Υπερρεαλιστικό πανηγύρι
Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου παραπέμπει στον «Δον Κιχώτη», αλλά και στα μυθιστορήματα του Νάνου Βαλαωρίτη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Την πεζογραφία του Δημήτρη Καρακίτσου διατρέχουν πολλαπλά ρεύματα: από τη συνομιλία με διακεκριμένους τόπους της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής γραμματείας μέχρι την είσοδο και την άνοδο επί της αφηγηματικής σκηνής ενός ποικιλώνυμου πλήθους εξερευνητών, ζωολόγων και φυσικών, που συναντιούνται με ένα εξίσου εκτεταμένο σπιράλ συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Δάντης, ο Λουκιανός, ο Καβαλκάντι, ο Σολωμός και ο Καρυωτάκης. Στα πεζά του Καρακίτσου θα βρούμε ακόμα επανειλημμένες αναφορές σε μουσικούς (τον Βίλλα-Λόμπος, τον Πουλένκ, τον Τάνσμαν και τον Μιγιώ) ή γκάμες με ονόματα και θέματα αντλημένα από τις πιο διαφορετικές ιστορικές εποχές (Αγριππίνα και ναζιστικός αποκρυφισμός). Συμφύροντας ξανά και ξανά τα αποκλίνοντα στοιχεία του ετερογενούς υλικού του, ο Καρακίτσος κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό, το φανταστικό, το υπερρεαλιστικό και το παράλογο, σε ένα τοπίο όπου η ακατάπαυστη εξάρθρωση και η επίμονη παρωδία δεν καταλήγουν ακριβώς σε κωμωδία. Η ένταση των πεζών του απορρέει πρωτίστως από τη μεγάλη κινητικότητα και την παρανοϊκή πολυσυλλεκτικότητα της δράσης τους, με ήρωες-μαριονέτες, που έχουν εναποθέσει καθ’ ολοκληρίαν τις τύχες τους στη βούληση του συγγραφέα-γεννήτορά τους.
Δεν είναι καθόλου περίεργο έπειτα από όλα αυτά να βλέπουμε τον συγγραφέα να προχωρεί, συνεχίζοντας την πορεία του, με ένα «σουρεαλιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα», όπως προκαταβολικά σπεύδει να το χαρακτηρίσει ο ίδιος. Και, ναι, στο μυθιστόρημα αυτό υπάρχει φόνος (και μάλιστα διπλός), υπάρχουν θύτες και θύματα, όπως και δαιμόνιοι αστυνομικοί (πράγματι δαιμόνιοι;) οι οποίοι ψάχνουν τους δράστες (όλα αυτά στην Ισπανία της δεκαετίας του 1940), αλλά μέχρι εδώ. Διότι, κατά τα άλλα, η πλοκή είναι για άλλη μια φορά παρανοειδής, μπαίνοντας πια για τα καλά στην κωμωδία (και δη τη μαύρη κωμωδία), παρακάμπτοντας την επαγωγική λογική των αστυνομικών μυθιστορημάτων και όντας πρόθυμη να αναδιατάξει το σύμπαν. Πώς; Μα, πιάνοντας στο παρδαλό της δίχτυ ζώα και πουλιά, χαρτοπαίκτες και ξυλοπόδαρους, μηχανικά μέντιουμ και επισπεύδουσες άμαξες ή δόλιους ιερείς και αμετανόητους υπνοβάτες.
Εκείνο που κυριαρχεί στο καινούργιο βιβλίο του Καρακίτσου δεν είναι τα ζητούμενα (όποια κι αν είναι αυτά) μιας αστυνομικής ιστορίας (σε όποιον κλάδο της αστυνομικής λογοτεχνίας κι αν υπάγεται), αλλά το όντως υπερρεαλιστικό πανηγύρι της υπερπραγματικότητας, του ονείρου και της λογοτεχνικής (και όχι μόνο) αλχημείας: η εξ υπαρχής ανάγνωση του κόσμου κόντρα σε οποιαδήποτε τάξη και μαζί της η επικράτηση μιας γενικευμένης αταξίας με διαρκείς (σε σωρευτικούς ρυθμούς) ριπές εικόνων, οι οποίες θα βάλουν στο επίκεντρο τον Θερβάντες και τον Δον Κιχώτη της Μάντσα, που χλευάζει με την ακαταπόνητη ονειροπόλησή του τα ιπποτικά μυθιστορήματα του 17ου αιώνα. Ο Καρακίτσος δεν επιζητεί να χλευάσει τη φιλολογική παράδοση της αστυνομικής λογοτεχνίας, του καιρού του ή άλλης εποχής: προτιμά να την καταγράψει και να τη διασπείρει ποικιλοτρόπως στο εσωτερικό της αφήγησης προκειμένου στο τέλος να την υπερβεί – όπως υπερβαίνει και ο Εμπειρίκος την ιστορία των σεξουαλικών ενστίκτων στον επίσης σωρευτικό και εχθρό κάθε τάξης και αρμονίας Μεγάλο Ανατολικό.
Υπό αυτή την έννοια, ο Καρακίτσος είναι κατά πάσα πιθανότητα πιο κοντά στα υπερρεαλιστικά μυθιστορήματα του Νάνου Βαλαωρίτη με πρωταγωνιστές στρεβλούς και παραμορφωμένους (σφηνωμένους ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα), έτοιμους ανά πάσα στιγμή να αυτοπυροβοληθούν και να αυτοκαταργηθούν αφού ουδόλως τους νοιάζει αν θα επιζήσουν ως χαρακτήρες, ή με ανθρώπινες φιγούρες που δεν διστάζουν να επιδείξουν ευθύς εξαρχής το επινοημένο και πέρα για πέρα φτιαχτό στυλ τους εφόσον ουδόλως θέλουν να κρύψουν την καθ’ ολοκληρίαν εξάρτησή τους από τη δύναμη του εμπνευστή τους (μαριονέτες αφημένες στα χέρια ενός πανίσχυρου αφηγητή). Ενα λογοτεχνικό παιχνίδι το οποίο δεν μπορεί με τη σειρά του να κρύψει την απόλαυση που προσφέρει ως χαρίεν ανάγνωσμα.

