Νίκος Καββαδίας

Ο αρμενιστής ποιητής

Εισαγωγή – έρευνα – κείμενα Μιχάλης Γελασάκης

Εκδόσεις Αγρα, 2018, σελ. 456, τιμή 19,90 ευρώ

«Ο Πειραιάς είναι η κατ’ εξοχήν ανήσυχη πόλις που αντλεί από την αέναη άρυθμη κίνηση του πολύβουου λιμανιού της, την ακαταστασία των πόθων, το μικρόβιο της μετακινήσεως, την αίσθηση της ζωής – αυτό περισσότερο από όλα -, της πραγματικής ζωής, κι όχι της ζωής των σαλονιών και των κοσμοπολίτικων μυθιστορημάτων». Η παρατήρηση για τον χαρακτήρα του Πειραιά, εισαγωγή σε ένα κείμενο για τη φιλολογική κίνηση της πόλης κατά το προηγούμενο έτος που δημοσιεύθηκε στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο του 1933 στην τοπική εφημερίδα «Νέοι Καιροί», ανήκει σε έναν 22χρονο, ο οποίος είχε ήδη προλάβει να κάνει το πρώτο του ταξίδι ως ναυτικός και προοριζόταν να ταράξει τα νερά της ποίησης την ίδια χρονιά με τη συλλογή «Μαραμπού». Ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975) υπήρξε μια ξεχωριστή, ιδιότυπη περίπτωση της Γενιάς του ’30: ολιγογράφος ποιητής με μόλις δύο συλλογές και ένα πεζογράφημα δημοσιευμένα στη διάρκεια της ζωής του, εκφραστής του κοσμοπολίτικου και του εξωτικού στοιχείου, ασυρματιστής που πέρασε δεκαετίες στη «λαμαρίνα», σε φορτηγά και επιβατηγά πλοία, ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο. Σαράντα τρία χρόνια μετά τον θάνατό του ο τόμος «Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής ποιητής» σε επιμέλεια του δημοσιογράφου και μελετητή Μιχάλη Γελασάκη κομίζει αθησαύριστο υλικό, συνεντεύξεις και μαρτυρίες που προσθέτουν ψηφίδες στο πορτρέτο του.

Η αρχειακή έρευνα του Μιχάλη Γελασάκη κράτησε δέκα χρόνια και έφερε στην επιφάνεια πλήθος στοιχείων. Εδώ υπάρχουν αναδημοσιευμένες μια σειρά από δυσεύρετες συνεντεύξεις του Νίκου Καββαδία της περιόδου 1962-1975, ανέκδοτη αλληλογραφία με τους λογοτέχνες Καίσαρα Εμμανουήλ, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Αγγελο Σικελιανό, Νικόλαο Κάλα, Κώστα Καρθαίο, Μ. Καραγάτση, Στρατή Τσίρκα, Θράσο Καστανάκη και άλλους, ανέκδοτα ποιήματα, τα πρώτα του παιδικά ποιήματα από την εφημερίδα «Σχολικός Σάτυρος» που έγραφε ο ίδιος σε ηλικία 12 ετών, κριτικά κείμενα από πειραϊκές εφημερίδες των αρχών της δεκαετίας του ’30, αδημοσίευτες και αναδημοσιευμένες μαρτυρίες από κοντινά και φιλικά του πρόσωπα, όπως η αδελφή του Τζένια Καββαδία, η Αλκη Ζέη, η Ζορζ Σαρρή, ο εκδότης Νότης Καραβίας ή ο ποιητής Κλείτος Κύρου, ο ναυτικός του φάκελος από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, χρονικό, πληροφορίες και φωτογραφίες των καραβιών στα οποία εργάστηκε, ένα ιδιαίτερο παράρτημα για τη σχέση του με τον Γιώργο Σεφέρη. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι πλούσιο και έχει το πλεονέκτημα να δείχνει το πρόσωπο του ποιητή από διάφορες οπτικές γωνίες σε διάφορες στιγμές του βίου του – από τον καιρό του «Μικρού ποιητή», όπως ήταν το ψευδώνυμό του για κάποιες παιδικές δημοσιεύσεις στη «Διάπλαση των Παίδων» που δεν έγιναν τελικά, ως τα χρόνια του «Μαραμπού», παρωνύμιο με το οποίο τον γνώριζαν οι λογοτέχνες της εποχής του.

