Τζοάνα Λάμλεϊ: «Τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα»
Η βρετανίδα ηθοποιός, πρωταγωνίστρια της εμβληματικής σειράς «Οι εκδικητές» και παρουσιάστρια επιτυχημένων τηλεοπτικών ταξιδιωτικών εκπομπών, μιλάει για τη μαγεία της γνωριμίας με άλλους πολιτισμούς και για την αγάπη της για τη χώρα μας.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Τον τελευταίο καιρό, πολλές διαφορετικές ταξιδιωτικές εκποµπές της βρετανίδας ηθοποιού και παραγωγού Τζοάνα Λάµλεϊ φθάνουν στο ελληνικό κοινό µέσα από τη συχνότητα της ΕΡΤ2 και από το κανάλι BBC Earth στην Cosmote TV (και µέσω streaming στην υπηρεσία on demand της πλατφόρµας) προκαλώντας αίσθηση. Γνωστή από δεκάδες σειρές και ταινίες, ανάµεσα στις οποίες και το «Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος» του 1969 (όπου υποδύθηκε ένα Bond Girl), όπως και ένας κύκλος των τηλεοπτικών «Εκδικητών» το 1976-77 ή το cult «Absolutely Fabulous» (1992-2012) του BBC, η ηθοποιός ξέρει πώς να µεταφέρει τον τηλεθεατή µε αµεσότητα και χιούµορ σε κάθε γωνιά του πλανήτη και καταφέρνει να τον κάνει κοινωνό σε διαφορετικές κουλτούρες. Το έχει πετύχει τα τελευταία χρόνια µεταξύ άλλων µε τα «Joanna Lumley’s Silk Road Adventure», «Joanna Lumley’s India» και «Joanna Lumley’s Hidden Carribean: Ηavana to Haiti», αλλά και για την Ελλάδα, µε το «Joanna Lumley’s Greek Odyssey», µέσω του οποίου η ίδια, όπως είπε στο ΒΗΜΑgazino, αγάπησε ακόµη περισσότερο µια χώρα που έχει στην καρδιά της από παιδί.
Τι σας ώθησε στην εµπειρία των ταξιδιών σας για τη βρετανική τηλεόραση;
«Εχω την εντύπωση ότι γεννήθηκα µέσα σε µια βαλίτσα. Γεννήθηκα στο Κασµίρ της Ινδίας (σ.σ.: την 1η Μαΐου του 1946) και προτού κλείσω το πρώτο έτος της ηλικίας µου είχαν ήδη αρχίσει οι µετακινήσεις µου. Η φύση της δουλειάς του πατέρα µου ήταν τέτοια που µας οδήγησε στη Μέση Ανατολή, στο Χονγκ Κονγκ, στη Μαλαισία. Οταν επιστρέψαµε κάποια στιγµή στην Αγγλία, νιώθαµε όλοι µας ότι δεν ανήκαµε εκεί. Εγώ είχα αρχίσει ήδη να επιθυµώ τα ταξίδια γιατί τα είχα συνηθίσει. Οπότε αργότερα, όταν τελείωσα το σχολείο, έκανα ως µοντέλο πολλά ταξίδια, αυτή τη φορά σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Κάποια στιγµή κατάλαβα ότι η θέση µου βρίσκεται στην πλάτη µιας καµήλας – και το λατρεύω».
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να µπορέσει ένας ξένος να εντρυφήσει στο πνεύµα και στην ψυχή µιας χώρας;
«Αν ο ταξιδιώτης δεν γνωρίζει τη γλώσσα της χώρας, ο καλύτερος τρόπος είναι ένας προσωπικός μεταφραστής. Οι ξεναγοί που θα σου δείξουν τα μεγάλα μουσεία και άλλα ενδιαφέροντα σημεία του τόπου είναι εξαιρετικοί, δεν παύουν όμως να εργάζονται µε γκρουπ. Ο προσωπικός μεταφραστής θα είναι διαρκώς παρών, στα μικρά χωριά, στα μοναστήρια, στα σημεία όπου συγκεντρώνονται οι ψαράδες και τρώνε ή όπου αλλού επιθυμείς να πας. Προσωπικά, υπήρξα αρκετά τυχερή, διότι στο σχολείο μπόρεσα να μάθω κάποια γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά· ελληνικά, όμως, δυστυχώς δεν έμαθα, αν και το ήθελα πραγματικά».
