Χαρτί – Διαδίκτυο: 1-0
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Θυμάμαι τον πρώτο καιρό που ξεκίνησαν τα blogs στο Internet. Ηταν τέλη της δεκαετίας του ’90. Οι εφημερίδες πουλούσαν χιλιάδες φύλλα – ειδικά κάποιες κυριακάτικες, εκατοντάδες χιλιάδες. Ηταν ο καιρός που είχαμε δεκάδες περιοδικά στα περίπτερα – θυμόμαστε ακόμη τα περιοδικά που «πουλούσαν» lifestyle, αλλά η αλήθεια είναι πως υπήρχαν περιοδικά για τα πάντα: άλλα ήταν φθηνά και γεμάτα κουτσομπολιά, άλλα εξειδικευμένα και επιστημονικά, άλλα «γυναικεία» και άλλα «ανδρικά». Γινόταν τότε μεγάλη συζήτηση για τη γλώσσα των Μέσων και για τη φθορά της: παρότι κανείς δεν προδίκαζε την πτώση των πωλήσεων, πολλοί έβλεπαν στο «μπουμ» των εκδόσεων πολλές κουρασμένες υπογραφές. Εφταιγε σίγουρα ότι αρκετοί γραφιάδες μοιράζονταν σε πολλά: ένας καλός δημοσιογράφος δούλευε σίγουρα για μία εφημερίδα και είχε και συνεργασίες με δύο και τρία περιοδικά, ανάλογα με το αντικείμενό του. Οι διαφημιστικές έφεραν συνεχώς χρήματα και οι εκδοτικές επιχειρήσεις έμπαιναν στο Χρηματιστήριο, έχοντας ως περιουσιακό στοιχείο μόνο τα γραφεία τους – άντε και μερικούς τίτλους περιοδικών ή συχνότητες ραδιοφωνικών σταθμών. «Εβρεχε» χρήμα και κανένας δεν έπαιρνε στα σοβαρά το Internet και τα blogs του. Τα πρώτα τέτοια είχαν άλλωστε και ένα αδιάφορο (για να μην πω θλιβερό) φορμάτ. Πού και πού έβλεπες καμιά φωτογραφία – το σύνηθες ήταν κείμενα σε λευκό φόντο. «Ποιος τα διάβαζε», λέγανε, «αυτά τα πράγματα;».
Αν οι υπεύθυνοι των εφημερίδων και των περιοδικών δεν ήταν κλεισμένοι στο θερμοκήπιο της ματαιοδοξίας τους θα διαπίστωναν ωστόσο ότι εκεί κάτι νέο είχε γεννηθεί. Η γραφή των bloggers ήταν φρέσκια. Οι ιδέες δεν έλειπαν. Οι οπτικές γωνίες είχαν ενδιαφέρον, κυρίως μπορούσες να βρεις και να διαβάσεις τα πάντα. Πολιτικές επισημάνσεις που δεν μπορούσαν να γίνουν στις σοβαροφανείς εφημερίδες μας. Δυσοίωνες οικονομικές προβλέψεις που δυστυχώς βγήκαν αληθινές. Κυρίως προσωπικές ιστορίες: όποιος έγραφε στα πρωτόλεια blogs της εποχής κατέθετε κάτι από τη ζωή του την ίδια. Δεν έβρισκε μεγάλο κοινό, είναι αλήθεια. Internet είχαν λίγοι και όσοι είχαν ήταν ακόμη πολύ δύσκολο να ανακαλύψουν τι γράφει ποιος και πού. Αλλά, υπογείως, υπήρχε ένα ρεύμα που φούσκωνε: όταν τελειοποιήθηκαν οι ιντερνετικές μηχανές αναζήτησης, άρχισε να γίνεται εύκολο να βρεις ό,τι ήθελες. Στον ωκεανό που είχες μπροστά σου ήταν δεδομένο ότι το σερφάρισμα θα ήταν ολοένα και πιο συναρπαστικό. Ο κόσμος της ενημέρωσης άλλαξε.
Οι εφημερίδες άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο βαριές – ίσως και βαρετές. Τα δε περιοδικά έχαναν χρόνο με τον χρόνο την ιλουστρασιόν λάμψη τους. Οταν ήρθε και η κρίση, ο παραδοσιακός Τύπος άρχισε να «ματώνει»: έχασε έσοδα, δημοσιογράφους, αναγνώστες, επιρροή, ενώ την ίδια στιγμή η λέξη Internet έγινε συνώνυμη της ενημέρωσης, και μάλιστα της ταχύτερης που έχει γνωρίσει ο κόσμος. «Οδηγούμε άλογα με καρότσες σε έναν κόσμο στους δρόμους του οποίου κυκλοφορούν αυτοκίνητα» μου έλεγε ένας εξαιρετικός συνάδελφος το περασμένο καλοκαίρι για να μου δείξει τη διαφορά της δυναμικής του παραδοσιακού Τύπου από τον ιντερνετικό. Συμφώνησα. Αλλά στον ρευστό μας κόσμο οι αλλαγές δεν σταματούν.
