Κώστας Β. Κατσουλάρης
Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μεταίχμιο,
σελ. 272, τιμή 15,50 ευρώ

Από τη στραμμένη προς τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου πεζογραφία του Κώστα Κατσουλάρη εξαιρούνται δύο βιβλία. Το ένα είναι το μυθιστόρημα Ο αντίπαλος (2005), όπου το καθεστώς αδιάκοπης μετατόπισης και ρευστότητας που βασανίζει τον κεντρικό ήρωα αποκτά αίφνης μια συλλογική διάσταση, με κυρίαρχα στοιχεία της πλοκής τη βία και το τυραννικό έργο των πανοπτικών συστημάτων παρακολούθησης. Στη συλλογή πάλι διηγημάτων Νυχτερινό ρεύμα (2015), μολονότι η κρίση ξεμυτίζει παντού στις εικόνες της αφήγησης, τα προβλήματά της δεν σηματοδοτούν ένα έκτακτο, εξαιρετικό συμβάν, αλλά μια κατακαθισμένη, δομικά εγκατεστημένη καθημερινότητα: μια καθημερινότητα που αποτυπώνεται σε κάθε γωνιά της πόλης και επηρεάζει όλες τις προσωπικές επιλογές, χωρίς ωστόσο να ξεχειλώνει από πουθενά, έχοντας πια ενσωματωθεί στο κύτταρο των πραγμάτων.

Σε παρόμοια αλλά πιο προωθημένη γραμμή κινείται και το καινούργιο μυθιστόρημα του Κατσουλάρη που υπό τον ομηρικής προέλευσης τίτλο Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά αγγίζει κεντρικά σημεία της κρίσης, ξεκινώντας από τις μεταναστευτικές ροές και τις τάσεις παροπλισμού της μέσης εκπαίδευσης για να φτάσει μέχρι τις πανταχού παρούσες ρατσιστικές εκδηλώσεις, τον προπηλακισμό στα δημόσια σχολεία και τις υπόγειες διαδρομές οι οποίες συνδέουν τους χουλιγκάνους με εξτρεμιστικές πολιτικές ομάδες. Ολα αυτά όμως δεν εικονογραφούν μόνο έναν καθιερωμένο πλέον τρόπο καθημερινής ζωής, όπως στο Νυχτερινό ρεύμα – μετατρέπουν τη βία που βλέπουμε στον Αντίπαλο να αποτελεί έναν συγκαλυμμένο ή και άγνωστο για τους περισσότερους πυρήνα σε οργανικό, αναπόσπαστο στοιχείο μιας κοινωνίας η οποία ετοιμάζεται να πορευτεί στο μέλλον δίχως κανένα προστατευτικό κιγκλίδωμα.

Το φθινόπωρο του 2013 ο Νάσος, ένας πολλά υποσχόμενος μαθητής του γυμνασίου, δεν παρουσιάζεται στο μάθημα την πρώτη ημέρα λειτουργίας του λυκείου. Κανένας δεν ανησυχεί για την εξαφάνιση του αλβανικής καταγωγής δεκαπεντάχρονου αγοριού (ούτε οι γονείς ή ο αδελφός του) εκτός από τον φιλόλογό του Αργύρη Σταυρινό που αναλαμβάνει να τον ψάξει μέχρι τελικής πτώσεως, ακόμα κι αν αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα έναν κύκλο από προσβλητικές φήμες για το είδος της σχέσης τους. Ο Σταυρινός έχει αγαπήσει τον Νάσο για τις ασυνήθιστες επιδόσεις του στην Ιλιάδα, στην πραγματικότητα ωστόσο η εμπλοκή του με το παιδί οφείλεται στις ενοχές που έχει συσσωρεύσει ένα βουβό οικογενειακό δράμα το οποίο παραμένει στη σκιά κατά το μεγαλύτερο μέρος της δράσης. Οι νυχτερινές περιπλανήσεις του Αργύρη στον Κολωνό (πάντοτε σε αναζήτηση του Νάσου, σε μιαν εξαιρετικά υποβλητική ατμόσφαιρα) θα φέρουν στην επιφάνεια την αμείλικτα βίαιη σύγκρουση ανάμεσα σε χρυσαυγίτες και αντιφασίστες που με την προβολή της στον μικρόκοσμο του σχολείου συμπυκνώνει τον ευρύτερο πολιτικό διχασμό ο οποίος απειλεί την τελευταία δεκαετία την Ελλάδα.

Ο Κατσουλάρης συνθέτει μέσα από τα ρετάλια της κρίσης ένα πολιτικοκοινωνικό μυθιστόρημα με πλατιά θέαση και πολλαπλές οπτικές γωνίες, ικανό να μεταμορφώσει το στιγμιαίο και το επεισοδιακό σε αναφαίρετο κομμάτι μιας διαρκέστερης και σαφώς πιο περίπλοκης άρθρωσης. Η πληθώρα των ιλιαδικών παραπομπών (με αποσπάσματα από το πρωτότυπο και από ποικίλες μεταφράσεις) συνιστά μέρος της δραματουργίας του βιβλίου και όχι φιλολογικό βαρίδι. Το ίδιο ισχύει για το ψυχαναλυτικό γκρουπ στο οποίο μετέχει ο Σταυρινός. Ενα γκρουπ που τον βοηθάει να αντιμετωπίσει το προσωπικό του τραύμα (και να εντείνει τον αγώνα της ανακάλυψης του Νάσου) χωρίς ρητορικές ή εγκεφαλικές παρεκτροπές – πολλώ δε μάλλον που τα τρωικά ονόματα των μελών του γκρουπ αποδεικνύονται φιλολογική φαντασίωση του Σταυρινού. Αναντικατάστατο προσόν του μυθιστορήματος του Κατσουλάρη: το καλοχτισμένο σασπένς που συνέχει τα δρώμενα από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα.