Υπόθεση Μόρο
Πριν από 41 χρόνια η Ιταλία συγκλονιζόταν από τον απόηχο της εκτέλεσης του μείζονος πολιτικού και αρχιτέκτονα του «ιστορικού συμβιβασμού» μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τον Ιανουάριο του 1976 η Ιταλία βρίσκεται στη δίνη μιας πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Ενα κύμα τρομοκρατίας σαρώνει τη χώρα αφήνοντας 27 επιφανείς Χριστιανοδημοκράτες νεκρούς σε διάστημα δύο εβδομάδων: ο Μαριάνο Ρουμόρ πεθαίνει από υποτιθέμενη καρδιακή προσβολή, ο Τζούλιο Αντρεότι μαχαιρώνεται ενώ σκύβει για να φιλήσει το χέρι ενός ψευτοκαρδιναλίου, ο Τσιρίακο ντε Μίτα και ο Φιορεντίνο Σιούλο αλληλοσκοτώνονται σε μονομαχία. Ο πρόεδρος Τζιοβάνι Λεόνε αδυνατεί να βρει οποιονδήποτε που να δέχεται να σχηματίσει κυβέρνηση, ώσπου παρεμβαίνει ο τελευταίος επιζών: «Η λύση δόθηκε από τον Αλντο Μόρο, που βγήκε ζωντανός, όχι όμως και ανέπαφος, από τη μεγάλη νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου. Μια μαχαιριά τον σημάδεψε στο αριστερό μάγουλο, δίνοντας στο πρόσωπό του μια πιο αρρενωπή, αν και αλλήθωρη, όψη. Η σφαίρα κάποιου συνωμότη σφηνώθηκε στο πλευρό του, υποχρεώνοντάς τον να περπατά με βήμα ξεγοφιασμένο, αλλά και κάπως αρειμάνιο». Η λύση του πραγματιστή Μόρο, ο διορισμός εξωκοινοβουλευτικού πρωθυπουργού με κληρωτούς υπουργούς, κατασιγάζει προσωρινά τον αλληλοσπαραγμό για την εξουσία.
Εκ των υστέρων, το παραπάνω σπαρταριστό στόρι αφήνει πικρή γεύση. Στο ιταλικό «μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας» με τίτλο «Ο Μπερλινγκουέρ και ο καθηγητής» που δημοσίευσε «Το Βήμα» μεταξύ 11 και 24 Ιανουαρίου 1976, η ανελέητη σάτιρα του ανώνυμου συγγραφέα προοικονομούσε με τρόπο κωμικό τα τραγικά γεγονότα που θα συντάρασσαν τη χώρα δύο χρόνια αργότερα. Για την ακρίβεια, η ζωή θα εξελισσόταν αντίστροφα από την τέχνη: ο Αντρεότι, ο Ρουμόρ και τα άλλα μεγάλα στελέχη της Χριστιανικής Δημοκρατίας θα επιζούσαν, ο Αλντο Μόρο θα απαγόταν και έπειτα από 55 ημέρες ομηρείας θα δολοφονούνταν από την τρομοκρατική οργάνωση Ερυθρές Ταξιαρχίες. Εξαρχής σκοτεινή ως προς πολλές από τις λεπτομέρειές της, η υπόθεση δεν διαλευκάνθηκε ποτέ πλήρως. Σήμερα, 41 χρόνια μετά την εκτέλεση του Αλντο Μόρο, εξακολουθεί να ισχύει η διαπίστωση του Φιλίπ Πονς στην εφημερίδα «Le Monde» μετά το τέλος της δίκης των δολοφόνων του το 1983: «Το αίνιγμα παραμένει».
16 Μαρτίου 1978, 9.10 π.μ.
