Τη βόμβα της ΔΕΗ με το φυτίλι αναμμένο… αφήνει το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην επόμενη κυβέρνηση. Στα χρόνια της θητείας του έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να διογκώσει τα εδώ και δεκαετίες μεγάλα οικονομικά προβλήματα και να τη φέρει προ της κατάρρευσης.
Η κατάσταση της μεγαλύτερης επιχείρησης της χώρας που συνδέεται άρρηκτα με την οικονομική και αναπτυξιακή τροχιά της χώρας αποτυπώνεται εμμέσως πλην σαφώς στο Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Σχέδιο για την περίοδο 2018-2022 που εκπόνησε η McKinsey & Company. Το κείμενο, σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», παραδόθηκε στις αρχές του Ιουλίου στις πιστώτριες τράπεζες εν είδει εγγύησης προκειμένου να κλείσει και να υπογραφεί στις αρχές του Αυγούστου η αναχρηματοδότηση δανείων της, ύψους 1,2 δισ. ευρώ. Και η κίνηση αυτή, αν μη τι άλλο, δείχνει και την κρισιμότητα της κατάστασης της ΔΕΗ, με τις ίδιες τις τράπεζες να αποζητούν εναγωνίως δεσμεύσεις για τα μελλοντικά έσοδα της επιχείρησης.

Εχει μείνει πίσω

Η «Πυξίδα», όπως ονοματίστηκε το Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Σχέδιο, εντοπίζει τα τεράστια προβλήματα της μεγάλης βιομηχανίας αλλά και τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει εν όψει των κοσμογονικών αλλαγών που δρομολογούνται στην ευρωπαϊκή αλλά και στην εγχώρια αγορά ενέργειας: τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια με το τέλος της ανθρακικής εποχής καθώς και την απελευθέρωση του εγχώριου τομέα της παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος.
Αλλαγές στις οποίες η ΔΕΗ έχει μείνει πίσω και, το κυριότερο, η σημερινή κυβέρνηση με τις αποφάσεις που έχει λάβει την επιβάρυνε με περισσότερες οικονομικές υποχρεώσεις.
Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με το business plan, η εταιρεία να χρειάζεται EBITDA 1,1 δισ. ευρώ το 2022 από τα περίπου 537,8 εκατ. ευρώ που εκτιμώνται για εφέτος αλλά και μείωση του καθαρού δανεισμού στα 2,9 από 3,9 δισ. ευρώ που προβλέπεται για το τέλος του 2018. Με τον τρόπο αυτόν η σχέση χρέους προς EBITDA από 8,8 θα κατέβει στα 2,6. Από μη βιώσιμη δηλαδή θα μετατραπεί σε βιώσιμη.
Και φυσικά όλα αυτά με την προϋπόθεση, όπως πάντα περιγράφει το σχέδιο «Πυξίδα», ότι τα έσοδά της θα μειωθούν μόλις κατά 500 εκατ. ευρώ το διάστημα 2018 – 2022, ήτοι από 4,7 δισ. στα 4,2 δισ. ευρώ. Και η επισήμανση αυτή γίνεται καθώς με βάση τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης έναντι των δανειστών της, το μερίδιο της ΔΕΗ στην αγορά θα πρέπει να πέσει το 2019 κάτω από το 50% προκειμένου να ανοίξει η αγορά. Σημειωτέον ότι στη λιανική η δημόσια εταιρεία έχει σήμερα το 85%. Με πιο απλά λόγια, τα περίπου 2 δισ. ευρώ εσόδων που θα πρέπει να χάσει η εταιρεία πρέπει να τα ανακτήσει από άλλες δραστηριότητες. Αγορές και προκλήσεις οι οποίες εντοπίζονται στο επιχειρησιακό σχέδιο, αλλά για να τις πιάσει η ΔΕΗ θα πρέπει να επιδοθεί σε έναν τεράστιο αγώνα δρόμου. Για παράδειγμα, έχει μπει ως στόχος η εταιρεία να ανεβάσει το μερίδιό της στις ΑΠΕ από το 3% σήμερα στο 10% το 2022. Με τον τρόπο αυτόν θα προσθέσει στα EBITDA της 73 – 84 εκατ. ευρώ.

