Χρήσεις του όρου «εθνικός ποιητής»

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στα απόνερα της επετείου των διακοσίων χρόνων της Επανάστασης του 1821, μια επιφυλλίδα για την εμφάνιση στα καθ’ ημάς του όρου «εθνικός ποιητής» δεν θα ήταν άσκοπη, αφού οι μύθοι και ως προς το θέμα αυτό καλά κρατούν. Η πλέον πρόσφατη απόφανση ακριβούς χρονικού προσδιορισμού της είναι του 2004. Γράφει ο Γ. Βελουδής («Ο Σολωμός των Ελλήνων», σ. 81-82):
«Στα χρόνια 1825 και 1859 τίθεται για πρώτη φορά (και) στην Ελλάδα το ζήτημα της «εθνικής ποίησης/λογοτεχνίας» και του «εθνικού ποιητή», και μάλιστα, όσα μας επιτρέπει να διαβεβαιώσουμε η σχετική γραμματολογική μας έρευνα, μόνο αναφορικά με την ποίηση και το πρόσωπο του Σολωμού. […] Ο Πολυλάς είναι ο πρώτος που έχρισε τον Σολωμό «εθνικό ποιητή» ‒ και είναι ταυτόχρονα ο εφευρέτης του όρου αυτού στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ‒ σε δύο κεφάλαια, το Χ και το ΧVIII, των θεμελιωδών «Προλεγομένων» του στη μνημειώδη έκδοση των σολωμικών «Ευρισκομένων» (1859)».
Ο μελετητής κάνει το σύνηθες αναχρονιστικό λάθος που χαρακτηρίζει όσους ελαύνονται από ιδεολογηματικές διαθέσεις (ο υπότιτλος του βιβλίου του δηλώνει ότι επιχειρεί μια «πολιτική ανάγνωση» του θέματος): Βλέπει την ως το 1860 εθνική και λογοτεχνική μας πραγματικότητα με τα μάτια με τα οποία τη βλέπουμε εμείς σήμερα. Ετσι κατασκευάζει «μιαν ολική κοσμοθεωρητική αντιπαράθεση μεταξύ δύο μερίδων της νεοελληνικής διανόησης γύρω από τον χαρακτήρα της υπό ίδρυσιν νέας «εθνικής» ποίησης και λογοτεχνίας» και γύρω από την ποίηση του Σολωμού. Αντιπαρατιθέμενοι είναι οι, εκτός ακόμη των συνόρων του νέου κράτους, δημοτικιστές Επτανήσιοι, από τη μια, και οι καθαρευουσιάνοι αθηναίοι «Φαναριώτες», από την άλλη, που αποστρέφονται, εξαιτίας της γλώσσας της, τη σολωμική ποίηση. Οι δύο αντίπαλοι, γράφει, διαπνέονται μεν από τις ρομαντικές εθνικές αναζητήσεις του καιρού τους, όμως με μια βασική διαφορά. Το ευγενές υψηλό εθνικό αίσθημα των Επτανησίων, που πηγάζει από τον «διαλεκτικό ιδεαλισμό» τους, είναι αμόλυντο από τον ωμό εθνικισμό των Ελλαδικών. Με μία μόνο αποστασία: εκείνη του «Λευκάδιου από καταγωγή αλλά «Φαναριώτη» εξ ιδεολογικής αγχιστείας Σπυρίδωνος Ζαμπελίου», που «συνοδοιπορεί με το μεγαλοϊδεατικό νεοκλασικιστικό κοσμοείδωλο των Αθηναίων» και γίνεται, όπως και αυτοί, πολέμιος της σολωμικής ποίησης.
Αυτή η πολιτική ανάγνωση δύο αντιτιθέμενων παραδόσεων οδηγεί τον μελετητή στο συμπέρασμα ότι η απήχηση των αθηναίων αδελφών Σούτσων ως εθνικών ποιητών ήταν «εντελώς περιθωριακή». «Οσο μας επιτρέπει να κρίνουμε η ένδεια των σχετικών μαρτυριών», γράφει, «ο Αλέξανδρος Σούτσος αναφέρεται ως «εθνικός ποιητής» αρκετά όψιμα, πολύ μετά τον θάνατό του (1863), λίγο μετά το 1882», ενώ «ο Παναγιώτης Σούτσος αναγορεύτηκε «εθνικός ποιητής» αμέσως μετά τον θάνατό του (1868)».
