Η παραίτηση του Υπουργού Εξωτερικών θέτει ένα καίριο ζήτημα πέρα απο τις οποιεσδήποτε ενδοκυβερνητικές συγκρόυσεις και άλλες πτυχές: υπάρχει (συνεκτική) εξωτερική πολιτική που να προωθείται ενιαία και συλλογικά από τη σημερινή κυβέρνηση της χώρας; Είναι οφθαλμοφανές πλέον ότι δεν υπάρχει. Φαίνεται να υπάρχουν τουλάχιστον δύο συν μία (2+1) διαφορετικές εξωτερικές πολιτικές που εκπορεύονται από τρία διαφορετικά κέντρα: από το υπουργείο Εξωτερικών, το Μέγαρο Μαξίμου και τον κυβερνητικό εταίρο (ΑΝΕΛ). Οι ευτράπελοι αυτοσχεδιασμοί (επιεικώς) του κυβερνητικού εταίρου πάνω στα θέματα εξωτερικής πολιτικής θα ήσαν εντελώς αδιανόητοι για οποιαδήποτε στοιχειωδώς σοβαρή κυβέρνηση σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Αδιανόητοι γιατί θεσμικά δεν έχει αρμοδιότητα χάραξης εξωτερικής πολιτικής αλλά και για το περιεχόμενο αυτό καθ’ εαυτό των αυτοσχεδιασμών που βεβαίως ως τέτοιο είναι (και πάλι επιεικώς) ασυνάρτητο. Σε μια σοβαρή κυβέρνηση οποιοσδήποτε διαφωνεί με βασικές επιλογές κυβερνητικής πολιτικής παραιτείται.
Αυτό συνέβη πρόσφατα στο Ην. Βασίλειο. Ο υπουργός Εξωτερικών, ο πολύς Μπ. Τζόνσον, αλλά και ο υπουργός αρμόδιος για το Brexit Ντ. Ντέιβις παραιτήθηκαν ευθύς αμέσως καθώς διαφώνησαν με το πακέτο προτάσεων που παρουσίασε η πρωθυπουργός Τ. Μέι για το Brexit (Chequers Brexit Plan). Εδώ ο κυβερνητικός εταίρος όχι απλώς διαφωνεί αλλά εκστρατεύει μετωπικά εναντίον μιας κεντρικής επιλογής εξωτερικής πολιτικής (Συμφωνία Πρεσπών με ΠΓΔΜ), παρουσιάζει εναλλακτικά σχέδια εξωτερικής πολιτικής και ως να μη συμβαίνει απολύτως τίποτα παραμένει ακλόνητος στην κυβερνητική θέση του.
Αυτό όμως είναι ένα μόνο, αν και το πλέον κραυγαλέο, σύμπτωμα δηλωτικό της απουσίας συνεκτικής, θεσμικά συλλογικά δομημένης και σχεδιασμένης εξωτερικής πολιτικής. Ποιος είναι ο κεντρικός άξονας/προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής και το ουσιαστικό της περιεχόμενο; Είναι μια πολιτική που διαμορφώνεται με βάση τη θεσμική συμμετοχή και ρόλο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), όπως οφείλει να διαμορφώνεται από μία χώρα που θέλει ή φιλοδοξεί να καταγράφεται ως βαθιά φιλοενοποιητική χώρα σύμφωνα, μεταξύ άλλων, και με τις σχετικές τοποθετήσεις του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα, του Προέδρου της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλου (βλέπε κοινό άρθρο του με τον Πρόεδρο της Γερμανίας F.-W. Steinmeier, «Καθημερινή», 11 Οκτωβρίου 2018); Μάλλον δεν είναι. Γιατί, πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η πρόσδεση στο όριο εξάρτησης της χώρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ); Μια πρόσδεση που, μεταξύ άλλων, ευθέως αντιστρατεύεται βασικές επιλογές της ΕΕ στο πεδίο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και κοινής άμυνας. Αντιστρατεύεται π.χ. τον κεντρικό στόχο της «στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ», στόχος που έχει καθοριστεί ως κορυφαία στρατηγική επιδίωξη-δόγμα της Ενωσης (βλέπε, «Global Strategy», 2017) και με την οποία έχει συμφωνήσει και η Ελλάδα στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Αυτονομία που πρωτίστως αναφέρεται σε σχέση με τις ΗΠΑ. Και τελικά σε ποιο θεσμικό πλαίσιο διαμορφώνεται η πολιτική αυτή; Και μήπως αυτή η πρόσδεση με τις ΗΠΑ είναι ένας λόγος που η χώρα δεν συμμετέχει σε ορισμένους σχηματισμούς στρατιωτικού-αμυντικού χαρακτήρα χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (όπως π.χ. στην πρόσφατη πρωτοβουλία της Γαλλίας στην οποία συμμετέχουν εννέα χώρες, οι περισσότερες από την περιοχή της Μεσογείου) και δεν αξιοποιεί άλλες δυνατότητες και εργαλεία της (όπως π.χ. τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής της Συνθήκης της Λισαβόνας) ή δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτήρα (όπως π.χ. για την εγγύηση των συνόρων από την ΕΕ); Είναι όμως μήπως εξωτερική πολιτική αρχών και αξιών όπως οφείλει να είναι η εξωτερική πολιτική μιας δημοκρατικής χώρας-μέλους της ΕΕ και μάλιστα με μία υποτιθέμενη αριστερή κυβέρνηση; Μάλλον δεν είναι ή τουλάχιστον δεν είναι στον βαθμό που θα όφειλε να είναι. Η Ελλάδα είναι σήμερα η κατ’ εξοχήν δακτυλοδεικτούμενη χώρα-μέλος της ΕΕ καθώς, μεταξύ άλλων, έχει ασκήσει βέτο και απέτρεψε την υιοθέτηση αποφάσεων της Ενωσης επικριτικών για την παραβίαση των ατομικών, θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Κίνα (βλέπε π.χ. τις σχετικές αναφορές του Economist, 6 Οκτωβρίου 2018). Η πολιτική των οικονομικών συμφερόντων σε απόλυτη υπεροχή!

Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί και πρέπει να είναι πολυδιάστατη αλλά εντός πλαισίου ΕΕ. Στη λογική αυτή η Ελλάδα οφείλει να επιδιώκει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με όλες τις χώρες, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, κ.ά., χωρίς όμως να παραβιάζει βασικές αρχές και αξίες.

Πρωτίστως όμως η εξωτερική πολιτική της χώρας θα πρέπει να εξυπηρετεί τους βασικούς στόχους της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής κυριαρχίας (επιμονή του γάλλου προέδρου Εμ. Μακρόν) και της ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής κοινής εξωτερικής πολιτικής και κοινής άμυνας. Και τούτο για τον αυτονόητο λόγο, γιατί με τον τρόπο αυτόν μεγιστοποιούνται τελικά τα πάγια και διαχρονικά συμφέροντα της χώρας – περιφερειακά και ευρύτερα – αλλά και οι αξίες που υποτίθεται ότι θα ήθελε να υπηρετήσει. Μια απ’ αυτές τις αξίες, εκτός της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, είναι και η στήριξη της πολυμέρειας (multilateralism) – που αυτή την περίοδο βάλλεται βάναυσα από τον πρόεδρο Τραμπ – και η ενίσχυση του διεθνούς συστήματος αρχών και κανόνων που επίσης απειλείται από πολλές πλευρές (ΗΠΑ, Ρωσία κ.ά.). Αλλά ούτε βεβαίως η πρόσδεση στο άρμα μιας παρακμάζουσας υπερδύναμης ούτε οι ευκαιριακές συμμαχίες χωρών ούτε οι τριγωνικοί ή τετραγωνικοί άξονες κρατών που στρεβλωτικά κατασκευάζονται στην περιοχή συνιστούν οραματικές επιλογές εξωτερικής πολιτικής, απ’ όπου κι αν εκπορεύονται.
Αλλά για να έχει συνεκτική εξωτερική πολιτική θα πρέπει προηγούμενα η χώρα να αποκτήσει ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή πολιτική. Που δεν έχει…

Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.{IDI}