Οι πληγές

Οι μεγαλύτερες «πληγές» όμως της ΔΕΗ είναι δύο: το τεράστιο ύψος των απλήρωτων λογαριασμών ρεύματος και η καθυστερημένη, λειψή και ζημιογόνα απόπειρα σπασίματος του μονοπωλίου της εταιρείας.
1. Η πρώτη, όπως αποτυπώνεται στην «Πυξίδα», είναι το βουνό των ληξιπρόθεσμων χρεών από τους πελάτες της. Αυτά έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το 2013 και στο τέλος του 2017 εκτινάχθηκαν στα 3,521 δισ. ευρώ. Από αυτά η εταιρεία ζήτημα να μπορεί να εισπράξει χρήματα από 690 εκατ. ευρώ έως 1 δισ. ευρώ, σύμφωνα πάντα με το business plan. Μόνο η ΛΑΡΚΟ και τρεις βιομηχανίες υψηλής τάσης χρωστούν 396 εκατ. ευρώ και οι στόχοι για την είσπραξή τους περιορίζονται στα 20 με 40 εκατ. ευρώ. Χαμένα δε θεωρούνται 815 εκατ. ευρώ χρέη από πελάτες χαμηλής και μέσης τάσης που άλλαξαν προμηθευτή αφήνοντας φέσια. Ο στόχος του business plan δείχνει να εισπράττονται μόλις 35 με 75 εκατ. ευρώ. Τα χρέη εκτινάχθηκαν λόγω των κυβερνητικών επιλογών για μη αποκοπή των παροχών οφειλετών της εταιρείας, ακόμη και αν αυτοί ήταν στρατηγικοί κακοπληρωτές.
2. Η δεύτερη πληγή είναι η καθυστερημένη απόπειρα αποεπένδυσης από τις λιγνιτικές μονάδες. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ το 2015 ακύρωσε τον νόμο περί πώλησης της «μικρής ΔΕΗ», ενός δελεαστικού προς τους επενδυτές σχήματος που περιλάμβανε τμήμα των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων, όπως και μονάδων παραγωγής ρεύματος με καύσιμο το φυσικό αέριο αλλά και μέρος των πελατών της. Τότε η λογιστική αξία της «μικρής ΔΕΗ», που αντιστοιχούσε στο 30% της εταιρείας, ήταν στα 2 δισ. ευρώ. Η κίνηση αυτή θα απελευθέρωνε την αγορά ηλεκτρισμού, ενώ ταυτόχρονα έδινε και σημαντικά έσοδα στην επιχείρηση, η οποία θα μπορούσε να ανοιχθεί σε άλλες δραστηριότητες (εξαγορές εταιρειών στο εξωτερικό, παροχή ενεργειακών υπηρεσιών, ΑΠΕ, φυσικό αέριο κ.λπ.).