Πριν από λίγο καιρό έκανα μια προσπάθεια να βρω κείμενα κάποιων bloggers που χρόνια πριν παρακολουθούσα. Ανακάλυψα πως μερικοί γράφουν για κάποια σοβαρή ιστοσελίδα γνώμης – οι πιο γνωστοί γράφουν για περισσότερες, όπως παλιά συνέβαινε με τους δημοσιογράφους που δούλευαν σε εφημερίδες και περιοδικά. Αλλοι έχουν απλώς χαθεί. Οταν το Internet γιγαντώθηκε, πλήρωσαν τη γιγάντωσή του με αφανισμό τα κάποτε προσωπικά blogs. Οσοι τα έγραφαν, ή τα παράτησαν ή βρήκαν καταφύγιο στα ιντερνετικά σουπερμάρκετ απόψεων τα οποία ξεπρόβαλαν. Αυτά μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με τα παλιά περιοδικά και τις παλιές κυριακάτικες εφημερίδες: είναι γεμάτα από κείμενα που συνήθως γράφονται για να γράφονται – ή για να τραβάνε τα «κλικ». Οι τίτλοι γίνονται ολοένα και πιο χυδαίοι και τα κείμενα ολοένα και πιο βιαστικά. Είναι σαν η χειρότερη πλευρά των κάποτε παραδοσιακών Μέσων να ανακάλυψε έναν τρόπο για να γίνει πάλι της μόδας. Δεν λέω ότι δεν γράφονται και ωραία πράγματα – πάντα θα υπάρχουν. Αλλά η απερίγραπτη ποσότητα άρθρων, αναλύσεων, επισημάνσεων, προσωπικών απόψεων κ.τ.λ. μικραίνει την πιθανότητα να φανούν τα αληθινά σημαντικά και τα εξαιρετικά: τα κείμενα του Internet κόλλησαν σε χρόνο-ρεκόρ το μικρόβιο της φθήνιας, ενώ την ίδια στιγμή οι εφημερίδες είναι σαν να «καθάρισαν». Δεν λέω ότι όλες δημοσιεύουν ωραία κείμενα: υπάρχουν στα περίπτερα ακόμη πολλές που βιοπορίζονται παράγοντας αθλιότητες. Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν έχουν και αυτές ανακυκλώσει fake news: πολλές φορές το φιλτράρισμα έχει σταθεί αδύνατο. Δεν θα τολμούσα ποτέ να υποστηρίξω ότι ξαναβρήκαν το κάποτε μεγάλο κύρος τους ή ότι έχουν ξανά τον τρόπο να ταράζουν την πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και αθλητική μας καθημερινότητα – το κατορθώνουν σπάνια. Αλλά τα κείμενα που οι εφημερίδες δημοσιεύουν (αν όχι όλες, αλλά σίγουρα οι πιο πολλές) είναι πλέον καλύτερα από ό,τι ήταν τον καιρό της ευημερίας: πλέον όσοι «γράφουν για να γράφουν και όχι για να τους διαβάζουν αναγνώστες» το κάνουν σε κάποια ιστοσελίδα στο Internet που ζητεί τη βοήθειά τους για να υπάρχουν κείμενα ροής και να φαίνεται ότι κάτι γίνεται. Ενώ δεν συμβαίνει τίποτε το σημαντικό.
Στις εφημερίδες οι αναγνώστες μειώθηκαν, αλλά αυτοί που έχουν απομείνει είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα συνειδητοποιημένοι. Ξέρουν για ποιον λόγο αγοράζουν μια εφημερίδα, περιμένουν κάθε φορά το κείμενο του σχολιαστή που διαβάζουν, ξέρουν πως ο τρόπος που ο ρεπόρτερ θα δουλέψει μια είδηση είναι σοβαρός. Δεν είναι πολλοί οι αναγνώστες αυτοί και δεν είναι και πολλοί πια οι δημοσιογράφοι που γράφουν στις εφημερίδες, αλλά μεταξύ τους υπάρχει μια σχέση γνωριμίας
– απρόσωπο είναι πια μόνο το Διαδίκτυο. Το ενδιαφέρον στην ιστορία είναι ότι αυτή η στροφή των εφημερίδων προς την ποιότητα και τη σοβαρότητα προέκυψε ως ανάγκη επιβίωσης: όσοι γράφουν καταλαβαίνουν πως για να συνεχίσουν να έχουν αναγνώστες πρέπει να γράφουν προσεκτικά – μετράει σίγουρα και ότι οι αναγνώστες πληρώνουν. Οσοι, από την άλλη, ψάχνουν απλώς «κλικ» είναι δεδομένο ότι θα συνεχίσουν να το κάνουν αδιαφορώντας για το κείμενο: τους αρκεί συνήθως πως μπορεί σε αυτό να βάλουν έναν προβοκατόρικο τίτλο.
Πάω στοίχημα πως αρκετοί από τους κάποτε μοναχικούς bloggers έχουν βρει καταφύγιο στις εφημερίδες. Είτε οδηγούν άμαξες, είτε κάθονται αναπαυτικά σε αυτές, απολαμβάνουν τη διαδρομή. Και ας τρέχουν δίπλα τους αυτοκίνητα-σακαράκες…

