Πριν από χρόνια ο μελετητής του λαϊκού τραγουδιού Κώστας Χατζηδουλής είχε δηλώσει ότι «αν ήσουν καλλιτέχνης, όχι απαραιτήτως τραγουδιστής, και δεν έκανες καριέρα στον πόλεμο, τότε ήσουν αφελής». Δήλωση ακραία έως προβοκατόρικη. Δεν παύει όμως να κρύβει κάποια αλήθεια. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το τραγούδι και το μουσικό θέατρο βρέθηκε δίπλα όχι μόνο σε όσους έμειναν στα μετόπισθεν αλλά και στους στρατιώτες στο μέτωπο.
Κύριος εκφραστής τους η Σοφία Βέμπο με τα πασίγνωστα «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», «Κορόιδο Μουσολίνι», τις επιθεωρήσεις, την περιοδεία της στο μέτωπο. Ομως αυτό το σκηνικό διήρκεσε ως τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς. Από εκεί και μετά η ζωή στην καθημερινότητά της αλλάζει. Η Κατοχή σκληρή και αμείλικτη. Χιλιάδες νεκροί κυρίως στην Αθήνα, τον χειμώνα του ’41. Λίγο αργότερα η Αντίσταση. Οι συνεργάτες των Γερμανών – χίτες, ταγματασφαλίτες, μπουραντάδες και κάθε λογής χαφιέδες – συμμετέχουν στη σύνθεση ενός άκρως ζοφερού σκηνικού.
Το τραγούδι ανέλαβε κύριο ρόλο στο να εμψυχώσει, να κατακρίνει, να υμνήσει τους ήρωες της Αντίστασης και εν πολλοίς να καταγράψει τα όσα συνέβαιναν. Το 1942 η Ρόζα Εσκενάζυ, από τις πιο γνωστές τραγουδίστριες του ρεμπέτικου, κατάφερε – αν και Εβραία – να ανοίξει το δικό της μουσικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να σώσει από τους Γερμανούς αρκετούς Εβραίους στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά ρεμπέτικα της περιόδου 1940-1949, κυρίως αντιπολεμικά και ηρωικά, γραμμοφωνήθηκαν με αλληγορικούς – συμβολικούς στίχους και όχι τους πραγματικούς. Ετσι μπόρεσαν να αποφύγουν τη λογοκρισία και κάποια κυκλοφόρησαν πολλά χρόνια αργότερα στην κανονική μορφή τους.

Βασισμένα σε σοβιετικά τραγούδια

Μιλώντας με καθαρά μουσικούς όρους, αυτά καθαυτά τα τραγούδια της Αντίστασης – οι ύμνοι των ΕΛΑΣ, ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, ΕΛΑΝ αλλά και τραγούδια πολλών ανωνύμων – είναι βασισμένα σε σοβιετικά τραγούδια. Οπως αναφέρει η Μαρία Δημητριάδου στο βιβλίο της «Πολεμάμε και τραγουδάμε» (έκδοση ΠΕΑΕΑ), «όσο θέριευε ο αντιστασιακός αγώνας και βρόντησε το αντάρτικο ντουφέκι στα δοξασμένα λημέρια της αθάνατης κλεφτουριάς…, γιγαντώθηκε η ανάγκη του λαού μας να εκφράσει τον πατριωτισμό του με δικούς του στίχους και μελωδίες».
Γι’ αυτό και οι συνθέτες και στιχουργοί πολλών τραγουδιών της εποχής υπήρξαν άγνωστοι ηρωικοί αγωνιστές. Ταυτοχρόνως, πολλοί γνωστοί στιχουργοί και συνθέτες «ζευγάρωσαν» τις τέχνες τους. Ανάμεσά τους, οι Αττίκ, Κώστας Βάρναλης, Βασίλης Ν. Δόικος, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννος Ιωάννου, Κώστας Γ. Καλαντζής («Θεσσαλός»), Νίκος Καρβούνης, Γιώργος Κοτζιούλας, Αργύρης Κουνάδης, Μενέλαος Λουντέμης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Ιάνης Ξενάκης, Κωστής Παλαμάς, Βασίλης Ρώτας.
Ελεγε ο συνθέτης Αλέκος Ξένος: «Τα τραγούδια της Αντίστασης, είτε όλοι εμείς οι επώνυμοι είτε οι ανώνυμοι δημιουργοί, τα γράψαμε με την ίδια δεξαμενή έμπνευσης. Γράψαμε για τον ίδιο σκοπό και τα τραγούδια ζωντάνευαν μόνο στο στόμα του αγωνιζόμενου λαού… Επομένως, τα τραγούδια τα έγραψε ο λαός και σ’ αυτόν ανήκουν». Μεταξύ άλλων ο ζακυνθινός μουσικοσυνθέτης συνέθεσε τον ύμνο της ΠΕΕΑ. Υστερα από πρόταση της Ελλης Αλεξίου, η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη έγραψε μέσα σε μία νύχτα τον ύμνο του ΕΛΑΣ σε μουσική του Νίκου Τσάκωνα.
Ο Βασίλης Ρώτας έγραψε τον ύμνο του ΕΑΜ, ο Μίκης Θεοδωράκης τον ύμνο του ΕΛΑΝ, ενώ πολλοί ρεμπέτες είχαν ένθερμη συμμετοχή: ο Βασίλης Τσιτσάνης με το «Μπλόκο», ο Μανώλης Γενίτσαρης με τα «Οι μαυραγορίτες», «Στέλιος Καρδάρας», ο Τούντας με το «Μπλόκο της Κοκκινιάς», ο Μάρκος Βαμβακάρης με το «Χαϊδάρι» κ.ά. Αν βάλει κανείς τους τίτλους και τους στίχους των τραγουδιών αυτών στη σειρά, θα έχει – καθ’ υπερβολήν ίσως – την ιστορία της Κατοχής και της Αντίστασης.
Η τραγικότητα όμως των καταστάσεων δεν σήμανε έλλειψη χιούμορ. Εστω και μαύρου: το «Νιξ φαΐ» («πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια «νιξ φαΐ»»), το «Ψωμί» αλλά και το «Βρες αν μπορείς» σε στίχους Γ. Οικονομίδη: σπανιόλικο βαλσάκι στο οποίο ένας ερωτευμένος πηγαίνει στην αγαπημένη του ένα δώρο πολυτιμότερο από όλα τα χρυσά δακτυλίδια. Και φυσικά δεν είναι άλλο από το ψωμί.