Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο
Σάμα
Μετάφραση-επίμετρο –σημειώσεις Αννα Βερροιοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018
σελ. 304, τιμή 18 ευρώ
Πρωτότυπος, πολυβραβευμένος, γνωστός στην Ευρώπη αλλά άγνωστος στον αγγλόφωνο κόσμο, έπρεπε να περάσουν πάνω από τριάντα χρόνια για να γνωρίσει την παγκόσμια φήμη ο αργεντινός συγγραφέας και δημοσιογράφος Αντόνιο ντι Μπενεντέτο (1922 – 1986). Σήμερα, ένα από τα τρία μυθιστορήματά του, το Σάμα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1956, θεωρείται αριστούργημα της λατινοαμερικανικής πεζογραφίας και η έκδοσή του στα ελληνικά (μετά τους «Αυτόχειρες» το 2014) προσφέρει τη δυνατότητα να γνωρίσει καλύτερα το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας έναν από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς πεζογράφους. Και συνοδεύεται από μεγάλους επαίνους κορυφαίων συγγραφέων, όπως ο Μπόρχες, ο Κορτάσαρ και ο νομπελίστας Τζον Κούτσι, ο οποίος πριν από δύο χρόνια δημοσίευσε ένα εξαίρετο δοκίμιο για τον Μπενεντέτο στη New York Review of Books.
Οπως συμβαίνει με τα, ας πούμε «μεταχρονολογημένα», αριστουργήματα, ο συγγραφέας του συγκρίνεται με άλλους μείζονες πεζογράφους, παλαιότερους και σύγχρονούς του, όπως ο Ντοστογέφσκι, ο Κάφκα, ο Καμί και ο Σαρτρ. Και ο κεντρικός του χαρακτήρας, ο δον Ντιέγο ντε Σάμα, με τον Μερσό στον Ξένο του Καμί, τον Ροκαντέν στη Ναυτία του Σαρτρ ή τον Κ στη Δίκη του Κάφκα. Οι συγκρίσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με τη ζωή του Μπενεντέτο και λιγότερο με το ίδιο το μυθιστόρημα – μολονότι οι ομοιότητες δεν λείπουν.

Το ανέλπιδο μέλλον

Βρισκόμαστε στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ασουνσιόν, την πρωτεύουσα της Παραγουάης που ανήκε τότε στην ισπανική αυτοκρατορία. Πρωταγωνιστής (και αφηγητής στο μυθιστόρημα) είναι ο δον Ντιέγο ντε Σάμα, που υπήρξε διοικητής μιας περιφέρειας. Αλλά η ισπανική αυτοκρατορία, προκειμένου να ασκήσει αποτελεσματικότερο έλεγχο στις αποικίες της, μετέβαλε το διοικητικό σύστημα και το κατέστησε πιο συγκεντρωτικό.
Ο Σάμα υποβιβάζεται σε νομικό σύμβουλο. Και περιμένει να αναβαθμιστεί, να τον μεταθέσουν στο Μπουένος Αϊρες δίνοντάς του ένα νέο, καλύτερο πόστο, ώστε να ξαναβρεθεί με την οικογένειά του που ζει στη Μεντόσα της Αργεντινής (εκεί από όπου καταγόταν και ο συγγραφέας του μυθιστορήματος).
Οι προσδοκίες του Σάμα, που τον στοιχειώνει το παρελθόν του, είναι μάταιες και ο ίδιος ζει με την ανέλπιδη αναμονή ενός μέλλοντος που δεν πρόκειται να έλθει. Κι όσο περνούν τα χρόνια η ανάμνηση της οικογένειάς του ξεθωριάζει. Ο Σάμα θα δημιουργήσει με τη φαντασία του ένα υποκατάστατο της συζύγου του. Θα είναι νεότερη – και Ευρωπαία. Η Ευρώπη είναι ο πραγματικός κόσμος και εδώ μια έρημος όπου ο ίδιος έχει χαθεί. Και θα βρίσκεται συνεχώς μετέωρος ανάμεσα στις φαντασιώσεις του για την ιδεώδη γυναίκα και τις πραγματικές ερωτικές του εμπειρίες που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της αφήγησής του.

