Χρονιά πολλαπλών προκλήσεων θα είναι το 2019 για τις ελληνικές τράπεζες. Το 2018 δεν επιφύλασσε σημαντικές εκπλήξεις, καθώς οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι πέρασαν με επιτυχία τα πανευρωπαϊκά stress tests, οι προβλέψεις για τα αποτελέσματα χρήσης εν πολλοίς επιβεβαιώθηκαν, ενώ στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων οι επιδόσεις τους κινήθηκαν εντός στόχων.

Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα που κληρονόμησε στο σύστημα η μακρόχρονη ύφεση παραμένουν και οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων καλούνται τους επόμενους μήνες να δώσουν πειστικές απαντήσεις για το πώς ο κλάδος θα επιστρέψει ξανά στην κανονικότητα. Πώς δηλαδή θα περιορίσει τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφια ποσοστά, θα επιτύχει την πλήρη επανασύνδεσή του με τις αγορές και θα προσαρμόσει το επιχειρηματικό του μοντέλο στα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα και στη νέα ψηφιακή εποχή, με στόχο την επίτευξη βιώσιμης κερδοφορίας.

Τέλος στις αναβολές

Οπως επισημαίνει κορυφαία τραπεζική πηγή, το 2019 θα είναι η χρονιά των μεγάλων αποφάσεων για τους τέσσερις συστημικούς ομίλους. «Μπορεί να αντέξαμε στις πιέσεις που δεχθήκαμε λόγω του ασταθούς πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος των τελευταίων ετών, ωστόσο ακόμη δεν έχουμε επιτύχει την έξοδο από την κρίση» σημειώνει σχετικά το ίδιο στέλεχος. Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι μέτοχοι και οι διοικήσεις των εγχώριων ομίλων, σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές και την κυβέρνηση, θα πρέπει να λάβουν αποφάσεις που για χρόνια αναβάλλονταν. Από την εφαρμογή τους θα διαφανεί εάν θα μιλάμε ξανά για κανονικές τράπεζες έως και το 2021».

Η αλήθεια είναι ότι μετά την πίεση που δέχθηκαν οι μετοχές των τραπεζών στο Χρηματιστήριο τους τέσσερις τελευταίους μήνες του 2018, έγινε σαφές ότι η αγορά αναζητεί λύσεις εξυγίανσης «εδώ και τώρα», θεωρώντας ότι τα σχέδια μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων έως και το 2021 δεν είναι ρεαλιστικά ή όσο επιθετικά θα έπρεπε για το καθάρισμα των ισολογισμών. Σύμφωνα με αυτά, κατά μέσο όρο οι προβληματικές χορηγήσεις στην Ελλάδα θα υποχωρήσουν στα επίπεδα του 15% την επόμενη τριετία από 45% περίπου σήμερα. Ωστόσο, ακόμη κι αν ο στόχος αυτός επιτευχθεί, η απόσταση από τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη θα παραμείνει μεγάλη, με δεδομένο πως ήδη σήμερα οι μέσοι δείκτες καθυστερήσεων βρίσκονται κάτω από το 5%.

Εάν δεν υπάρξει η επιθυμητή σύγκλιση, οι ελληνικοί όμιλοι κινδυνεύουν να μείνουν εκτός του πανευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων που βρίσκεται υπό δημιουργία και θα τεθεί σε εφαρμογή κάποια στιγμή μετά το 2022, εφόσον υπάρξει συμφωνία μεταξύ των ισχυρών κρατών-μελών της Ενωσης. Το σενάριο αποκλεισμού από τη νέα τραπεζική ένωση είναι καταστροφικό, καθώς αυτομάτως ο εγχώριος κλάδος θα υποβιβαστεί στη δεύτερη κατηγορία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, ρευστότητας, αλλά και καταθέσεων.

Οι λύσεις που εξετάζονται

Για να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο, αλλά και για να κατευνάσουν τις ανησυχίες των αγορών, εποπτικές αρχές, κυβέρνηση, αλλά και οι ίδιες οι τράπεζες έχουν αναλάβει το τελευταίο διάστημα νέες πρωτοβουλίες. Η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) παρουσίασαν δύο νέα εργαλεία για την επίσπευση της διαδικασίας μείωσης των «κόκκινων» δανείων, με χρήση κρατικών εγγυήσεων, τα οποία διευκολύνουν τη μεταβίβαση σε τρίτους ενός μεγάλου όγκου ανοιγμάτων, χωρίς να καταγραφούν ζημιές ικανές να οδηγήσουν τις τράπεζες σε μια νέα αναγκαστική ανακεφαλαιοποίηση.

Το υπουργείο Οικονομικών είναι αυτό που θα αποφασίσει ποιο από τα δύο σχέδια θα προωθήσει προς έγκριση στις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές. Σε κάθε περίπτωση, πράσινο φως θα πρέπει να δώσει η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και οι δύο προτάσεις που εξετάζονται προβλέπουν κάποιας μορφής κρατική στήριξη. Εκτιμάται ότι μέχρι και το τέλος του α’ τριμήνου του 2019, η σχετική διαδικασία θα έχει ολοκληρωθεί και οι διοικήσεις των τραπεζών θα γνωρίζουν ποια εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιήσουν για την επιθετικότερη μείωση των επισφαλειών.

Από την άλλη πλευρά, η Eurobank έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή το δικό της σχέδιο, με στόχο τη μείωση των δεικτών καθυστερήσεων στο 15% το 2019 και σε μονοψήφια επίπεδα έως το 2021. Αυτό προβλέπει τον μετασχηματισμό της σε εταιρεία συμμετοχών και την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, διά της συγχώνευσης με την εταιρεία διαχείρισης ακινήτων Grivalia, με την οποία έχουν κοινό βασικό μέτοχο τον Πρεμ Γουάτσα.

Η συναλλαγή θα έχει ολοκληρωθεί έως και το τέλος του ερχόμενου Απριλίου, για να ακολουθήσει η μεταφορά σε όχημα ειδικού σκοπού, «κόκκινων» δανείων 7 δισ. ευρώ, προς τιτλοποίηση και μερική διάθεση σε τρίτους. Με τον τρόπο αυτόν, ο όμιλος θα απαλλαγεί από ένα σημαντικό μέρος των επισφαλών απαιτήσεων, καίγοντας κεφάλαια, χωρίς ωστόσο την ενεργοποίηση του νόμου για την αναβαλλόμενη φορολογία, που συνεπάγεται έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου, εάν μια χρήση είναι ζημιογόνος.

Τα νέα εργαλεία, δηλαδή το σχέδιο κρατικής στήριξης που τελικώς θα επιλεγεί, αλλά και το μοντέλο μετασχηματισμού της Eurobank, θα μπορούν να εφαρμοστούν ενδεχομένως και συνδυαστικά από όλους τους ομίλους. Οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν κατά πάσα πιθανότητα έως και το ερχόμενο καλοκαίρι, αφού ξεκαθαρίσει πλήρως το τοπίο για τα διαθέσιμα προς χρήση μέσα στήριξης του κλάδου.