Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας είδε το φως της δημοσιότητας ένας ακόμη χάρτης τουρκικών αμφισβητήσεων, όπου η Αγκυρα επιχειρεί να εξουδετερώσει τη δυνατότητα επέκτασης των θαλασσίων ζωνών ελληνικών νησιών (εν προκειμένω της Κρήτης). Εν τούτοις, η πρόταση προς ένα «προεδρικό συμβούλιο» μιας κατακερματισμένης χώρας, όπως η Λιβύη, που στερείται νόμιμης και κοινά αποδεκτής κυβέρνησης, καθιστά την όποια συμφωνία κενό γράμμα. Αποτελεί περισσότερο αντιπερισπασμό κατά την αγωνιώδη αναζήτηση ερεισμάτων και ενώ η Τουρκία «αδειάζεται» από λοιπές δυνάμεις που διαβουλεύονται για το μέλλον της Λιβύης. Θορυβημένη, μάλιστα, από την πρόθεση Αθήνας – Καΐρου να διερευνήσουν το ενδεχόμενο τμηματικής οριοθέτησης των ΑΟΖ τους και από τη συζήτηση για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας νοτίως της Κρήτης, βρίσκεται υπό πίεση ώστε να αποτρέψει αρνητικά για τα συμφέροντά της τετελεσμένα.
Νομικά, τα επιχειρήματα της γείτονος είναι ούτως ή άλλως αδύναμα. Ναι μεν δεν πρέπει να τα απαξιώνουμε, ωστόσο η ουσία των κινήσεών της βρίσκεται αλλού. Η Τουρκία πασχίζει να γκριζάρει – για μελλοντική χρήση – περιοχές που αμφισβητεί τώρα ή ενδέχεται να τις αμφισβητήσει αργότερα. Παράλληλα, μέσω της συστηματικοποίησης της αεροναυτικής της παρουσίας, αφενός δηλώνει παρούσα σε μια περιοχή όπου συγκεντρώνονται πλέον περιφερειακές και εξωτερικές δυνάμεις, αφετέρου θέλει να υποχρεώσει Ελλάδα και Κύπρο να απέχουν από την πλήρη άσκηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Πράγματι, η Ανατολική Μεσόγειος έχει μεγάλο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό (ενεργειακό) ενδιαφέρον για την Αγκυρα. Ενα κράτος που διατείνεται ότι είναι μια υπολογίσιμη περιφερειακή (τουλάχιστον) δύναμη, με βλέψεις στα όρια των συνόρων της καρδιάς του προέδρου της (δηλαδή περίπου στις περιοχές όπου εκτεινόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία), δεν μπορεί να παρακολουθεί απαθές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα με το ίδιο εκτός νυμφώνος. Πού αποσκοπεί, λοιπόν, η Τουρκία; Για λόγους χώρου θα αναλύσουμε σε επόμενο κείμενο τη στρατηγική διάσταση (συμμαχίες, ανακατατάξεις, συσχετισμοί ισχύος), στεκόμενοι στο παρόν κείμενο στην ενεργειακή πτυχή. Εδώ, η Αγκυρα κινείται σε διττή κατεύθυνση. Από τη μία υπερασπίζεται δήθεν τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Ετσι προβαίνει σε συμφωνίες μαζί τους, δίνοντας την ευκαιρία στις ένοπλες δυνάμεις της να δεσμεύουν περιοχές για ασκήσεις, ενώ η τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων (TPAO) λαμβάνει άδειες γεωτρήσεων και εξορύξεων από μια κοινότητα που αναγνωρίζει μόνο η Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να μετριάσει το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι οριοθέτησαν την ΑΟΖ τους με Αίγυπτο και Ισραήλ (εκκρεμεί η επικύρωση με τον Λίβανο) και μετέπειτα εξασφάλισαν τη συμμετοχή στο πρόγραμμα εκμετάλλευσης του ενεργειακού τους πλούτου εταιρειών διεθνούς εμβέλειας, όπως η ExxonMobil και η Total. Ταυτόχρονα, η Αγκυρα ισχυρίζεται ότι μέρος των τεμαχίων που βρίσκονται στην κυπριακή ΑΟΖ και πιο συγκεκριμένα τα 1 και 4-7 (αδειοδοτημένο μόνο το 6 μέχρι σήμερα) εφάπτεται της υφαλοκρηπίδας της και προς υπόμνηση στέλνει το σεισμογραφικό «Μπαρμπαρός» να κόβει βόλτες κοντά αλλά και εντός αυτών. Για τεχνικούς (καθότι το «Φατίχ» είναι προσώρας «ξεδοντιασμένο») αλλά και πολιτικούς λόγους φαίνεται ότι ακόμη δεν έχει αποφασίσει να κλιμακώσει τις αμφισβητήσεις της με τη διεξαγωγή ερευνητικών γεωτρήσεων εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Για το διεθνές δίκαιο, πάντως, η πόντιση καλωδίου εκ μέρους ενός σεισμογραφικού είναι σαφώς μικρότερης αξίας από το «τρύπημα» ενός γεωτρύπανου.
