Ηελληνική οικονομία έχει, αναμφισβήτητα, εισέλθει σε τροχιά ανάκαμψης και η πρόκληση τώρα έγκειται στην ενίσχυση και στην περαιτέρω διάχυση της αναπτυξιακής δυναμικής, στηρίζοντας ενεργά την ανταγωνιστικότητα και το βιοτικό επίπεδο της χώρας. Το πιο βιώσιμο τμήμα του επιχειρηματικού τομέα που κατόρθωσε να ξεπεράσει την κρίση έχει ήδη αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή και στηρίζει την οικονομία. Οι παραδοσιακοί κλάδοι, με προεξάρχοντα τον τουρισμό, πιστοποιούν την ανταγωνιστικότητά τους και επωφελούνται από την ευνοϊκή, μέχρι πρόσφατα, διεθνή συγκυρία, καθώς και τις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις της ευρωζώνης τα τελευταία χρόνια. Οι ανωτέρω δυνάμεις έδωσαν ώθηση στην εξωστρέφεια της χώρας, με τις εξαγωγές να φτάνουν σε ιστορικά υψηλό επίπεδο.
Τα επιτεύγματα αυτά είναι αξιοσημείωτα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι συντελέστηκαν σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, εξαιρετικά αυξημένης ανεργίας, υψηλής αβεβαιότητας, που συνοδεύτηκε από φυγή άνω των €120 δισ. ιδιωτικών κεφαλαίων στο εξωτερικό, με άλλα €100 δισ. να είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ιδιωτικού τομέα προς τις τράπεζες, ενώ η καθαρή συσσώρευση νέων οφειλών προς τον δημόσιο τομέα (εκτός προσαυξήσεων) υπερέβη τα €35 δισ. ευρώ. Η εργώδης προσπάθεια για επίτευξη των φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων απορρόφησε μεν σημαντική ρευστότητα από την οικονομία, επιβάρυνε το κοινωνικό πλήγμα και μεγέθυνε την ύφεση, συνέτεινε όμως στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Το τελευταίο βαραίνει σημαντικά στην αξιολόγηση των διεθνών αγορών σε μια χώρα που βρέθηκε στα πρόθυρα ανεξέλεγκτου χρεοστασίου και τώρα στοχεύει στην επάνοδό της στην κανονικότητα.
Η ολοκλήρωση του 3ου Προγράμματος και οι αποφάσεις για μεταμνημονιακή εποπτεία και εφαρμογή νέων μέτρων για το χρέος είναι κομβικής σημασίας για την έναρξη του επόμενου κεφαλαίου για την ελληνική οικονομία. Ωστόσο, το ορόσημο της εξόδου δεν αντανακλά στην πράξη μια σταθερή ημερομηνία, καθώς αποτελεί, ουσιαστικά, μια στρατηγική-δυναμική δέσμευση της χώρας για συνεχή επένδυση στη βιωσιμότητα και στην ανταγωνιστικότητα και αποφυγή των παθογενειών του παρελθόντος. Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας επικροτούν τα προαναφερόμενα επιτεύγματα, με τους οίκους αξιολόγησης να υπογραμμίζουν ότι περαιτέρω αναβαθμίσεις συναρτώνται από την αξιοπιστία και τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας.
Η μεγάλη πρόκληση τόσο για τον επιχειρηματικό τομέα όσο και για τις τράπεζες είναι να βοηθήσουν στην ανάκαμψη και να επιταχύνουν τη διεύρυνσή της σε μεγαλύτερο πλέγμα δραστηριοτήτων και οικονομικών μονάδων. Η εμπειρία των τραπεζών τόσο στο σκέλος της νέας ζήτησης δανείων όσο και στις εξελίξεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια καταδεικνύει ότι ο ρυθμός διάχυσης των ωφελειών της ανάκαμψης στον ιδιωτικό τομέα είναι βραδύς, όπως και ο ρυθμός δημιουργίας ρευστότητας. Συνεπώς, οι επιχειρησιακές στρατηγικές πρέπει να είναι ευπροσάρμοστες και επαρκώς διαφοροποιημένες, ώστε να αντανακλούν τις τρέχουσες ανάγκες και τάσεις. Η βιώσιμη ανάκαμψη, οι επενδύσεις και η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας προϋποθέτουν διεύρυνση του αριθμού των βιώσιμων επιχειρηματικών μονάδων. Σταθερότητα, αξιοπιστία και προβλεψιμότητα αποτελούν τους πυλώνες για επιτυχημένη οικονομική πολιτική που θα στηρίζει τον ιδιωτικό τομέα και θα προσελκύει τις αναγκαίες επενδύσεις από το εξωτερικό.
Τους τελευταίους μήνες, πυκνώνουν οι πηγές αβεβαιότητας στη διεθνή οικονομία, και ειδικά στη γειτονιά μας (Ιταλία, Τουρκία), αλλά και οι ανησυχίες για παγκόσμιο εμπόριο και μεταβλητότητα συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι προσπάθειές μας πρέπει να προσανατολίζονται σε μια ολοένα και πιο ανθεκτική σε εξωτερικές αναταράξεις οικονομία, ώστε να απαλλαγούμε από τη σφραγίδα της ζώνης υψηλού κινδύνου. Τα επιτεύγματα της Ελλάδας στην οικονομική προσαρμογή και το πλαίσιο που διέπει τη σχέση μας με τους εταίρους, η φθηνή αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους και το προνόμιο συμμετοχής σε μια αξιόπιστη νομισματική ζώνη αποτελούν πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς μεταβλητότητας. Πρέπει όμως να επενδύσουμε με αποφασιστικότητα στη μακροχρόνια αξιοπιστία και ανταγωνιστικότητά της χώρας. Αρκετές χώρες της πρώην Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης το κατάφεραν μέσω μιας επώδυνης αλλά επιτυχούς πορείας αναδιάρθρωσης/επανεκκίνησης, χωρίς να έχουν επιχειρηματική παράδοση και χωρίς παρελθόν λειτουργίας με όρους οικονομίας της αγοράς. Αναμφισβήτητα, αυτό μπορεί να το επιτύχει μια οικονομία με δυναμική επιχειρηματικότητα, εξαιρετικό ανθρώπινο κεφάλαιο και κομβική γεωπολιτική θέση, όπως η Ελλάδα.
Οι τράπεζες έχουν υλοποιήσει με αποφασιστικότητα σημαντικές προσαρμογές και έχουν προβεί σε αξιόλογες ενέργειες ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους επάρκειας, μέσα σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό περιβάλλον.
Καλούνται να διαχειριστούν, με τον βέλτιστο τρόπο, την κληρονομιά της κρίσης, που ενσωματώνεται στο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και να επιταχύνουν τις ενέργειές τους για επίλυση του προβλήματος. Οι βελτιούμενες οικονομικές συνθήκες και το πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο βοηθούν στην αντιμετώπιση των υφιστάμενων εκκρεμοτήτων σε αυτό το πεδίο. Στην πράξη όμως, οι πιο σημαντικές προκλήσεις για τις τράπεζες είναι άμεσα συνυφασμένες με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία στο σύνολό της για βιώσιμη ανάπτυξη. Οι τράπεζες καλούνται να απελευθερώσουν και να διοχετεύουν χρηματοδοτικούς πόρους που να συμβαδίζουν με μια υγιή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, να ενισχύουν τα έσοδα από τη χρηματοπιστωτική εμβάθυνση που συντελείται στην οικονομία, να ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες εποπτικές και τεχνολογικές απαιτήσεις και, παράλληλα, να προσαρμόζουν το πλέγμα των υπηρεσιών τους στις ιδιαιτερότητες της οικονομίας και της συγκυρίας. Για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων εργαζόμαστε και σε αυτό επενδύουμε καθημερινά στον μέγιστο δυνατό βαθμό.
Ο κ. Νίκος Μαγγίνας είναι επικεφαλής Ανάλυσης Ελληνικής Οικονομίας στην Εθνική Τράπεζα.