Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Ο Μάκης Δημητράκης είναι συνταξιούχος δάσκαλος, λάτρης της ιστορίας της Βέροιας και τον τελευταίο χρόνο συνεργάζεται αφιλοκερδώς με τον Δήμο της Βέροιας υλοποιώντας ξεναγήσεις στο ιστορικό κέντρο της πόλης για τα σχολεία της. Μας μίλησε για την πορεία της Βέροιας στον χρόνο.
Ως ένας άνθρωπος που έζησε πολλά χρόνια στην πόλη μας, ποιες μνήμες έχετε για τη ζωή των Βεροιωτών και τις συνήθειές τους;
«Η Βέροια ήταν ένα χωνευτήρι πληθυσμών και θρησκειών· στη Βέροια πληθυσμοί διαφορετικοί, Μικρασιάτες, Θρακιώτες, ντόπιοι, Βλάχοι, ήρθαν και αναμείχθηκαν. Δεν είχαμε αντιζηλίες και εχθρότητες΄ έτσι, τουλάχιστον, εγώ το έζησα. Δηλαδή, όλες οι ομάδες του πληθυσμού ζήσαν αρμονικά. Κάθε ομάδα διατήρησε τα ήθη και έθιμά της, αλλά και όλοι μαζί είχαμε κοινά έθιμα και γιορτές. Εγώ δεν θυμάμαι αντιπαλότητες ανάμεσα σε κάποιους Μικρασιάτες και ντόπιους ή με τους Βλάχους και τους Θρακιώτες. Ισως να είμαστε και από τις εξαιρέσεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ζούσαμε μαζί και σεβόταν η κάθε ομάδα τον πολιτισμό της άλλης. Διαφορές υπήρχαν, αλλά όχι εντάσεις που να φέρουν διχόνοια και χωρισμό των ομάδων του πληθυσμού· και με τους Εβραίους ακόμη, γιατί εβραϊκό στοιχείο ζούσε στην πόλη με εβραϊκό σχολείο, συναγωγή, εβραϊκή ποδοσφαιρική ομάδα. Η εβραϊκή γειτονιά είναι η καλύτερα διατηρημένη της Μακεδονίας και μία από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Αλλωστε, αυτό εκτίμησαν και οι Ισραηλίτες και παραχώρησαν, κατ’ αρχάς, τον χώρο των νεκροταφείων τους στον δήμο – τα εβραϊκά μνήματα που είναι παιδικές χαρές και αθλητικός χώρος – και κάποια από τα οικήματα, όπως του ραβίνου, που ήταν καθαρά της κοινότητας της Εκκλησίας».
Εσείς ως νέος πώς διασκεδάζατε;
«Στα μαθητικά μας χρόνια, μέχρι δηλαδή το ’66-67, δεν είχαμε πολλές ευκαιρίες ψυχαγωγίας, για δύο λόγους: γιατί δεν ξέραμε να διασκεδάζουμε και γιατί δεν είχαμε χρήματα. Το Σάββατο και η Κυριακή ήταν οι μέρες της ψυχαγωγίας. Συνηθισμένη απασχόληση ο κινηματογράφος, όταν το έργο δεν ήταν ακατάλληλο· στα ακατάλληλα έργα απαγορευόταν η είσοδός μας, έκαναν ντου οι καθηγητές, πηγαίναμε στον εξώστη στο Σταρ και γινόταν ο χαμός. Εγώ δεν μπορούσα να τα κάνω αυτά γιατί είχα την ατυχία οι καθηγητές όλοι να τρώνε στο εστιατόριο του πατέρα μου και δεν μπορούσα να το σκάσω! Μέχρι και ο απουσιολόγος έφευγε, εγώ δεν μπορούσα. Κάναμε και κάποια πάρτι, επ’ ευκαιρία κάποιων εορτών, συνήθως σαββατόβραδο, με βερμούτ, αυτό ήταν της μόδας, και με πικάπ.
Πολύ αραιά έρχονταν τα λεγόμενα «μπουλούκια». Θίασοι, δηλαδή, οι οποίοι γύριζαν όλη την Ελλάδα. Είχαμε έξι κινηματογράφος, ο κόσμος πήγαινε κινηματογράφο. Σήμερα έχουμε μείνει με έναν».