Με όλες αυτές τις κινήσεις και θέλοντας να διατηρήσει την ευχέρεια κινήσεων [ενδεικτική η αποστροφή Ερντογάν ότι «οι Αμερικανοί έχουν μια στάση, μην μπείτε μόνο εκεί (στο τεμάχιο 10) και από κει και πέρα να κάνετε οτιδήποτε»], η Αγκυρα θέλει τόσο να εμπεδωθεί η θέση της περί της υποχρεωτικής συνδιαχείρισης των υδρογονανθράκων της Κύπρου – εξ ου και οι συνεχείς απειλές αν αυτό δεν επιτευχθεί -, όσο και να δημιουργήσει συνθήκες πίεσης για λύση του Κυπριακού με καλύτερους όρους για αυτή. Θέλει, κοντολογίς, να αντιστρέψει το προβάδισμα (χρονικό και γεωπολιτικό) της Λευκωσίας στις διαβουλεύσεις, αποστερώντάς της το δέλεαρ της λύσης με την πρόσβαση της τουρκοκυπριακής πλευράς στα οφέλη από την αξιοποίηση των φυσικών πόρων του νησιού.
Καθώς η ιδέα του διαμοιρασμού μεταξύ των δύο κοινοτήτων υποστηρίζεται και από άλλες δυνάμεις και δεδομένης της ανάγκης των εταιρειών να προχωρήσουν απρόσκοπτα στο έργο τους, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να επανέλθει πιο επιτακτικά η πρόταση για τη δημιουργία πριν από τη διευθέτηση του Κυπριακού μιας μεικτής επιτροπής που θα συνεννοείται και θα συνδιαλέγεται με τις εταιρείες, ως κίνηση καλής θέλησης προς τους Τουρκοκυπρίους. Ετσι οι τελευταίοι θα εξελιχθούν σε εν τοις πράγμασι συνδιαχειριστές, ακόμη και αν μια τέτοια επιτροπή παρουσιαστεί ως άτυπη. Προκειμένου, λοιπόν, να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη, η Λευκωσία πρέπει να προχωρήσει χωρίς άλλη χρονοτριβή στην κατάθεση του νομοσχεδίου σύστασης Ταμείου Υδρογονανθράκων στα πρότυπα του νορβηγικού, το οποίο θα κατανείμει τα κέρδη στις δύο κοινότητες (μόνο) σε περίπτωση οριστικής λύσης. Εν τέλει, πολλά σε σχέση με το Κυπριακό αλλά και τις περιφερειακές ισορροπίες θα κριθούν από το μέγεθος των κοιτασμάτων και τις δυνατότητες αξιοποίησής τους. Εφόσον, όμως, το διακύβευμα συνδέεται με τη μερική απεξάρτηση της ευρωπαϊκής αγοράς από το ρωσικό φυσικό αέριο, τα περιθώρια κινήσεων για την Αγκυρα στενεύουν αισθητά, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που αναβαθμίζεται ο ρόλος της Ανατολικής Μεσογείου, συνέπεια της περιθωριοποίησης του πλουτοπαραγωγικού Ιράν λόγω των αμερικανικών κυρώσεων.
Ο δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».