Γεννημένος το 1916 στην Απουλία της Νότιας Ιταλίας, βουλευτής σε ηλικία 30 ετών, υπουργός στα 39 του, έπειτα γραμματέας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, πέντε φορές πρωθυπουργός, από το 1963 έως το 1968 και από το 1974 έως το 1976, και μελλοντικός πρόεδρος της χώρας, όπως λεγόταν, ο Αλντο Μόρο είναι τη στιγμή της απαγωγής του ένας από τους ισχυρότερους ιταλούς πολιτικούς. Νωχελικός, επιρρεπής σε «φραστικά αραβουργήματα», κατά τον όρο των δημοσιογράφων Μαρσέλ Παντοβανί και Μαρκ Σεμό, αλλά και «λαμπρός πολιτικός, προσεκτικός, έξυπνος, υπολογιστής, φαινομενικά ευλύγιστος, στην πραγματικότητα όμως άκαμπτος, υπομονετικός, αλλά με υπομονή στα όρια της ξεροκεφαλιάς», κατά τον συγγραφέα και πολιτικό επικριτή του Λεονάρντο Σάσα, έχει μόλις κατορθώσει το φαινομενικά ακατόρθωτο: σε μια Ιταλία σπαρασσόμενη από την κομματική αστάθεια, όπου η ακροαριστερή και η ακροδεξιά τρομοκρατία ανθούσαν και η οικονομία μαράζωνε, η διαπραγματευτική του δεξιότητα έχει κάνει το ισχυρότατο Κομμουνιστικό Κόμμα του 34% να δώσει τα χέρια με τη Χριστιανική Δημοκρατία. Ο «ιστορικός συμβιβασμός» προβλέπει μια κυβέρνηση «εθνικής ομοψυχίας» με πρωθυπουργό τον Τζούλιο Αντρεότι, που θα στηρίζεται από τους ευρωκομμουνιστές του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ φέρνοντας πολιτική σταθερότητα στη χώρα και σπάζοντας τον τριακονταετή αποκλεισμό του ΚΚΙ από την εθνική διακυβέρνηση. Στις 16 Μαρτίου 1978, στις 9 το πρωί, ο Μόρο ξεκινά για τη Βουλή προκειμένου να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης: «Στις εννέα και δέκα λεπτά», έγραφαν η Παντοβανί και ο Σεμό σε κείμενο που αναδημοσίευε «Το Βήμα» τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, «στη γωνία των οδών Φάνι και Στρέζα, στον λόφο του Μόντε Μάριο που εξουσιάζει τη Ρώμη, μία Φίατ 128 με διπλωματική πινακίδα κόβει τον δρόμο. Ο οδηγός του Μόρο φρενάρει. Το αθέλητο σύνθημα για την έφοδο. Σε λιγότερο από ένα λεπτό πέφτουν ογδόντα πυροβολισμοί. […] Ο Μόρο έχει μόλις μία αμυχή. Τον μεταφέρουν σε μια Φίατ 132. Κανείς δεν θα τον ξαναδεί ζωντανό».
Την απαγωγή ακολουθεί ένα απίστευτο γαϊτανάκι πολιτικής και αστυνομικής σκιαμαχίας. Την ευθύνη της αναλαμβάνουν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, τρομοκρατική οργάνωση που θεωρούνταν εξαρθρωμένη, εφόσον η ιστορική ηγεσία της υπό τον Ρενάτο Κούρτσιο δικαζόταν εκείνες τις ημέρες. Οι διωκτικές αρχές αναζητούν μανιωδώς το κρησφύγετο των απαγωγέων χωρίς αποτέλεσμα. Εκείνοι κοινοποιούν ανακοινωθέντα σε εφημερίδες και άλλα μέσα ενημέρωσης με τα οποία δηλώνουν ότι ο Μόρο βρίσκεται σε «λαϊκή φυλακή» και «δικάζεται» – από τους ίδιους, φυσικά. Η κυβέρνηση απορρίπτει οποιαδήποτε ιδέα διαπραγματεύσεων. Ο Μόρο γράφει γράμματα προς την πολιτική ηγεσία, τους δικούς του και τον Πάπα, στα οποία προτρέπει την πολιτική τάξη να συνομιλήσει με τους τρομοκράτες για την απελευθέρωσή του. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες διαπράττουν και άλλες δολοφονικές επιθέσεις. Η αστυνομία ανακαλύπτει μια γιάφκα τους. Διαδίδεται ότι ο Μόρο εκτελέστηκε. Η είδηση διαψεύδεται. Ο καιρός περνάει. Τελικά, στις 9 Μαΐου 1978, ένας άγνωστος ειδοποιεί τηλεφωνικά την αστυνομία ότι σε αυτοκίνητο σταθμευμένο στην οδό Μικελάντζελο Καετάνι, κοντά στα γραφεία του Χριστιανοδημοκρατικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος, έχει τοποθετηθεί βόμβα. Σε ένα κόκκινο Renault 4 οι δυνάμεις που καταφθάνουν ανακαλύπτουν το πτώμα του Αλντο Μόρο, τρυπημένο από 11 σφαίρες.