Θάλασσα και ξηρά

Ο Νίκος Καββαδίας εμφανίζεται στις σελίδες αυτές ως ανήσυχο πνεύμα σε αέναη κίνηση. «Ζαλίζομαι στη στεριά» λέει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Ομορφιά» το 1966. «Θυμάμαι τον εαυτό μου – σε κάθε συναισθηματική πίεση, να βλέπει τη θάλασσα, τα ταξίδια, σαν διέξοδο». Ιδιαίτερα την περίοδο μεταξύ 1954 και 1974 ταξιδεύει αδιάκοπα, με ελάχιστα διαλείμματα. Στον Στρατή Τσίρκα γράφει από τη Γένοβα, τη Μελβούρνη, την Αδελαΐδα, στον Μ. Καραγάτση από το Σαρκ Μπέι, στη Μαρλέν Πίττα από τη Λεμεσσό. Εναλλάσσει, όταν μπορεί, τους ναύλους του μεταξύ φορτηγών και επιβατηγών πλοίων. Τα τελευταία έχουν κόσμο, πρόσωπα, θόρυβο. «Στα φορτηγά έχεις καιρό να διαβάζεις και να γράφεις» θα πει στο περιοδικό «Επίκαιρα» το 1972. «Εκεί μιλάς πολύ λίγο. Ή καθόλου. Καλημέρα, καληνύχτα. Η καλησπέρα περισσεύει». «Πόσα ταξίδια θα κάνω ακόμα εδώ κάτου;» λέει κάποια στιγμή στον Τσίρκα από τους Αντίποδες. «Θέλω να ταξιδεύω στον Βορρά». Συνεχίζει με την ανάμνηση από ένα ταξίδι στο Μπέργκεν της Νορβηγίας όταν ήταν 19 ετών, η κοπέλα που του έστρωσε τότε το κρεβάτι τού θύμισε την «ξανθή Χούλδη» από το μυθιστόρημα «Ο λαχνός υπ’ αριθμόν 9672» του Ιουλίου Βερν. «Γιατί μπερδεύονται γυναίκες και μας χαλάνε τα παραμύθια» καταλήγει. «Οχι, μας τα φκιάνουνε οι άτιμες». Δεν είναι ότι η ξηρά δεν έχει τις αρετές της, απλώς για τον ίδιο δεν είναι αυτές των άλλων ανθρώπων («σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος»): είναι ενδεχομένως η παρέα των φίλων, οπωσδήποτε η συντροφιά της αδελφής του, Τζένιας, της ανιψιάς του, Ελγκας, του γιου της, Φίλιππου. Και έξω από τον οικογενειακό κύκλο πάντως ο Καββαδίας διόλου δεν αποφεύγει τον κόσμο. Η Αλκη Ζέη θυμάται μια σπαρταριστή ιστορία για το πώς ο «Κόλιας» τη βοήθησε να πάει διά θαλάσσης στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον Γιώργο Σεβαστίκογλου εν αγνοία του πατέρα της που δεν θα ενέκρινε κάτι τέτοιο, παρά το ότι εκείνος είχε ήδη ζητήσει επίσημα το χέρι της. Γιάννης Τσαρούχης, Στρατής Τσίρκας, Μ. Καραγάτσης, Κώστας Βάρναλης, Θράσος Καστανάκης, Μέλπω Αξιώτη και άλλοι συγκροτούν τον στενό φιλικό κύκλο του Καββαδία, επικοινωνεί όμως τακτικά ή λιγότερο τακτικά με τον Νικόλαο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Νίκο Καζαντζάκη – «δεν θέλω να μου φέρνεις παραγγελιές από την πατρίδα. Θέλω να μου φέρνεις δικά σου, στίχους σου» του έλεγε ο τελευταίος, όταν τον επισκεπτόταν στην Αντίμπ της Γαλλίας όπου διέμενε από το 1948.

Ο κύκλος των λογοτεχνών

Λογοτεχνικά, είναι ενδιαφέρον ότι ο Καζαντζάκης αποτελεί τη μία από τις δύο σταθερές μεταξύ των οποίων θα αυτοτοποθετείται ο Καββαδίας αργότερα. «Είμαι ένα μικρό λιθάρι ανάμεσα στον Καζαντζάκη και τον Ελύτη» λέει σε συνέντευξή του στον Φρέντυ Γερμανό για το περιοδικό «Εικόνες» το 1962. Θα πρέπει να τονιστεί ότι παρά την έκκεντρη θέση του σε σχέση με τον πυρήνα των ιδεολογικών προβληματισμών της, η Γενιά του ’30 τον γνωρίζει και τον εκτιμά, το ίδιο και η παλαιότερη. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1943, στη διάρκεια της Κατοχής, εκλέγεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, αν και έχει δημοσιεύσει μόλις μία συλλογή αντί τριών που ήταν το όριο για να γίνει κανείς δεκτός. «Ηταν λάθος να τυπώσετε τόσα λίγα» του γράφει ο Κώστας Καρθαίος για τα 245 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης του «Μαραμπού» το 1933. «Αν με ρωτούσατε εμένα, θα σας έλεγα να βγάλετε τουλάχιστον 1.000 αντίτυπα». Και αξίζει να σημειωθεί η επισήμανση του Κλείτου Κύρου για την αντίληψη των ποιημάτων του ως τραγουδιών πριν ακόμη η μελοποίηση από τον Θάνο Μικρούτσικο (αλλά και τους Γιάννη Σπανό, Αρλέττα, Δημήτρη Ζερβουδάκη και άλλους) καταστήσει τον Καββαδία κτήμα των πολλών από τη δεκαετία του ’70 και μετά: «Ακουσε δικά του ποιήματα όπως τα τραγουδούσαμε μόνο εμείς προτού να τον γνωρίσουμε ακόμη, σε σκοπούς ρεμπέτικων τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη».

