Τσαρλς & Τζάκσον Πόλοκ: Αδελφοί και ομότεχνοι
Ο μεγάλος αμερικανός ζωγράφος είχε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη αδελφό, ο οποίος έφερε μερίδιο ευθύνης για την πορεία που χάραξε ο παρορμητικός δημιουργός του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Υπήρξαν δύο αγαπημένα αδέλφια, ο ένας ο πρωτότοκος και ο άλλος ο βενιαμίν μιας οικογένειας, η οποία μολονότι δεν είχε να επιδείξει κανένα καλλιτεχνικό υπόβαθρο είδε τα παιδιά της να ανθίζουν μέσα από την τέχνη. Ο «μικρός» επηρέασε τη ροή και την κατεύθυνση της τέχνης του 20ού αιώνα, ο μεγάλος την ακολούθησε με ένα πιο στιβαρά δουλεμένο και κομψό ιδίωμα. Το ποιος είναι ποιος δεν χρειάζεται διευκρίνιση. Ο Τζάκσον Πόλοκ (1912-1956) έγραψε ιστορία μέσα στην Ιστορία της τέχνης και έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς αμερικανούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, ενώ ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερός του Τσαρλς Πόλοκ (1902-1988), αν και ελάχιστα γνωστός, άφησε μια σημαντική παρακαταθήκη μέσα από τη θητεία του στην αφηρημένη ζωγραφική και από το εκπαιδευτικό του έργο στο Michigan State University. Kαι, ως σωστός δάσκαλος και μέντορας εκατοντάδων επίδοξων καλλιτεχνών, στάθηκε και στο πλευρό του μικρού αδελφού στηρίζοντάς τον όταν οι αμφιβολίες συνέθλιβαν τον, ούτως ή άλλως ασταθή, ψυχισμό του με τη ροπή προς την κατάθλιψη. Mια έκθεση αφιερωμένη και στους δύο, η πρώτη στο είδος της που έχει ποτέ διοργανωθεί και φιλοξενείται στο Society of the Four Arts στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα, μας πρόσφερε την ευκαιρία να μάθουμε περισσότερα μέσα από τη διαδικτυακή της παρουσίαση.
Με τίτλο της «Charles and Jackson Pollock» έφερε σε αντιπαραβολή το τόσο διαφορετικό έργο των δύο αδελφών, οι οποίοι ωστόσο κατέληξαν αμφότεροι στην αφαίρεση: Πίνακες από όλο το φάσμα δουλειάς του Τσαρλς μαζί με πίνακες του Τζάκσον αλλά και τα πιτσιλισμένα από μπογιά σκαμπό του εργαστηρίου του, το ένα από τα πέντε σημειωματάριά του που επιζούν με τα ακατάστατα σκαριφήματά του, όπως και το μοναδικό γλυπτό που σώζεται μέχρι σήμερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν δηλαδή ο Τζάκσον Πόλοκ είχε στραφεί στη γλυπτική γεμάτος αμφιβολίες για την πορεία του στη ζωγραφική – πρόκειται για ένα μικρό κεφαλάκι σαφέστατα επηρεασμένο από την τέχνη των Μάγια. Παρόντα στην έκθεση είναι επίσης και έργα του που είναι ελάχιστα γνωστά. Οπως τα χαρακτικά του από τη θητεία του στο εργαστήριο του Αγγλου Στάνλεϊ Γουίλιαμ Χέιτερ (1901-1988) την περίοδο 1944-45, σαφέστατα επηρεασμένα στο ύφος τους από τους υπερρεαλιστές ζωγράφους και τον Μιρό ή oρισμένοι «μαύροι πίνακες», οι μεταξοτυπίες δηλαδή που είχε φιλοτεχνήσει μαζί με έναν άλλον αδελφό του, τον χαράκτη Σάνφορντ Πόλοκ, γνωστό και ως Σάνφορντ Μακ Κόι (1909-1963).
Εκλεκτικές συγγένειες
Ο Τσαρλς, ο Τζάκσον, ο Σάνφορντ όπως και οι άλλοι δύο αδελφοί τους είχαν γεννηθεί στην οικογένεια των Στέλα Μέι Μακ Κλουρ και ΛιΡόι Πόλοκ, ενός αγρότη και πολυτεχνίτη ο οποίος εργάστηκε και ως αγροτεχνικός για την κυβέρνηση, γεγονός που σήμαινε ότι η οικογένεια έπρεπε να μετακομίζει συχνά. Ο μεν Τσαρλς είχε έρθει στον κόσμο στο Ντένβερ του Κολοράντο, ο δε Τζάκσον στο Κόντι του Γουαϊόμινγκ, ενώ είχαν μεγαλώσει στην Αριζόνα και στην Καλιφόρνια.
«Ο Τσαρλς ξεκίνησε όλο αυτό το αναθεματισμένο πράγμα» θα έλεγε κάποια στιγμή ο μεσαίος αδελφός Σάνφορντ Μακ Κόι. Ο Τσαρλς Πόλοκ ήταν ο φιλοπερίεργος της οικογένειας, εκείνος που είχε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες και τη φιλοδοξία να ασχοληθεί με κάτι που δεν είχε καμία σχέση με τις προσλαμβάνουσες της οικογένειας.
Ο Τσαρλς λοιπόν ήταν εκείνος που πρωτοπήγε στη Νέα Υόρκη το 1926 για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών Art Students League. Εκεί γνώρισε, συγχρωτίστηκε και έκανε μέντορά του τον ζωγράφο Τόμας Χαρτ Μπέντον (1889-1975), ο οποίος αργότερα θα γινόταν ένας από τους πιο σημαντικούς δασκάλους του νεαρότερου Πόλοκ. Ο Τσαρλς ήταν εκείνος που έπεισε τον Τζάκσον να κάνει το αποφασιστικό για τη ζωή του ταξίδι στη Νέα Υόρκη το 1930, όταν δηλαδή είχε συμπληρώσει τα 18 του χρόνια και οι σχολικές θητείες του είχαν λήξει άδοξα – κοινώς, με την αποβολή του από αυτά. Οπως ο Τσαρλς, έτσι και ο Τζάκσον φοίτησε στο Art Students League of New York και ο πρωτότοκος ενθάρρυνε τον βενιαμίν να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να προσπαθήσει να πραγματώσει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του.
Από εκεί και πέρα, η πορεία τους υπήρξε παράλληλη, ενίοτε εφαπτόταν, μέχρις ότου ακολουθήσει ο καθένας τους τον δικό του, απόλυτα προσωπικό δρόμο. Για παράδειγμα, στην αρχή επηρεάστηκαν αμφότεροι από τον Μπέντον, ο οποίος είχε γνωρίσει τον Ντιέγκο Ριβέρα στο Παρίσι και είχε εμφυσήσει στα δύο αδέλφια την αγάπη για τους μεξικανούς muralistas. Οι μνημειώδεις τοιχογραφίες τους που απεικόνιζαν τη ζωή των εργατών είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον του Τσαρλς. Ο δε Τζάκσον είχε γοητευτεί περισσότερο από το μυθολογικό περιεχόμενο των έργων όπως εμφανιζόταν στο έργο του Ριβέρα και του Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο. Οταν τελικά στράφηκαν και οι δύο στην αφαίρεση, το ιδίωμά τους έγινε ξεκάθαρα διαφορετικό και απέπνεε στοιχεία από τον χαρακτήρα τους. Επηρεασμένος από την τέχνη των γηγενών Αμερικανών, από το έργο του Πικάσο και των υπερρεαλιστών, ο Τζάκσον ακολουθούσε την ελεύθερη ροή όπως την επέβαλλε η κάθε στιγμή. Γοητευμένος από την αραβική καλλιγραφία αλλά και από το έργο του Ματίς, ο Τσαρλς δημιούργησε ένα πιο δομημένο ιδίωμα, το οποίο στάθηκε για λίγο ανάμεσα στα όρια της αναπαράστασης και της αφαίρεσης.
Χωριστοί δρόμοι
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 και μετά, δύσκολα θα μπορούσε πλέον να διακρίνει κανείς τι τους είχε ενώσει στην αρχή της καριέρας τους. Ο Τζάκσον Πόλοκ είχε υιοθετήσει πλέον από το 1947 τη διάσημη τεχνική του dripping και υπό την οικονομική στήριξη της πλούσιας συλλέκτριας έργων τέχνης Πέγκι Γκούγκενχαϊμ, η οποία είχε οργανώσει την πρώτη έκθεσή του στην Ευρώπη το 1950, χρονιά που είχε εκπροσωπήσει την Αμερική στην Μπιενάλε της Βενετίας, είχε αποκτήσει διεθνή φήμη. Ηταν και παρέμεινε ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, αυτού του αμερικανικού ιδιώματος που σύντομα κατέκτησε όλον τον κόσμο.
Ο Τσαρλς είχε ακολουθήσει το ύφος του δασκάλου του, Τόμας Χαρτ Μπέντον, και ζωγράφιζε με ρεαλιστικό τρόπο πίνακες που αναπαριστούσαν κοινωνικά φαινόμενα στην Αμερική, το περίφημο ιδίωμα του αμερικανικού ρεζιοναλισμού. Τον πρώτο αφηρημένο πίνακα τον ζωγράφισε το 1950, έναν χρόνο αφότου το περιοδικό «LIFE» είχε κάνει ένα αφιέρωμα τον αδελφό του, Τζάκσον, θέτοντας στον τίτλο το ρητορικό ερώτημα: «Είναι αυτός ο σπουδαιότερος εν ζωή αμερικανός καλλιτέχνης;». Η πρώτη σειρά αφηρημένων πινάκων ήταν εμπνευσμένη από τη μακρά παραμονή του στη λίμνη Τσαπάλα στο Μεξικό το 1956, όπου είχε ταξιδέψει στη διάρκεια μιας εκπαιδευτικής άδειας. Σε αυτά τα έργα διακρίνει κανείς την επιρροή από την αραβική καλλιγραφία την οποία είχε διδαχθεί, αλλά και τη βαθιά γνώση της τεχνικής της ζωγραφικής, σε αντίθεση με το παρορμητικό στυλ του νεότερου αδελφού του.
Τελικά άφησε τη σκηνή της Νέας Υόρκης, εγκαταστάθηκε στο Ιστ Λάνσινγκ, όπου δίδαξε επί τρεις δεκαετίες στο Michigan State University. Παράλληλα, το έργο του ως ζωγράφου ακολούθησε τις μεγάλες εξελίξεις της αμερικανικής τέχνης. Η δική του αφαίρεση χαρακτηρίστηκε τελικά από τον περίφημο θεωρητικό τέχνης Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ ως ζωγραφική «χρωματικού πεδίου» – ένας όρος τον οποίο είχε επινοήσει ο ίδιος ο Γκρίνμπεργκ και που συνδέεται συνήθως με την περίπτωση του Μαρκ Ρόθκο. Σε κάθε περίπτωση, είναι το στυλ που ακολούθησε στην τέχνη του μέσα στις δεκαετίες αγνοώντας την ποπ αρτ, τον μινιμαλισμό και την conceptual τέχνη που κέρδιζαν διαρκώς έδαφος στην Αμερική. Μέχρι τον θάνατό του το 1988, ο Τσαρλς Πόλοκ παρέμεινε ένας καλλιτέχνης της αφηρημένης τέχνης.
Ο Τζάκσον Πόλοκ είχε πάρει την πρωτιά και σε αυτή την περίπτωση, καθώς είχε σκοτωθεί το 1956 σε αυτοκινητικό δυστύχημα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις επειδή οδηγούσε μεθυσμένος. Ηταν ένα γεγονός που είχε προκαλέσει μεγάλο σοκ και είχε βυθίσει σε βαθύ πένθος τον Τσαρλς Πόλοκ, σε σημείο ώστε να μην ξαναζωγραφίσει για τρία ολόκληρα χρόνια (ήταν η περίοδος που είχε ολοκληρώσει τη σειρά έργων της Τσαπάλα). Γιατί η σχέση τους είχε υπάρξει βαθιά και ουσιαστική και ο μεγάλος αδελφός δεν είχε πάψει να είναι ένας ανιδιοτελής μέντορας για τον μικρότερο. Ο Τζάκσον εμπιστευόταν τα προβλήματά του στον Τσαρλς και άκουγε με προσοχή όσα είχε να τον συμβουλεύσει, ενώ όταν τον πολιορκούσαν οι δαίμονές του είχε τον Τσαρλς για να στραφεί και να αντλήσει δύναμη και κουράγιο. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η καριέρα του Τσαρλς απογειώθηκε όταν πέθανε ο Τζάκσον, καθώς οι πίνακες που ζωγράφισε μετά από αυτή τη μουδιασμένη παύση, οι σειρές «Black and Gray» (1959-60) και «Untitled [Black]» (1961-62), ήταν μνημειώδη έργα που συμβόλιζαν
– τι άλλο; -, τα συναισθήματα απώλειας και πένθους για την αδελφική σχέση που υπήρξε αλληλοτροφοδοτούμενη με αυτόν τον τόσο δημιουργικό τρόπο.