Για τον φόνο του Μόρο και των πέντε σωματοφυλάκων του θα δικαστούν τελικά 63 μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που θα συλληφθούν μεταξύ 1978 και 1982. Σε έξι φορές ισόβια κάθειρξη θα καταδικαστεί ο αρχηγός της οργάνωσης, Μάριο Μορέτι, ο οποίος πάτησε τη σκανδάλη. Ισόβια θα επιβληθούν και στους Βαλέριο Μορούτσι, Μπάρμπαρα Μπαλτσεράνι, Πρόσπερο Γκαλινάρι. Αλλοι θα αποστασιοποιηθούν μετά τη σύλληψή τους, άλλοι θα συνεργαστούν, άλλοι θα μιλήσουν εξασφαλίζοντας χαμηλότερες ποινές. Ενα μέλος που πήρε μέρος στην απαγωγή, η Ρίτα Αλγκρανάτι, θα διαφεύγει ως το 2004. Κάποιοι καταζητούνται ακόμη. Ολα αυτά δεν είναι παρά «μια επιτύμβια πλάκα», όπως έλεγε στη δημοσιογράφο Λιέτα Τορναμπουόνι τις παραμονές της δίκης ο Λεονάρντο Σάσα.
Με τη συνδρομή των πνευμάτων
Τα παράδοξα της ομηρείας του Αλντο Μόρο δεν είναι λίγα – αρχής γενομένης από την περίφημη σεάνς της 2ας Απριλίου 1978, στην οποία έλαβαν μέρος ένας μετέπειτα πρωθυπουργός και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ένας μελλοντικός υπουργός Βιομηχανίας και ένας αναπληρωτής υπουργός των κυβερνήσεων Μπερλουσκόνι: οι Ρομάνο Πρόντι, Αλμπέρτο Κλο, Μάριο Μπαλντασάρι αντίστοιχα. Υποτίθεται ότι η επικοινωνία με τα πνεύματα νεκρών ιδρυτικών ηγετών της Χριστιανικής Δημοκρατίας είχε αποδώσει τρία τοπωνύμια που γνωστοποιήθηκαν στις Αρχές. Μέτρο της απόγνωσης ή της ευσυνειδησίας της ιταλικής αστυνομίας είναι το γεγονός ότι διεξήγαγε έρευνες βασισμένες στην παραπάνω πληροφορία, σε λανθασμένη κατεύθυνση αρχικά, ανακαλύπτοντας όμως τελικά μια γιάφκα των Ερυθρών Ταξιαρχιών σε μια οδό της Ρώμης που έφερε ένα εκ των τριών ονομάτων. Προς τιμήν του το ιταλικό Κοινοβούλιο, ακολουθώντας ένα λογικό συμπέρασμα, κατέγραψε στα πρακτικά των συνεδριάσεων της επιτροπής διερεύνησης για την τρομοκρατία το 1981 ότι υπό τον όρο «σεάνς» καλυπτόταν προφανώς μια πιο ορθόδοξη πηγή πληροφόρησης. Ωστόσο, σε μια νέα κοινοβουλευτική διερεύνηση επί πρωθυπουργίας Πρόντι, οι Μπαλντασάρι και Κλο επιβεβαίωσαν το «τραπεζάκι»…
Ακολουθεί η περίπτωση του «έβδομου ανακοινωθέντος» των Ερυθρών Ταξιαρχιών στις 18 Απριλίου: «Την ημέρα αυτή αναγγέλλουμε ότι εκτελέστηκε δι’ «αυτοκτονίας» ο πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών Αλντο Μόρο» ήταν η είδηση όπως τη μετέδωσε «Το Βήμα» την επομένη. Στην πραγματικότητα ούτε ο ιταλός πολιτικός είχε εκτελεστεί ούτε το ανακοινωθέν ήταν αυθεντικό. Γράφοντας εν θερμώ το βιβλίο «Η υπόθεση Μόρο» το καλοκαίρι του 1978 ο Λεονάρντο Σάσα θεωρούσε, όπως πολλοί άλλοι, ότι επρόκειτο για μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού εκ μέρους των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ωστόσο ο τότε παντοδύναμος υπουργός Εσωτερικών και μετέπειτα πρόεδρος της Ιταλίας, Φραντσέσκο Κοσίγκα, θα παραδεχόταν 30 χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του το 2008 στη γαλλική τηλεόραση, πως είχε κατασκευαστεί από τις υπηρεσίες ασφαλείας προκειμένου να δοθεί στους τρομοκράτες το μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν θα υποχωρούσε και ότι ο Μόρο λογιζόταν ήδη νεκρός.
