Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ξεκίνησε να γίνει ηθοποιός αλλά στον δρόμο επέλεξε τη σκηνοθεσία. Με ισχυρές θεατρικές καταβολές, δεν άργησε να δώσει το δικό της στίγμα. Τώρα που σκηνοθετεί την «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Σαίξπηρ, με ήρωες δύο ζευγάρια διδύμων, καταπιάνεται με το θέμα της ταυτότητας, αναρωτιέται «ποια είμαι» και αυτοπροσδιορίζεται: «Στη σκηνοθεσία ξεκίνησα 26 χρόνων, πριν από μία δωδεκαετία. Ημουν μικρή, ήμουν Ευαγγελάτου, ήμουν και γυναίκα. Υπήρχε πάντοτε μια κάννη στραμμένη απέναντί μου κι αυτή η κάννη δεν βγήκε και πολύ. Αλλά τώρα υπάρχει μια έξτρα κάννη, για όσα έχω δημιουργήσει με τους συνεργάτες μου, μια προσδοκία. Οχι του ονόματος, της ηλικίας και του φύλου αλλά του αν θα μου βγει κι αυτή τη φορά αυτό που κάνω».
 Γιατί επιλέξατε την «Κωμωδία των παρεξηγήσεων»;
«Ηθελα πολύ να κάνω μια κωμωδία. Το ψάχνω εδώ και δύο χρόνια. Είχα μια εσωτερική ανάγκη να βρω την περιοχή που έχω αφήσει ανεξερεύνητη από το 2011, όταν έκανα το «Κοκ», ένα καθαρόαιμο κωμικό έργο. Δυσκολεύτηκα πολύ να βρω. Ηθελα να είναι κλασική. Η συγκεκριμένη του Σαίξπηρ έχει και στοιχεία φάρσας, όπως έχει κι ένα παράξενο σύμπαν μαγικό, που την κάνει σκοτεινή σε κάποιες στιγμές. Μετά ακολουθεί ο «Βόιτσεκ», οπότε επιστρέφω στα γνώριμα».
 Εχω την εντύπωση ότι σας ελκύει το σκοτεινό, το μαύρο;
«Οχι, το αντίθετο, θα έλεγα. Νομίζω ότι ένα από τα πράγματα που με χαρακτηρίζουν είναι το χιούμορ και ο αυθορμητισμός».
Μέσα από τους δίδυμους ήρωες, ποιος πιστεύετε ότι είναι ο στόχος του Σαίξπηρ;
«Δεν ήθελε να μιλήσει για το παιχνίδι της ομοιότητας αλλά της ταυτότητας, την ουσία της ταυτότητας. Aυτά τα μπλεξίματα δημιουργούν τέτοια σύγχυση στους χαρακτήρες που φτάνουν στο σημείο να αναρωτηθούν «ποιος είμαι». Αυτό που μας ενδιαφέρει αφορά το ερώτημα «είμαι αυτός που νομίζω ότι είμαι ή αυτός που οι άλλοι θεωρούν ότι είμαι;»».
Να υποθέσω ότι το θέμα της ταυτότητας σας αφορά και ως καλλιτέχνιδα…
«Ναι, αλλά δεν είναι κάτι που το σκέφτομαι απ’ έξω. Είναι κάτι που διαμορφώνεται από την πορεία, από τη συνεργασία, από τα έργα, από τις παραστάσεις και τη διάρκεια».
Η δική σας ταυτότητα είναι η οικογένειά σας;
«Δεν νομίζω ότι είμαι πια η κόρη του… Ποτέ δεν το αισθανόμουν ιδιαίτερα, αλλά τώρα δεν το αισθάνομαι καθόλου. Από την άλλη, φυσικά και είναι μέρος της ταυτότητάς μου. Δεν θα ήμουν αυτή που είμαι αν δεν είχα γεννηθεί σε αυτό το σπίτι. Με καθόρισε πάρα πολύ. Αλλά όχι μόνον. Με καθόρισαν οι επιλογές μου, δύσκολες, ιδιαίτερες και εντελώς προσωπικές. Από το πού σπούδασα ως τα επαγγελματικά και την αισθητική μου. Επέλεξα να σπουδάσω και υποκριτική και σκηνοθεσία, ενώ είχα έτοιμο θέατρο. Επέλεξα να σπουδάσω στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στη Ρωσία, θήτευσα πλάι στον Λευτέρη Βογιατζή».
Ωστόσο δεν την κουβαλάτε σαν βάρος;
«Θα ήμουν βλαξ αν πίστευα ότι αυτό δεν είναι ατού. Αποδέχθηκα την ταυτότητά μου γιατί ήταν μια πολύ σπουδαία ταυτότητα και γιατί είχα και την ψυχραιμία να το αναγνωρίσω. Δεν σκεφτόμουν τη σύγκριση – ούτε τότε ούτε τώρα. Οι γονείς μου ήταν δύο μοναδικές προσωπικότητες, ανεπανάληπτες, όπως είμαστε όλοι».
Οι γονείς σας, ο Σπύρος Ευαγγελάτος και η Λήδα Τασοπούλου, προσπάθησαν να σας αποτρέψουν;
«Θυμάμαι ότι η μαμά μου σε κάποια φάση είχε αγωνία. Επειδή εκείνη πέρασε πολύ δύσκολα, ειδικά στις αρχές, ούσα γυναίκα του Ευαγγελάτου, προσπάθησε να με προστατέψει, σκεπτόμενη τι πόλεμο θα φάω, επειδή κι εκείνη έφαγε τρομερό πόλεμο και πολύ βρώμικο. Μέχρι και κριτικές γράφτηκαν από ανθρώπους που δεν ήταν καν στην παράσταση. Ανησυχούσε. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να με δει σκηνοθέτρια. Ξεκίνησα τον Δεκέμβριο του 2006 κι εκείνη είχε ήδη φύγει από τον Σεπτέμβριο του 2005».