Ενας αρνητικός ήρωας

Ο Αντόνιο ντε Μπενεντέτο μας δίνει έναν αρνητικό ήρωα με μοναδικό τρόπο. Μέσω της ακρίβειας και της ελλειπτικότητας του ύφους του ο Σάμα παρουσιάζεται με έκτυπα όλα τα γνωρίσματά του: είναι νάρκισσος, αβέβαιος για τους γύρω του και κατά συνέπεια καχύποπτος. Η ηθική και συναισθηματική του ανωριμότητα τον εμποδίζει να καταλάβει τον εαυτό του. Προσπαθεί να τον ανακαλύψει, αλλά αυτός παραμένει ως το τέλος ένας μεγάλος άγνωστος, δεδομένου μάλιστα ότι η πίστη του σε ένα καλύτερο μέλλον διαψεύδεται συνεχώς. Ηταν επόμενο ότι θα είχε κακό τέλος – όπως και συνέβη.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα υπαρξιακό δράμα, αλλά ταυτοχρόνως και μια μαύρη κωμωδία. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Ο Αντόνιο ντι Μπενεντέτο μας δίνει την εικόνα μιας Λατινικής Αμερικής που διαψεύδει τις ελπίδες πως θα μπορούσε να είναι ένας νέος παράδεισος.
Γι’ αυτό και διαβάζοντας κανείς αυτό το θαυμάσιο βιβλίο έχει την αίσθηση ότι γράφτηκε για τους μελλοντικούς αναγνώστες. Το ότι ανακαλύπτει τον Κάφκα μέσω του Μπόρχες έχει τη σημασία του, όμως αυτό μας πηγαίνει αλλού. Οπως ο Κ, ο πρωταγωνιστής του Κάφκα στη Δίκη πεθαίνει χωρίς να μάθει για ποιον λόγο κατηγορείται, έτσι και ο Σάμα του Μπενεντέτο ως το τέλος περιμένει αυτό που δεν πρόκειται να συμβεί.

Φαντασία και ψυχανάλυση

Η αφήγηση καλύπτει δέκα χρόνια από τη ζωή του Σάμα και χωρίζεται σε τρία μέρη: 1790, 1794 και 1799. Στα δύο πρώτα έχουμε τον «κακό», ας πούμε, Σάμα. Στο τρίτο μέρος μάς παρουσιάζεται ένας άλλος – κι αυτός δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Είναι και παραμένει ξένος. Ξένος με έναν εαυτό που δεν θα τον μάθει ποτέ. Και ξένος σε έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνει. Την καλύτερη εξήγηση την έχει δώσει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος είχε πει λίγο προτού πεθάνει πως το φανταστικό σε συνδυασμό με τα δεδομένα της ψυχανάλυσης άνοιξαν τον δρόμο για να συλλάβει νέες πραγματικότητες. Είναι εκείνες που ο πρωταγωνιστής του αδυνατεί να συλλάβει.
Εχει μεγάλο ενδιαφέρον που εδώ ο Μπενεντέτο ειρωνεύεται τον κοσμοπολιτισμό – αλλά με κοσμοπολίτικο τρόπο. Η συνύπαρξη και η σύγκρουση του κοσμοπολιτισμού με τον τοπικισμό χαρακτηρίζουν τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής και ιδιαίτερα τα έργα του λεγόμενου «μαγικού ρεαλισμού».
Αν σκεφθεί κανείς ότι η δεκαετία του 1960 είναι η περίοδος η οποία ορίζει τη μεγάλη «έκρηξη» της λατινοαμερικανικής πεζογραφίας, καταλήγει στο συμπέρασμα πως το Σάμα δεν είναι μόνο σπουδαίο, αλλά και προδρομικό μυθιστόρημα.

Μεταθανάτια φήμη

Ο Αντόνιο ντι Μπενεντέτο ζούσε από τη δημοσιογραφία, που την υπηρέτησε ως το τέλος της ζωής του, κι έγραφε τα λογοτεχνικά του κείμενα στον ελεύθερο χρόνο του. Εγραψε επιπλέον και μερικά πολύ αξιόλογα κινηματογραφικά σενάρια. Το 1976 τον συνέλαβε το δικτατορικό καθεστώς του Βιδέλα στην Αργεντινή κι έμεινε 18 μήνες στη φυλακή, όπου βασανίστηκε πολλές φορές. Υπέστη μάλιστα τέσσερις εικονικές εκτελέσεις, αλλά ο μεγάλος του τρόμος ήταν πως δεν έμαθε ποτέ για ποιον λόγο τον συνέλαβαν και γιατί τον κατηγορούσαν. Απελευθερώθηκε κατόπιν διεθνών πιέσεων και έζησε αυτοεξόριστος για μεγάλο διάστημα. Πέθανε δέκα χρόνια αργότερα χωρίς να γνωρίσει τη διεθνή διασημότητα, που την άξιζε και με το παραπάνω.
 Το Σάμα μεταφέρθηκε θαυμάσια στα ελληνικά από την Αννα Βερροιοπούλου. Η μετάφρασή της συνοδεύεται από επίμετρο και διαφωτιστικές σημειώσεις.