Θεωρίες συνωμοσίας και φαντάσματα
Λιγότερο πιθανή φαντάζει η φαντασμαγορία που αφηγήθηκε ο Ιλιτς Ραμίρεζ Σάντσες, διάσημος ως τρομοκράτης με το όνομα «Κάρλος το Τσακάλι», επίσης το 2008. Στη συνέντευξη, που αναδημοσιεύθηκε από τη «Repubblica» και άλλες ιταλικές εφημερίδες, οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες διαπραγματεύονταν την ακροτελεύτια νύχτα της ζωής του Μόρο, αυτήν της 8ης προς την 9η Μαΐου, στο αεροδρόμιο της Βηρυτού τις λεπτομέρειες μιας συμφωνίας για την απελευθέρωση του Μόρο με βασικό όρο την παράδοση στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης κρατούμενων Ερυθροταξιαρχιτών, όταν υψηλά ιστάμενοι που αντετίθεντο στην εξέλιξη αυτή άφησαν να διαρρεύσουν οι εξελίξεις σε άλλες δυτικές μυστικές υπηρεσίες ματαιώνοντας τελικά το εγχείρημα. Είναι ένα σενάριο που δεν θα υπερασπιζόταν ούτε ο Καρμίνε Πεκορέλι, ανεξάρτητος δημοσιογράφος της εποχής με εξαιρετικές διασυνδέσεις στον χώρο των μυστικών υπηρεσιών και υπερήφανος για τα ρεπορτάζ που δεν είχε δημοσιεύσει επειδή είχε πληρωθεί για να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Στην περίπτωση της απαγωγής του Μόρο το είχε ανοίξει διάπλατα υπαινισσόμενος ότι το κρησφύγετο των Ερυθρών Ταξιαρχιών όπου βρισκόταν ο πρώην πρωθυπουργός τελούσε εν γνώσει της αστυνομίας, η οποία, με τη σειρά της, είχε πληροφορήσει γι’ αυτό τον πρωθυπουργό Τζούλιο Αντρεότι, αλλά δεν είχε λάβει εξουσιοδότηση να προχωρήσει στην απελευθέρωσή του έπειτα από παρέμβαση σειράς πολιτικών στελεχών και ιθυνόντων των υπηρεσιών ασφαλείας που ανήκαν στη μασονική στοά P2. Ο Πεκορέλι βολικά βγήκε από τη μέση το 1979 – αλλά το 1992 ένας μεταμελημένος μαφιόζος αρχηγός, ο Τομάζο Μπουσκέτα, αποκάλυψε ότι η δολοφονία του ήταν χάρη προς τον Αντρεότι. Ο τελευταίος βρέθηκε στο εδώλιο τρεις φορές με την κατηγορία του ηθικού αυτουργού για τον φόνο του δημοσιογράφου: αθωώθηκε το 1999, καταδικάστηκε σε 24 χρόνια κάθειρξη το 2002, αθωώθηκε οριστικά το 2003. Οι σκιές παρέμειναν.