Δεν θα χρειαζόταν να σχολιάσει κανείς αυτή την αφελή ανιστορική σχηματοποίηση, αν δεν την έβλεπε να επαναλαμβάνεται από νεότερους, ρέποντες προς τις πολιτικές αναγνώσεις, μελετητές, όσους ασχολήθηκαν με το θέμα της καθ’ ημάς εθνικής ποίησης. Ετσι, λ.χ., γίνεται λόγος για «αντισολωμική συμμαχία ανάμεσα στους φαναριώτες αθηναίους ρομαντικούς (η περίπτωση των Σούτσων) με τον επτανήσιο ιστοριονόμο Ζαμπέλιο» (Γ. Παπαθεοδώρου, 2009) ή για «μεταθανάτια εθνικοποίηση των αδελφών Σούτσων» (Τ. Καγιαλής, 2012), δηλαδή για δύο εντελώς διαφορετικές παραδόσεις.
Ομως η απροκατάληπτη μελέτη των δύο παραδόσεων δείχνει ότι δεν ήταν αντιτιθέμενες. Η βεβαιότητα ότι οι αθηναίοι Φαναριώτες έβλεπαν αρνητικά το σολωμικό έργο είναι ασύστατη. Για τον Αλέξανδρο Σούτσο, ο «Υμνος» του Σολωμού ήταν «ποίημα ιερόν πλήρες ύψους και οίστρου πινδαρικού»· για τον Παναγιώτη Σούτσο ο σολωμικός «Υμνος» μαζί με τον «Διθύραμβο» του αδελφού του «περικλείουσιν όσην λυρικήν ποίησιν μόλις έχει άπας ο Γαλλικός Παρνασσός»· για τον Ραγκαβή «ο Σολωμός έλαμψε σαν το πιο όμορφο πετράδι του ποιητικού στέμματος της Ελλάδος». Η αμηχανία τους απέναντι στη σολωμική γλώσσα και προσωδία, που φτάνει ως την επίκρισή τους, είναι φυσιολογική αν σκεφτούμε τη γλωσσική και ποιητική πραγματικότητα εκείνης της εποχής, και δεν σημαίνει απόρριψη της σολωμικής ποίησης. Οι Αθηναίοι επικοινωνούν με την ποίηση του Σολωμού ‒ όση γνωρίζουν πριν από την έκδοση των «Ευρισκομένων» ‒ και γοητεύονται από αυτήν. Αλλωστε στην Αθήνα ποτέ δεν έπαψαν να γράφονται ποιήματα στη δημοτική, ενώ πολλοί είναι οι επτανήσιοι ποιητές της περιόδου που έγραφαν στην καθαρεύουσα.
Οσο για τον «διαλεκτικό ιδεαλισμό» των Επτανησίων, αυτός κάθε άλλο παρά ήταν αμόλυντος από το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Οι περισσότεροι και σημαντικότεροι επτανήσιοι ποιητές και διανοούμενοι, συμπεριλαμβανομένου και του Σολωμού, ήταν μεγαλοϊδεάτες, ήδη από την εποχή των προσολωμικών. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα κείμενα του Μαρτελάου και του Δανελάκη, των Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Κωνσταντίνου Λομβάρδου, Παναγιώτη Πανά και άλλων Ριζοσπαστών, των σολωμικών Γεωργίου Τερτσέτη, Αντωνίου Μάτεσι, Ιουλίου Τυπάλδου, Ιακώβου Πολυλά, για να το διαπιστώσει αυτό.
Αλλά και το ζήτημα της εθνικής ποίησης και του εθνικού ποιητή «δεν τίθεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα μόνο αναφορικά με την ποίηση και το πρόσωπο του Σολωμού». Τίθεται ταυτόχρονα και με την ποίηση του Κάλβου και των δύο Σούτσων. Ο Πολυλάς δεν «είναι ο εφευρέτης του όρου αυτού στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», γιατί ο όρος εμφανίζεται πριν από το 1859. Τον βρίσκουμε το 1857 στις νεκρολογίες του Σολωμού από τον Κ. Στρατούλη και τον Γ. Τερτσέτη. Το 1854 η ποιητική συλλογή «Δάφναι» του Μιχ. Σ. Γρηγορόπουλου «αφιερούται εις τον εθνικόν ποιητήν Αλέξανδρον Σούτσον, πυρσόν των μυχιωτάτων πόθων του ελληνικού λαού». Μια λιγότερο ιδεολογηματική έρευνα και ανάγνωση της περιόδου 1825-1860 θα έδειχνε ότι ο όρος δεν μπορεί να μην εμφανίζεται και στις προηγούμενες δεκαετίες, αν κρίνουμε από περιφραστικές ή εναλλακτικές μορφές του όπως: «Ω Σούτσε, εις του έθνους μας την γνώμην βασιλεύεις» (Ν. Ι. Σαλτέλης, 1842) ή «Αλέξανδρος Σούτσος, ο Πρωτοψάλτης της Ελλάδος» (Θ. Γρυπάρης, 1840).
Η αναφορά μου στους προσολωμικούς έχει σκοπό να θέσει το θέμα τού κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για εθνική ποίηση στα καθ’ ημάς και πριν από την εμφάνιση του Σολωμού.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ομότιμος.

