Vionnet & Leonard: Μόδα για εκλεκτούς
Αέρινα υφάσματα που αναδεικνύουν τη γυναικεία σιλουέτα, καινοτόμες τεχνικές και έντονες επιρροές από την Αρχαία Ελλάδα και την Απω Ανατολή είναι μερικοί από τους λόγους που οι δύο γαλλικοί οίκοι μόδας, με περίπου μισό αιώνα διαφορά ο ένας από τον άλλον, κατέκτησαν την υψηλή κοινωνία της εποχής τους, και όχι μόνο.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Παρά την καίρια συμβολή τους στην εξέλιξη της μόδας, είναι και οι δύο λιγότερο γνωστοί στο ευρύ κοινό, σε αντίθεση με άλλους exclusive γαλλικούς οίκους όπως η Chanel και ο Dior που είναι παγκοσμίως και καθολικά αναγνωρίσιμοι. Τους γνωρίζουν όμως πολύ καλά όλοι όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με την υψηλή ραπτική, αλλά και η αληθινή ελίτ που δεν παρασύρεται από τις τάσεις της κάθε χρονιάς και προτιμά τα κλασικά, διαχρονικά, ποιοτικά και κομψά ενδύματα. Ο λόγος για τους οίκους Vionnet και Leonard, ο πρώτος εκ των οποίων δημιουργήθηκε από μια γυναίκα σχεδιάστρια, τη Μαντλέν Βιονέ, το 1912, και ο δεύτερος από τον Ντανιέλ Τριμπουιγιάρ (με συνεταίρο τον Ζακ Λεονάρ, που όμως δεν ήταν σχεδιαστής), το 1958. Αμφότεροι εισήγαγαν σημαντικές καινοτομίες στον χώρο τους που τους ξεχώρισαν από τους σύγχρονούς τους και οδήγησαν τη μεν Βιονέ στο να αποκαλείται «η αρχιτέκτων της μόδας», τον δε Τριμπουιγιάρ στο να γίνει ο βασιλιάς – παρά το ότι είναι Δυτικός – των κιμονό στην Ιαπωνία (ο οίκος Leonard αριθμεί σήμερα 54 σημεία πώλησης στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, ενώ στη Γαλλία μόλις 3).
Το «διαγώνιο κόψιμο» και οι αρχαιοελληνικές επιρροές
Το ξεκίνημα της ζωής της Μαντλέν Βιονέ δεν προδιέγραφε τη μετέπειτα πορεία της. Γεννημένη το 1876 στο Λουαρέ και μεγαλωμένη στο Ομπερβιγέ της Γαλλίας από φτωχούς γονείς, οι οποίοι στα πέντε της χρόνια χώρισαν αναγκάζοντάς τη να μείνει με τον πατέρα της, έμαθε από μικρή να ράβει, να εργάζεται σκληρά και για πολλές ώρες, κάτι για το οποίο παραδέχθηκε αργότερα, σε συνέντευξή της το 1964 στους «New York Times», ότι κατηγορούσε τον πατέρα της για αρκετά χρόνια. Μέχρι την ηλικία των 18 είχε ήδη παντρευτεί, είχε αποκτήσει παιδί – πέθανε όσο ήταν βρέφος – και χωρίσει. Μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου άρχισε να δουλεύει για την Κέιτ Ράιλι, η οποία έφτιαχνε ρούχα για τη βασιλική οικογένεια και επέστρεψε στο Παρίσι όπου δούλεψε για λίγο στον οίκο Callot Soeurs. Εκεί, είχε πει η ίδια, έμαθε την υψηλή ραπτική.
Το δικό της κατάστημα το άνοιξε το 1912, αλλά αναγκάστηκε να το κλείσει δύο χρόνια αργότερα εξαιτίας της έναρξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ξανάνοιξε το 1923 και για τα επόμενα 17 χρόνια (που έκλεισε οριστικά), η αφοσιωμένη στην τέχνη της σχεδιάστρια διέπρεψε τόσο εντός όσο και εκτός Γαλλίας (διέθετε κατάστημα ως και στην 5η Λεωφόρο του Μανχάταν) και έραψε περίπου 12.000 κομμάτια, 120 εκ των οποίων σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο Μόδας και Υφασμάτων στο Παρίσι – τα δώρισε η ίδια.