 Κινείστε βάσει σχεδίου;
«Ναι, η πορεία μου στο θέατρο φτιάχτηκε εντελώς συνειδητά. Εχω κάνει τέσσερα-πέντε σύγχρονα έργα αλλά κυρίως με ενδιαφέρει το κλασικό ρεπερτόριο. Ολα σε μένα ήταν συνειδητά, πολύ ψύχραιμα και θέλω να είναι μετρημένα. Να μην κάνω πάνω από δύο σκηνοθεσίες τον χρόνο, κάτι που μου είναι δύσκολο, γιατί μου γίνονται εξαιρετικές προτάσεις. Δεν είμαι της λογικής να κάνω το ένα πίσω από το άλλο, γιατί δεν μπορώ να πάω σε βάθος».
Σαν να ακολουθείτε παλαιότερες τακτικές…
«Εχω τα χαρακτηριστικά ενός παλαιότερου τύπου θεάτρου και θα ήθελα να επιστρέψουμε σε αυτόν. Να υπάρχει ένα θέατρο-κτίριο που να παρουσιάζει μία με δύο παραγωγές τον χρόνο από έναν ή δύο σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί να εργάζονται ως ensemble (σύνολο) και το κοινό να ξέρει ότι πάει να δει περίπου αυτούς τους ηθοποιούς, στους οποίους προστίθενται κι άλλοι, αλλά να υπάρχει ένας βασικός πυρήνας. Αυτό το θέατρο οραματίζομαι. Με μια οικονομία δυνάμεων και παραγωγής. Δεν μου αρέσει το θέατρο σουπερμάρκετ, αισθάνομαι πολύ άσχημα που είμαι παιδί αυτής της εποχής, νιώθω έξω από τα νερά μου».
Ψάχνετε τον δικό σας χώρο;
«Η εποχή είναι απαγορευτική, αλλά εδώ και δύο χρόνια είμαι σε μια φάση που έχω αρχίσει να αποζητώ το δικό μου θέατρο. Απλώς δεν είναι εύκολο να συμβεί – μετά μπαίνει και η αγωνία της συντήρησης. Ξέρω τι σημαίνει, το έχω ζήσει με το Αμφι-Θέατρο, όταν η κρατική επιχορήγηση άρχισε να φθίνει κι εμείς κάναμε ρεπερτόριο για 200 καθίσματα».
Θα θέλατε να ανοίξει και πάλι το Αμφι-Θέατρο;
«Ναι. Θα ήταν ένας ιδανικός χώρος για μένα. Και δεν το λέω για τη μνήμη των γονιών μου. Το λέω γιατί πιστεύω ότι θα έπρεπε να παραμείνει στον θεατρικό χάρτη με μια εκσυγχρονισμένη μορφή και να συνομιλήσει με την εποχή του. Δεν είναι πολλά τα θέατρα που χάραξαν μια πορεία και θα μπορούσαν να είχαν συνέχεια. Θα ήταν πολύ ωραίο να συνεχίσει να υπάρχει μετεξελιγμένο – Αμφι-Θέατρο ή Νέο Αμφι-Θέατρο. Αλλά δεν γίνεται. Εχω μιλήσει με τους ανθρώπους που το έχουν. Θα δοθεί για άλλη χρήση».
Σας κόστισε αυτή η απώλεια;
«Το θέατρο είναι ίσως το λιγότερο από αυτά που μου έχουν συμβεί. Ηταν ένα πλήγμα, αλλά κυρίως για τον πατέρα μου. Ευτυχώς ήταν ενεργός και πολύ δυνατός τότε, γι’ αυτό και το είχε αντιμετωπίσει με τον αντίστοιχο τρόπο. Αν δεν είχε κλείσει, θα είχαμε πάει φυλακή».
Είστε κι εσείς δυνατός άνθρωπος…
«Και οι δύο γονείς μου ήταν πολύ δυνατοί, και νομίζω ότι εγώ είμαι ενισχυμένη βερσιόν. Ετσι διαμορφώθηκα, αν και πάντα είχα τον σπόρο, μαζί με το κομμάτι του χιούμορ, της αντίστασης μέσα από τον αυτοσαρκασμό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει στιγμή που δεν θα αυτοσαρκαστώ, ακόμα και σε πολύ ακραίες καταστάσεις, κι αυτό, για την ώρα τουλάχιστον, με έχει διατηρήσει σώφρονα».
Το θέατρο είναι η ζωή σας;
«Ετσι αποδεικνύεται από τα πράγματα, αλλά όχι μόνον. Εχω τους φίλους μου, τον σύντροφό μου, δεν κοιμάμαι με το σλίπινγκ-μπαγκ μέσα στο θέατρο. Δεν είμαι κλινική περίπτωση… Ούτε θέλω να καταλήξω αποκομμένη από τα εγκόσμια. Δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου. Μου αρέσουν η συντροφικότητα, ο έρωτας, οι παρέες, τα ταξίδια… Ναι, είναι το 80% της ζωής μου στο θέατρο και έτσι θα είναι, ελπίζω. Αλλά υγιώς».