Τραυματική μητρότητα
Η αργεντινή συγγραφέας Αριάνα Χάρουιτς συνθέτει το παραληρηματικό, σαρωτικό, ανατριχιαστικό πορτρέτο μιας γυναίκας που δεν βιώνει την έλευση ενός παιδιού ως πλεόνασμα της ύπαρξής της αλλά ως διαμελισμό της ταυτότητάς της
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ακούστε την, αυτό είναι το σωστό ρήμα. Ακούστε την, προσεκτικά. «Οταν ο άντρας μου λείπει ταξίδι και κάνει πολλή ζέστη, βάζω ένα πλαστικό μωρό στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Σπάω πλάκα με το πόσοι γείτονες και δημόσιοι υπάλληλοι αναστατώνονται. Μ’ αρέσει να χαζεύω πώς αντιδρούν αυτοί οι χρηστοί πολίτες, πώς θέλουν να σπάσουν το τζάμι και να σώσουν το πλασματάκι από την ασφυξία. Γουστάρω να βλέπω την πυροσβεστική να καταφθάνει με τη σειρήνα. Βλαμμένοι. Αν εγώ θέλω ν’ αφήσω το μωρό μου μέσα στο αυτοκίνητο, με σαράντα βαθμούς θερμοκρασία, το κάνω». Το θέμα με τούτη τη γυναίκα, την παραληρηματική, σαρωτική, ανατριχιαστική αφηγήτρια στο βιβλίο της Αριάνα Χάρουιτς, είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν είμαστε σίγουροι αν τα όσα περιγράφει κάθε φορά πρέπει να τα εκλάβουμε ως κομμάτια μιας πραγματικότητας ή μιας ονειροφαντασίας. Το ακόμη πιο φοβερό είναι ότι, έχοντας φτάσει πια στο τέλος αυτού του σύντομου πλην τόσο πυκνού και συνταρακτικού κειμένου, σε μια «θλίψη συναρπαστική και άγρια», αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχει και μεγάλη σημασία τι ακριβώς έχει πράξει η συγκεκριμένη βασική ηρωίδα αλλά το τι θα μπορούσε να πράξει εν γένει σε παρόμοιες συνθήκες «μια γυναίκα που έχει αφήσει τον εαυτό της», αυτό είναι μάλλον το πλέον κρίσιμο ζήτημα.
Η κόψη των πραγμάτων
Ο τίτλος Σκοτώσου, αγάπη (Matate, amor, 2012) και το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μάς τοποθετούν στον νευραλγικό πυρήνα της βίας, μιας βίας που διαπερνά τα πάντα από τα μέσα προς τα έξω, μιας βίας που αργά ή γρήγορα δεν μπορεί παρά να εκτονωθεί, είτε προς τον ίδιο τον εαυτό είτε προς τον άλλον ή τους άλλους. Εχουμε μπροστά στα μάτια μας, προτού προλάβουμε να συντονιστούμε με την ανάσα της, μια γυναίκα η οποία παρατηρεί από μακριά τον άντρα της και το παιδί της και αυτό που νιώθει να της ζεσταίνει το χέρι, πεσμένη στο γρασίδι του κήπου της, δεν είναι ο ήλιος αλλά, αίφνης, ένα μαχαίρι. Λοιπόν, δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές διέξοδοι σε αυτό το έντεχνο ψυχολογικό θρίλερ που σηκώνει τις βαριές πύλες του ασυνειδήτου για να φτάσουν στ’ αφτιά μας τα ποιητικά του ξεσπάσματα. Υπό μία έννοια, εδώ, σε μια «κατάσταση εγκλεισμού», δεν υπάρχει καν διέξοδος. Το προαναφερθέν μαχαίρι είναι συμβολικό ή μήπως όχι; Μήπως παραπέμπει στην κόψη των πραγμάτων, όταν όλα κρίνονται σε μια στιγμή; Το μαχαίρι αυτό, αντανάκλαση της επιθυμίας και της απελπισίας της, κάπου υπολογίζει να το στρέψει αυτή η γυναίκα, προς τα πού όμως;
Καθηλωτική γραφή
Η καλή λογοτεχνία δεν κρίνει. Η καλή λογοτεχνία δείχνει. Η καλή λογοτεχνία ενδιαφέρεται για την αλήθεια ασχέτως αν είναι τρομακτική, φρικτή, αποτρόπαιη, είτε ως δεδομένη έκφραση είτε ως δυσοίωνη δυνατότητα της ανθρώπινης υπόστασης. Το εντυπωσιακό με τη γραφή της 45χρονης αργεντινής συγγραφέως από το Μπουένος Αϊρες, μια γραφή σθεναρή και καθηλωτική, μια γραφή που μας αναστατώνει και μας στοιχειώνει, είναι ότι, αφενός, αποκαλύπτει ένα ρημαγμένο μύχιο τοπίο με όλες τις ταραγμένες συνειδησιακές του ροές και, αφετέρου, χαράζει σαν κοφτερή λεπίδα μια νέα συνθήκη, μια οριακή επικράτεια, όπου η εν λόγω γυναίκα, σύμφωνα πάντοτε με τα λεγόμενά της, παραμένει μεν «φυσιολογική» αλλά είναι συγχρόνως «λοξή», «εκκεντρική», «ξένη», «ανίατη», «κλινική περίπτωση». Η πρωταγωνίστρια της Αριάνα Χάρουιτς ακούγεται (θα επιμείνουμε σε αυτό, καθότι η φωνή φαίνεται να σμιλεύει το ύφος και όχι το αντίθετο) πότε σαν διαπεραστική οιμωγή και πότε σαν υπόκωφο ψιθύρισμα ενός ανθρώπου που έχει σπάσει, ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε μια φάση προχωρημένης κατάρρευσης, έχοντας ήδη διασχίσει κάποιο μεταίχμιο, ενός ανθρώπου ο οποίος φοβάται και συγχρόνως εκφοβίζει, μιας γυναίκας, για να επανέλθουμε στη χαλαρή πλοκή του κειμένου, η οποία δεν ντρέπεται ή τολμά να διακηρύξει ότι «το να ‘σαι μητέρα δεν έχει κανένα απολύτως ενδιαφέρον».
Οι δαίμονες της εμμονής
Το Σκοτώσου, αγάπη διαδραματίζεται (υποτυπωδώς, αφού η εναλλασσόμενη σκηνή του δράματος είναι ο εσωτερικός κόσμος της ηρωίδας) σε μια περιοχή της γαλλικής επαρχίας, όπου το χώμα είναι «όλο κρατήρες από τυφλοπόντικες», έναν τόπο μετα-γοτθικής παρακμής, ο οποίος δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα ταιριαστή με τα τεκταινόμενα (κυρίως μέσα στο κεφάλι της).
Η γυναίκα, έξι μήνες μετά τη γέννηση του γιου της, παλεύει να διατηρήσει την ψυχική της ισορροπία αλλά έρχεται όλο και περισσότερο αντιμέτωπη με «μια ορδή δαιμόνων που μου τριβελίζουν το μυαλό», πασχίζοντας να μην υποκύψει στο Κακό, γεγονός που ωστόσο την καταβυθίζει ακόμη πιο πολύ σε μια διαβρωτική κατάθλιψη (κατά τα φαινόμενα). Διότι η ίδια δεν βιώνει τη μητρότητα ως πλεόνασμα της ύπαρξής της, αντιθέτως, τη βιώνει ως δυσοίωνο διαμελισμό της θηλυκής και σεξουαλικής της ταυτότητας, αλλά και ως απώλεια, ευρύτερα, της δικής της ελευθερίας και αυτονομίας.
«Εχουμε μήνες ν’ αγκαλιαστούμε. Ούτε χέρια δε δίνουμε, κουβαλάμε το καρότσι ή σηκώνουμε το μωρό» λέει για τη σχέση της με τον σύντροφό της, τον πατέρα του παιδιού (της κοστίζει ανείπωτα η σταδιακή, γραφειοκρατική εξαφάνιση του ερωτικού πόθου, τον οποίο χαρακτηρίζει «ευλογημένο», εξ ου και τον αναζητεί αλλού).
Κατά τα λοιπά, οι ιδέες της μόλυνσης και της αποσύνθεσης μετατρέπονται σε σταθερές εμμονές της. Κάποια στιγμή η αφηγήτρια στέκεται στη μέση δρόμου με μια βαλίτσα στο χέρι και φλερτάρει με τον ενδεχόμενο να την παρασύρει ένα αυτοκίνητο και να τη σκοτώσει. «Το πολύ πολύ να λυπηθούν αλλά όχι εμένα. Να λυπηθούν που αφήνω ένα παιδάκι χωρίς μαμά […]. Κανείς δεν κλαίει τη δύστυχη […] που έγινε παρανάλωμα μιας μίζερης ζωής. Ολοι κανακεύουν το παιδί που μπουσουλάει γύρω από το φέρετρο». Με την αγγλική του μετάφραση το Σκοτώσου, αγάπη ήταν υποψήφιο στη μακρά λίστα για το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ 2018. Αριάνα Χάρουιτς. Μην τη χάσετε!
{SYG}Αριάνα Χάρουιτς{SYG}{TIT}Σκοτώσου, αγάπη{TIT}{EKD}Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, Επίμετρο Φωτεινή Τσαλίκογλου.Εκδόσεις Opera, 2021, σελ. 144, τιμή 10,60 ευρ{EKD}ώ