Η μεγαλύτερη συνεισφορά της Βιονέ στη μόδα ήταν το λεγόμενο «διαγώνιο κόψιμο» (bias cut), που αν και δεν το εφηύρε εκείνη, ήταν η πρώτη που το χρησιμοποίησε σε όλο το ρούχο και όχι μόνο σε λεπτομέρειες. Η συγκεκριμένη τεχνική κοψίματος δίνει τη δυνατότητα στο ύφασμα να πάλλεται ανάλογα με τις κινήσεις εκείνης που το φοράει, αλλά και να αγκαλιάζει το σώμα αναδεικνύοντας τις καμπύλες του. Ιδανική δηλαδή επιλογή για τα φορέματά της, τα οποία εμπνεύστηκε από τους αρχαιοελληνικούς χιτώνες, αλλά και από τις χορευτικές κινήσεις της Ισιδώρας Ντάνκαν. Στη διάρκεια λοιπόν της δεκαετίας του ’30, η ταλαντούχα σχεδιάστρια έκανε το «διαγώνιο κόψιμο» το απόλυτο trend και τα ρούχα της φορούσαν μεγάλες σταρ της εποχής όπως η Μάρλεν Ντίτριχ, η Κάθριν Χέπμπορν, η Γκρέτα Γκάρμπο και η Τζόαν Κρόφορντ. Εκείνη επίσης καθιέρωσε, μαζί με την Κοκό Σανέλ, την κατάργηση του κορσέ που δεν ταίριαζε καθόλου με τα αέρινα υφάσματα.
Αντίθετα όμως με τη Σανέλ, στη Βιονέ δεν άρεσαν οι κοσμικότητες και βρισκόταν συνεχώς στο ατελιέ της δουλεύοντας σκληρά. Δεν αγαπούσε τον κόσμο της μόδας, εκείνη άλλωστε δεν είχε την κομψότητα της Σανέλ – αλλά ήθελε να φτιάχνει ρούχα κλασικά και διαχρονικά. Επίσης, δεν ξέχασε ποτέ την ταπεινή της καταγωγή και τα όσα υπέφερε ως απλή μοδίστρα φροντίζοντας να προσφέρει στους 1.200 υπαλλήλους της γεύματα, φροντίδα τέκνων, άδειες διακοπών και μητρότητας και πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη – ένας γιατρός και ένας οδοντίατρος βρίσκονταν συνεχώς στις εγκαταστάσεις της.
Τέλος, ασχολήθηκε με πάθος με την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων των σχεδιαστών. Δημιούργησε την Ενωση για την Υπεράσπιση των Πλαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών (L’Association pour la Défense des Arts Plastiques et Appliqués) και καθιέρωσε τη χρήση της αρίθμησης και του δακτυλικού αποτυπώματος στις ετικέτες προκειμένου να πιστοποιείται η γνησιότητα των ρούχων της.
Από τα εμπριμέ πουλόβερ στα κιμονό
Το 1960, δύο χρόνια μετά την ίδρυση του Leonard Fashion, ο νεαρός τότε σχεδιαστής του, Ντανιέλ Τριμπουιγιάρ, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά μια τεχνική για να φτιάχνει εμπριμέ, πλεκτά πουλόβερ, κάτι που προηγουμένως δεν είχε καταφέρει κανείς. Αυτομάτως κέρδισε διεθνή αναγνώριση, αλλά και αποκλειστικές συνεργασίες με τους οίκους Dior, Lanvin και Hermès για να τους δημιουργήσει υφάσματα με σχέδια. Η επιτυχία, ειδικά των φλοράλ του, τον οδήγησε στο να λανσάρει τη δική του σειρά, με χαρακτηριστικό της την ορχιδέα, σχέδιο που μέχρι και σήμερα κάνει το brand αναγνωρίσιμο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οι καινοτομίες όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1968, λάνσαρε τα πρώτα εμπριμέ φορέματα από μεταξωτό ζέρσεϊ. Ενα πανάλαφρο ύφασμα χάρη στο οποίο ο οίκος έφτιαξε το σλόγκαν: «Το φόρεμα Leonard: 150 γραμμ. ευτυχίας». Αργότερα δημιούργησε ανδρική σειρά με μεταξωτές γραβάτες σε «τολμηρά» σχέδια και χρώματα, αρώματα, δερμάτινα είδη κ.ά.