Το αδιέξοδο

Τώρα, η σημερινή κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με το αδιέξοδο των επιλογών της. Πουλά τους λιγνιτικούς σταθμούς της Μελίτης και της Μεγαλόπολης, συνολικής ισχύος 800 MW, κάτω από δυσμενείς συνθήκες. Το κόστος αγοράς δικαιωμάτων CO2 έχει εκτιναχθεί στα 25 ευρώ ανά τόνο από 5 ευρώ πέρυσι. Σύμφωνα επίσης με τις εκτιμήσεις, όπως της Bank of America, προβλέπεται τα δικαιώματα να εκτινάσσονται στα 30 ευρώ πριν από το 2019. Αλλά και η BP παρουσιάζοντας πρόσφατα τα μελλοντικά της σχέδια έκανε γνωστό ότι αυτά έγιναν με σενάρια τιμών των ρύπων στα 40 δολάρια ανά τόνο.
Το ράλι των τιμών CO2 αποδίδεται στην κεντρική απόφαση της ΕΕ για απανθρακοποίηση της ενιαίας οικονομίας και μία από τις πολιτικές της είναι ο περιορισμός από το 2019 των διαθέσιμων προς αγορά δικαιωμάτων.
Οι υποψήφιοι επενδυτές για την εξαγορά των δύο λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ είναι ιδιαίτερα προβληματισμένοι και οι ενδείξεις όλες οδηγούν στο σενάριο των χαμηλών οικονομικών προσφορών. Αν δε, επικρατήσει το πλέον άσχημο σενάριο της μη πώλησης των λιγνιτικών, τότε βίαια θα σπάσει η εταιρεία και θα βγουν προς πώληση και οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί.
Πέραν της ζημιογόνας πώλησης των λιγνιτικών σταθμών, η κυβερνητική επιλογή να χρησιμοποιήσει μόνο το εργαλείο των δημοπρασιών ΝΟΜΕ για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που ήλθε ως αντικατάσταση του νόμου της «μικρής ΔΕΗ», προκάλεσε στην εταιρεία ζημιά της τάξης των 92,1 εκατ. ευρώ.
Αλλά ακόμη και με αυτόν τον τρόπο, τα μερίδια της δημόσιας επιχείρησης δεν έπεσαν με βάση τους στόχους του Μνημονίου. Και αυτό καθώς η εταιρεία αποφάσισε να χορηγήσει έκπτωση συνέπειας 15% στους πελάτες της, με αποτέλεσμα να μην αφήνουν τη ΔΕΗ για άλλους προμηθευτές.
Με τεράστιο κόστος ύψους 300 εκατ. ευρώ επιβάρυνε τη ΔΕΗ η απόφαση για τη λεγόμενη «χρέωση προμηθευτή». Πρόκειται για νόμο της κυβέρνησης, σύμφωνα με τον οποίο η ΔΕΗ και οι ιδιώτες προμηθευτές επιβαρύνθηκαν με χρέωση προκειμένου να κλείσει η «τρύπα» του Ειδικού Λογαριασμού των ΑΠΕ.
Επίσης από τα περίπου 1 δισ. ευρώ ΥΚΩ που διεκδικούσε να εισπράξει η ΔΕΗ για τα προηγούμενα χρόνια, τελικά της αποδόθηκαν μόλις 360 εκατ. ευρώ.

Πρόγραμμα εθελουσίας για λιγότερο προσωπικό

Το business plan δεν μιλά για απολύσεις. Περιγράφει, όμως, την αναγκαιότητα λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση της εταιρείας για προγράμματα εθελουσίας εξόδου (συμπεριλαμβανομένων και όσων θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης) καθώς και μετακινήσεων του προσωπικού. Επίσης προσδιορίζονται και άλλες δαπάνες που θα μπορούσε να εξοικονομήσει.
Αυτές αφορούν τους εργαζομένους των λιγνιτικών μονάδων και ορυχείων που πωλούνται, εκείνων που αποσύρονται (ΑΗΣ Αμυνταίου και Καρδιάς) αλλά ακόμη και τις κεντρικές υπηρεσίες της εταιρείας. Μέσα από στρογγυλεμένες διατυπώσεις γίνεται λόγος για περικοπή κόστους 339 εκατ. ευρώ μέσα από την αναδιάρθρωση προσωπικού. Πρόκειται για συνολικά 4.093 εργαζομένους της εταιρείας. Το σύνολο των εργαζομένων της μητρικής ΔΕΗ ανέρχεται σε περίπου 10.000 άτομα. Τα κόστη που μπορούν να εξοικονομηθούν αναλύονται σε 90 εκατ. ευρώ από 1.500 τακτικούς υπαλλήλους στις λιγνιτικές μονάδες που πωλούνται και αποσύρονται σε 229 εκατ. ευρώ από 2.210 εργαζομένους στα ορυχεία των προαναφερόμενων μονάδων και 19 εκατ. ευρώ από 383 άτομα που απασχολούνται στις διοικητικές υπηρεσίες της εταιρείας.