Πολυδιάστατο πορτρέτο

Ο συνδυασμός του λόγου του Καββαδία, όπως αποτυπώνεται στις συνεντεύξεις και τα γραπτά του, και του λόγου των άλλων για αυτόν, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία και τις μαρτυρίες φιλικών ή συγγενικών του προσώπων, δίνει στο κείμενο έναν πολυπρισματικό χαρακτήρα. Κρίσεις και γνώμες διασταυρώνονται, άλλοτε συμφωνώντας, άλλοτε διαφωνώντας. «Το ταξίδι μας δεν θα σας το περιγράψω εγώ. Εχω φήμη μυθομανούς» έγραφε εκείνος στον φίλο ποιητή Θράσο Καστανάκη στις 31.12.1936. «Είναι ένα αξεδιάλυτο μείγμα μύθου και αλήθειας αυτός ο άνθρωπος» σημείωνε ο Γιώργος Σεφέρης στο ημερολόγιό του στις 11 Φεβρουαρίου 1956. Η φιλία τους είναι δεδομένη, για τις παρεξηγήσεις όμως μεταξύ τους οι απόψεις διίστανται, όπως προκύπτει από το παράρτημα του βιβλίου που συγκεντρώνει δημοσιευμένες πηγές και αδημοσίευτες μαρτυρίες για τη σχέση τους. Ο Καββαδίας αφηγούνταν στον Μήτσο Κασόλα ότι ως «λαϊκός άνθρωπος» εκνεύριζε συχνά τον Σεφέρη – για την ακρίβεια, όπως γράφει ο Μιχάλης Γελασάκης, του προξενούσε «αμηχανία με τον αυθορμητισμό του», περιγραφή η οποία ταιριάζει με τις μαρτυρίες του Φίλιππου Φιλίππου και του ίδιου του ποιητή που θέλουν τον Σεφέρη να θυμώνει όταν ο Καββαδίας τον φέρνει στις συνοικίες των πορνείων της Μασσαλίας και της Μελβούρνης για να του γνωρίσει την τσιγγάνα Εσμεράλδα του μετέπειτα ομώνυμου ποιήματος ή να του δείξει τα σημαιοστολισμένα ελληνικά μπορντέλα. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έκανε λόγο για ένα περιστατικό όπου ο Σεφέρης αγνόησε τον Καββαδία, προκαλώντας την πικρία του τελευταίου, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ωστόσο, διατύπωνε τις επιφυλάξεις του γι’ αυτό επισημαίνοντας ότι «ο Σεφέρης ήταν πολύ φιλικός με τον Καββαδία». Αν το παραπάνω παράδειγμα φαίνεται περίπλοκο, αναμειγνύοντας πλήθος προσώπων και περιστάσεων, δεν είναι εν τούτοις δείγμα ενός δαιδαλώδους βιβλίου. Παρά τη σαφή διάκριση των πηγών μεταξύ τους σε χωριστές ενότητες, το κείμενο ρέει και ο αναγνώστης επιλέγει ο ίδιος το αν θα τις διαβάσει με συνέχεια ή με τη δική του σειρά. Για τον γνώστη όχι μόνο της ποίησης ή των μελοποιημένων έργων του Καββαδία, αλλά και των περιστάσεων του βίου του, ο τόμος αυτός προσφέρει συμπληρωματικά στοιχεία για μια βαθύτερη κατανόηση της προσωπικότητάς του. Για όσους γνωρίζουν τα απολύτως απαραίτητα, το βιβλίο λειτουργεί ως επαρκής εισαγωγή και έναυσμα για να αναζητήσουν περισσότερα σχετικά με το ποιος ήταν, ποιους συναναστράφηκε, πώς έζησε, τι έγραψε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας.