1825. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ένας από τους μεγάλους καπετάνιους της στεριάς, ένας από τους επιφανέστερους οπλαρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης, βρίσκεται φυλακισμένος στην Ακρόπολη, αλυσοδεμένος σε ένα υγρό κελί, σαν κοινός εγκληματίας. Δεν βαστά πια την «Ασήμω» του, «την ανδροφόνισσα, την αήττητή μου σπάθα». Δεν είναι πλέον ο λαοπρόβλητος και γενναίος «Τουρκομάχος» της Γραβιάς αλλά ο εθνοκατάρατος «Τουρκοδυσσέας» που κατέφυγε σε «καπάκι», σε συμφωνία δηλαδή, με τους Οθωμανούς, τους εχθρούς. Κατατρεγμένος και επικηρυγμένος από τον Κωλέττη και τους λοιπούς «καλαμαράδες», απογοητευμένος και πικραμένος από τον δικό του «Γιούδα», το πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα, ο Ανδρούτσος αναθυμάται την πολυκύμαντη ζωή του (από την αυλή του Αλή Πασά ίσαμε τους θρύλους για τον περίφημο «θησαυρό» του) λίγο πριν εξοντωθεί, λίγο πριν «χαλαστεί» από «κακοψυχιά αδελφική». Αυτό είναι το πλαίσιο του δραματικού μονολόγου «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» – Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του νέου πεζογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη, το οποίο συνοδεύεται από δύο σκίτσα του Νίκου Εγγονόπουλου και αφιερώνεται στον Μάρκο Μέσκο.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω