην ξεχνάμε ότι, σε μια συναυλία, για παράδειγμα, πίσω από κάθε άβαταρ θα υπάρχει και ένας πραγματικός άνθρωπος. Πρόκειται για μια επέκταση του πραγματικού κόσμου, περνάμε από την αναπαράσταση στην πλήρη εμβύθιση (immersion), δεν θα είμαστε πια απλοί θεατές αλλά ενεργοί συμμετέχοντες». Τον Ζαν-Μισέλ Ζαρ τον ακολουθεί συχνά ο χαρακτηρισμός visionary. Ο ίδιος ποιους θα χαρακτήριζε έτσι; «Ο Ντενί Βιλνέβ, ο Κρίστοφερ Νόλαν και ο Ντέιβιντ Λιντς είναι σίγουρα οραματιστές από τον κόσμο του σινεμά. Δηλώνω εντυπωσιασμένος από τον Eric Prydz, θεωρώ ότι προσεγγίζει την ηλεκτρονική μουσική με πολύ εικονοκλαστικό τρόπο. Η Μπίλι Αϊλις, η Lady Gaga και η Björk έχουν επίσης σίγουρα φτιάξει η καθεμία έναν πολύ δικό της κόσμο».

Η λέξη νοσταλγία δεν έχει πάντως θέση στο λεξιλόγιό του. «Νιώθω άσχημα για όσους δεν πιστεύουν στο μέλλον, τους λυπάμαι. Πολλοί εξωραΐζουν το παρελθόν και θεωρούν ότι όλα γίνονται χειρότερα, όμως αν αυτό ήταν αλήθεια δεν θα ήμασταν εδώ να μιλάμε για τόσο ενδιαφέροντα πράγματα, θα είχαμε πεθάνει από κάποια αρρώστια για την οποία δεν θα υπήρχαν αντιβιοτικά. Δεν είναι ιδανικός ο κόσμος μας, αλλά υπάρχει πρόοδος. Για εμένα είναι φυσικό και ανθρώπινο το να βλέπουμε το μέλλον ως δυστοπία γιατί βαθιά μέσα μας ξέρουμε ότι μια μέρα δεν θα είμαστε εκεί να το ζήσουμε. Είναι λογικό να μας προκαλεί ένα υπαρξιακό άγχος. Σας διαβεβαιώ όμως ότι κάθε γενιά, σε κάθε δεκαετία, θεωρούσε το παρόν απαίσιο και μυθοποιούσε το παρελθόν. Στα 70s όλοι έλεγαν πόσο ωραία ήταν τα 60s και ούτω καθεξής. Είσαι όμως σαν τυφλός όταν κοιτάζεις μόνο προς τα πίσω. Δεν υπάρχει τίποτε πιο συναρπαστικό από το τώρα. Και θεωρώ πραγματικά τυχερούς τους νέους καλλιτέχνες που έχουν σήμερα τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν την τεχνολογία είτε για να δημιουργούν είτε για να έρχονται σε επαφή με το κοινό τους. Υπάρχει ένας εκδημοκρατισμός των εργαλείων. Στην εποχή του Μπετόβεν πολλοί συνθέτες δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν καν τη μουσική τους παιγμένη γιατί δεν είχαν τα χρήματα να νοικιάσουν ορχήστρα ή κάποιον χορηγό από την αριστοκρατία για να τους παρέχει αυτή την πολυτέλεια. Ποτέ δεν νοσταλγώ, ούτε αναλογίζομαι τα παλιά. Ο,τι έκανα έκανα, δεν μπορώ να το αλλάξω και στην ουσία δεν μου ανήκει κιόλας. Η περιέργεια αποτελεί για εμένα κινητήριο δύναμη με πολύ ενστικτώδη τρόπο. Είναι πολύ σημαντικό να πατάω το reset και να αρχίζω ξανά με νέες ιδέες και αρχές, αναζητώντας εμμονικά τη μία στιγμή τελειότητας που ξέρω πως δεν θα έρθει ποτέ, όμως πάντα αξίζει να κυνηγάς τη δική σου, προσωπική χίμαιρα».