Πώς αναπτύξατε ισχυρούς δεσµούς µε την Ελλάδα;
«Η αδελφή μου λέγεται Ελένη, διότι η νονά της ήταν Ελληνίδα, επομένως έως τα 19 μου, όταν πρωτοεπισκέφθηκα τη χώρα, είχα ακούσει πολλά για την Ελλάδα. To πρώτο σημείο της στο οποίο βρέθηκα μετά την Αθήνα ήταν ο Πόρος, όπου μείναμε για μία εβδομάδα. Λάτρεψα την Ελλάδα και ήξερα μέσα μου ότι κάποια στιγμή στη ζωή μου θα έπρεπε να κάνω κάτι για αυτό το πάθος μου. Οπότε, όταν πολλά χρόνια αργότερα επέστρεψα για την «Ελληνική Οδύσσεια», ήθελα να αναδείξω την ποικιλομορφία της χώρας, τις αντιθέσεις της – από τη μία πλευρά όλα αυτά τα υπέροχα μικρά νησιά και από την άλλη οι εκθαμβωτικές οροσειρές ή η άγρια ομορφιά της Πελοποννήσου».
Τι θυµάστε πιο έντονα από αυτή τη δική σας «Ελληνική Οδύσσεια»;
«Είχα την αίσθηση ότι σε κάθε βήμα μου πατούσα την ελληνική Ιστορία, είτε ανεβαίνοντας τον Ολυμπο είτε κάνοντας μια περιήγηση στους Δελφούς. Θέλω να πω, πώς να μη νιώσεις έκσταση όταν βρίσκεσαι στο σημείο όπου έγιναν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες; Τόσο επιβλητική Ιστορία σαν της Ελλάδας, κανένας άλλος τόπος στον πλανήτη μας δεν έχει. Συγχρόνως, δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω τα ταξίδια μέσα σε μικρά καραβάκια στα πολύ μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους – όχι τα μεγάλα και πολύ γνωστά, τα οποία ήδη γνώριζα από παιδί, αλλά τα «αχαρτογράφητα». Κάθε νησί τόσο διαφορετικό από το άλλο, με τον δικό του χαρακτήρα, με τις δικές του φυσικές ομορφιές… Ερωτεύθηκα διά παντός την Ελλάδα μετά από αυτή την εμπειρία».
Ως Βρετανίδα, ποια είναι θέση σας σχετικά µε την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα από το Βρετανικό Μουσείο;
«Οταν γύριζα την «Οδύσσεια» στην Ελλάδα, ρωτούσα συχνά κατοίκους – εκτός κάμερας – για τα αισθήματά τους σε σχέση με την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα. Οι πάντες, φυσικά, ήθελαν τα Γλυπτά να επιστρέψουν στη χώρα σας, οπότε γυρνώντας στην Αγγλία ζήτησα συνάντηση με τον τότε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, τον Νιλ Μακ Γκρέγκορ. Του μετέφερα το αίτημα των Ελλήνων και εκείνος μου εξήγησε με όλες τις γραφειοκρατικές λεπτομέρειες, τις οποίες ομολογώ δεν θυμάμαι πολύ καλά, γιατί δεν μπορεί να γίνει. Του είπα όμως ότι στην Ελλάδα υπήρχε πλέον ένα υπέροχο, μοντέρνο, πολύ καλά κλιματιζόμενο μουσείο, όπου τα Γλυπτά θα έμεναν προστατευμένα (σ.σ.: εννοεί το Μουσείο Ακροπόλεως). Θα μου άρεσε πολύ να επέστρεφαν στην Ελλάδα, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρη κατά πόσο αυτό είναι εφικτό».
Πιστεύετε ότι όλα αυτά τα ταξίδια έφεραν στην επιφάνεια άγνωστες, ακόµη και σε εσάς την ίδια, πτυχές του εαυτού σας;
«Ναι. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι ανεξαρτήτως από το τι κάνουν ή τι λένε οι κυβερνήσεις, όλος ο κόσμος είναι ο ίδιος. Δεν έχει σημασία το χρώμα του δέρματος, η θρησκεία ή τα έθιμα. Ολοι θέλουμε τα παιδιά μας να ανθίσουν, θέλουμε να εκπαιδευτούν, να ζήσουν καλά τη ζωή τους. Συνειδητοποιώντας αυτό το τόσο απλό πράγμα, απέκτησα τρομερή ευαισθησία απέναντι στα φτωχά κράτη, όπου για παράδειγμα τα παιδιά δεν έχουν σχολικά βιβλία ή μέσα προστασίας από τα κουνούπια και την ελονοσία, γεγονός που έχει θανάσιμες επιπτώσεις. Τι είναι να δώσει κάποιος λίγα χρήματα ώστε αυτά τα παιδιά να μην πεθάνουν; Τίποτα».

