Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Στο μυθιστόρημά του Μάρτυς μου ο Θεός (2014) ο Μάκης Τσίτας αναδεικνύει μια εξαρχής διαστρεβλωμένη και παραμορφωμένη πραγματικότητα, όπως την αποκαλύπτει με την πειραγμένη ρεαλιστική του εικόνα, με το εκκλησιαστικό του ιδιόλεκτο, με τη μιξοκαθαρεύουσα και με το λεξιπλαστικό και ταυτοχρόνως υβριστικό του παραλήρημα ένας άνεργος και από παντού αποσυνάγωγος πενηντάρης: ο Χρυσοβαλάντης είναι ένα πρόσωπο που, περνώντας από το αστείο και τη σπαρακτική αφέλεια στη δυστυχία και στο δράμα, καταφέρνει να αποτυπώσει στις ψυχωτικές του αντιδράσεις μια κοινωνία αγκιστρωμένη στις προκαταλήψεις, τη σύγχυση και τον συντηρητισμό και ανίκανη να αναζητήσει την οποιαδήποτε διέξοδο από το λαγούμι στο οποίο έχει αποκλειστεί. Ενα βιβλίο όπου το συλλογικό συμπλέκεται αξεχώριστα με το ατομικό για να ανασύρει στην επιφάνεια μια μακροχρόνια παθολογία: μια παθολογία ριζωμένη στα βαθύτερα στρώματα της καθημερινής ζωής και οδηγημένη εκ των προτέρων στη διάλυση και στον αφανισμό.
Σε βαθύ λαγούμι μοιάζει ριγμένη και η ηρωίδα του καινούργιου πεζογραφικού βιβλίου του Τσίτα. Με τη διαφορά πως το λαγούμι έχει τώρα να κάνει με την πατροπαράδοτη οικογένεια της ελληνικής περιφέρειας: ένα κοινωνικό καλούπι αρκετά απομακρυσμένο από τις εικόνες που συναντάμε στο Μάρτυς μου ο Θεός, όπου ο συγγραφέας αναπαριστά τις καθυστερήσεις και τα αδιέξοδα της σύγχρονης Ελλάδας. Η Τασούλα ταξιδεύει στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Αθήνα από το χωριό της και από τη Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει Νοσηλευτική, για να ερωτευτεί τον Θεόφιλο, που είναι αρκετά μεγαλύτερός της και οδηγός τουριστικού λεωφορείου. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της, η Τασούλα παντρεύεται τον Θεόφιλο και το ζευγάρι εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη. Ο γάμος αποδεικνύεται από την πρώτη στιγμή αποτυχία, αλλά η Τασούλα μοιάζει να υπακούει περισσότερο στις νόρμες του χωριού της και λιγότερο σε εκείνες της μεγάλης πόλης στην οποία σπουδάζει και ζει. Ο σύζυγος είναι ακαμάτης, ακούραστος κυνηγός του ποδόγυρου, αυταρχικός και εντελώς αδιάφορος για τα δύο παιδιά που θα γεννηθούν εν συνεχεία. Η Τασούλα, όμως, δεν θα βρει ποτέ το κουράγιο να τον αρνηθεί και να τον χωρίσει. Τι θα πουν οι άλλοι, πώς θα αντιδράσει ο περίγυρος, τι θα γίνει αν εκτεθούν η ίδια και τα παιδιά της στα μάτια τρίτων. Κι έτσι ο κύκλος θα κλείσει κατά τον χειρότερο δυνατό τρόπο, με τον θάνατο του Θεόφιλου από καρκίνο και με μια ισχνή (και μόνο εκ των υστέρων) δικαίωση της Τασούλας (κάτι ανάμεσα σε θεία δίκη και εξασφάλιση της πολυπόθητης κοινωνικής αναγνώρισης).
Ο Τσίτας δεν μας επιτρέπει να οδηγηθούμε σε εύκολα κοινωνιολογικά ή και ψυχαναλυτικά συμπεράσματα για την ιστορία του. Η παθητική στάση της Τασούλας έχει σε τελευταία ανάλυση κάτι το ψυχογενές – δεν φταίει για όλα η νοοτροπία του χωριού, πολλώ δε μάλλον που οι γονείς μοιάζουν απροσδόκητα φωτισμένοι άνθρωποι.
Οσο για τον Θεόφιλο, φαίνεται να πάσχει από τους δικούς του εσωτερικούς δαίμονες μια και η σκοτεινή πατρική κληρονομιά που τον βαραίνει μπορεί να επηρέασε τον ίδιο, όχι όμως και τα πολλά αδέλφια του. Το κακό, λοιπόν, έχει πρωτίστως ατομικές ρίζες και εκεί, στους ατομοκεντρικούς παράγοντες της αυτοκαταστροφής πορείας του ζευγαριού, θέλει να επικεντρώσει ο συγγραφέας την προσοχή του.
Να πω επιλογικά πως ο δραματικός μονόλογος της Τασούλας δεν έχει την παραλογισμό, την ορμή και την ένταση που ξεπηδούν από τον λόγο του Χρυσοβαλάντη στο Μάρτυς μου ο Θεός. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν αποτελεί αδυναμία ή αβλεψία του βιβλίου – υποδεικνύει, αντιθέτως, τις πρόνοιες που έχει λάβει ο συγγραφέας του. Η Τασούλα δεν εκπροσωπεί έναν παρανοϊκό τραγέλαφο. Εκφράζει μόνο την ισοπεδωμένη καρδιά μιας γυναίκας που σπατάλησε αλόγιστα τον βίο της, χωρίς ευτυχώς και να τον αναλώσει εξ ολοκλήρου.
{SYG}Μάκης Τσίτας{SYG}{TIT}Πέντε στάσεις {TIT}{EKD}Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2020, σελ. 80, τιμή 7,92 ευρ{EKD}ώ