Η επιτυχία του Leonard ήταν τόσο μεγάλη που πέρασε τα στενά όρια της Ευρώπης και διαδόθηκε στην Ασία, κυρίως στην Ιαπωνία. Το ιαπωνικό κράτος ζήτησε από τον εφευρετικό σχεδιαστή να εκσυγχρονίσει το παραδοσιακό κιμονό, κάνοντάς τον τον πρώτο Δυτικό που μυήθηκε στα μυστικά της τέχνης του συγκεκριμένου παραδοσιακού ενδύματος. Η σειρά των κιμονό του, τα οποία δημιούργησε αφού μελέτησε πολύ καλά την τέχνη και τη σημασία των σχεδίων, είχε τόσο μεγάλη και διαχρονική επιτυχία, που σήμερα οι πωλήσεις του οίκου στην Ιαπωνία αγγίζουν το 60% του τζίρου του.
Δύο ιστορικά brands στο σήμερα
Μετά τη Μαντλέν Βιονέ, η ιδιοκτησία του ομώνυμου οίκου πέρασε σε διάφορα χέρια, αλλά κανείς δεν κατάφερε να τον βγάλει από τον λήθαργο στον οποίο είχε βυθιστεί μετά την αποχώρησή της ιδρύτριάς του. Αυτό, μέχρι το 2006 που αποφασίστηκε η αναβίωσή του. Στο μεγάλο project κλήθηκε να συνδράμει μια πολυβραβευμένη ελληνίδα σχεδιάστρια, η Σοφία Κοκοσαλάκη, η οποία, ανάμεσα σε άλλα, είχε σχεδιάσει και τα ρούχα των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 – με πιο πολυσυζητημένο το λευκό πολύ μακρύ φόρεμα που φόρεσε η ισλανδή τραγουδίστρια Μπγιορκ. Το στυλ της σχεδιάστριας ταίριαζε απόλυτα με την ιστορία της Βιονέ, αφού και εκείνης οι δημιουργίες ήταν εμπνευσμένες από την Αρχαία Ελλάδα. Η συνεργασία κράτησε μόνο για έναν χρόνο (η Σοφία Κοκοσαλάκη απεβίωσε τον Οκτώβριο του 2019, σε ηλικία 46 ετών χτυπημένη από τον καρκίνο), ωστόσο η νέα εποχή είχε ήδη ξεκινήσει για τον διάσημο οίκο.
Σε αντίθεση με τον Vionnet, η πορεία του οίκου Leonard είναι αδιάκοπη και σταθερά ανοδική από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του. Αφού πέρασε το 2017 στα χέρια της Ναταλί Τριμπουιγιάρ Σασένγκ, κόρης του συνιδρυτή του, ο οποίος είναι σήμερα 85 ετών, γιόρτασε την επόμενη χρονιά τα 60 συναπτά χρόνια λειτουργίας του. Διαθέτει exclusive μπουτίκ (και ένα εντυπωσιακό corner στο tres chic ξενοδοχείο Four Seasons στην Πόλη του Φωτός) σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Γερμανία, έχει διεισδύσει στην αγορά των ΗΠΑ με δύο καταστήματα – στο Τέξας και στη Φλόριντα – και έχει θριαμβεύσει στην Απω Ανατολή, στην Ιαπωνία αλλά και σε άλλες ασιατικές χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και η Κίνα, παρότι παραμένει, όπως υποστηρίζει η Ναταλί, μια οικογενειακή επιχείρηση που σέβεται την ιστορία του brand μένοντας πιστή στο στυλ που την καθιέρωσε, αλλά με μια σύγχρονη, μοντέρνα ματιά.