Οχι όμως μόνο για τον λεγόμενο «Divο Giulio». Αν για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες κοινή ήταν η αίσθηση ότι η κίνηση της απαγωγής αποτελούσε συμβολική πράξη στο πλαίσιο της «στρατηγικής της έντασης» με την οποία ήλπιζαν να αποσυντονίσουν το πολιτικό κατεστημένο και να διευρύνουν την επιρροή τους ή – γιατί όχι; –
να οδηγήσουν ιδανικά σε μια επαναστατική κατάσταση διά της πρόκλησης χάους, για την ιταλική κυβέρνηση η αταλάντευτη στάση προξένησε εξαρχής ερωτήματα. Υπήρξαν οι διωκτικές αρχές ανίκανες ή ηθελημένα άβουλες; Υπήρξε η διαβόητη για τη διαφθορά της ιταλική Χριστιανοδημοκρατία για μία φορά ηθικά άμεμπτη ή προκλητικά αδιάφορη; Εξυπηρετούσε τις συντηρητικές πολιτικές ελίτ η επιβίωση του Μόρο ή η αναγωγή του σε μάρτυρα της Δημοκρατίας; Παρά την εύλογη εύθραυστη διανοητική κατάσταση ενός απομονωμένου επί 55 ημέρες ανθρώπου και την αυξανόμενη αγανάκτησή του με το πολιτικό σύστημα, έκδηλη στη δημοσιοποίηση σε επιστολή της απειλής να αποχωρήσει από τη Χριστιανική Δημοκρατία, εφόσον απελευθερωνόταν, ο ίδιος δεν αντέφασκε, αντίθετα με όσα υποστήριζαν οι πρώην σύμμαχοί του. Ο Λεονάρντο Σάσα επισημαίνει στο βιβλίο του «Υπόθεση Μόρο» ότι οι εκκλήσεις του για συνδιαλλαγή με τους απαγωγείς δεν ήταν καινοφανείς: στο παρελθόν ο ίδιος είχε ταχθεί υπέρ των διαπραγματεύσεων του κράτους με την τρομοκρατία σε περιπτώσεις πολιτικών απαγωγών. Στην πραγματικότητα, η απροθυμία των Τζούλιο Αντρεότι και Φραντσέσκο Κοσίγκα να συμβιβαστούν με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες αποδόθηκε από διάφορες πλευρές στην ευκαιρία που δινόταν να ακυρωθεί στην πράξη ο «ιστορικός συμβιβασμός» – μετά τον θάνατο του αρχιτέκτονά του Μόρο οι μετριοπαθείς Χριστιανοδημοκράτες κέρδισαν την πλειοψηφία στο κόμμα και ύστερα από τις εκλογές της 3ης Ιουνίου 1979 που διεξήχθησαν στον απόηχο της όλης υπόθεσης επέστρεψαν στον αποκλεισμό του ΚΚΙ, το οποίο θα έχανε ψήφους για πρώτη φορά από το 1948.
Ενα κρησφύγετο που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ έως σήμερα. Διάχυτες φήμες για τη διάβρωση των διωκτικών αρχών από εγχώριες και ξένες μυστικές υπηρεσίες. Συνωμοσιολογικά σενάρια που ήθελαν Ηνωμένες Πολιτείες και Σοβιετική Ενωση να μην ευλογούν τον πολιτικό γάμο του «ιστορικού συμβιβασμού». Η πανταχού παρούσα σκιώδης παρουσία της Μαφίας. Οι επίμονες απορίες ξεπεράστηκαν τελικά από την επιτάχυνση της Ιστορίας: η λύση του Ψυχρού Πολέμου αφαίρεσε κάθε ιδιαιτερότητα από τον «ιστορικό συμβιβασμό», το σκάνδαλο «Καθαρά Χέρια» παρέσυρε το 1994 όλο το παλαιό πολιτικό σύστημα, ο χρόνος εξαφάνισε σταδιακά όλη εκείνη την πολιτική γενιά. «Ο Μόρο παραμένει ένα τρομερό φάντασμα, ένα φάντασμα που καταδιώκει πολλούς» έλεγε το 1982 ο Λεονάρντο Σάσα. Το φάντασμα του Αλντο Μόρο πλέον καταδιώκει μόνο άλλα φαντάσματα.

