Τουρκία κατά Κίνας για τους Ουιγούρους
Η διαρκής καταπίεση της τουρκογενούς εθνοτικής ομάδας προκαλεί διεθνείς αντιδράσεις – Πάνω από 1 εκατομμύριο φυλακισμένοι σε στρατόπεδα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Η κατάσταση των θρησκευτικών ελευθεριών στην Κίνα θα μπορούσε να συγκριθεί με ένα ποτήρι νερό. Πριν από τριάντα και πλέον χρόνια το ποτήρι ήταν άδειο. Σήμερα είναι μισογεμάτο». Με αυτή την πλέον περιγραφική φράση ο γνωστός ακαδημαϊκός και πρώην καθηγητής στο κινεζικό Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ στις Πολιτικές Επιστήμες, Κουάν Χσιν Τσι, είχε προλογίσει πολυσέλιδη μελέτη του με αντικείμενο τη σχέση θρησκείας και πολιτικής στην Κίνα.
Στην αχανή χώρα η σχέση αυτή ήταν ανέκαθεν πολύπλοκη, καθώς – πλην του βουδισμού, του κομφουκισμού ή του ταοϊσμού – οι θρησκείες σε πολλές περιπτώσεις θεωρούνταν απειλή για το κόμμα και τους θεσμούς. Οσοι παρακολουθούν από κοντά την ιδιαίτερη αυτή χώρα γνωρίζουν ότι τα τελευταία χρόνια χριστιανικές εκκλησίες έχουν κλείσει και τζαμιά έχουν κατεδαφιστεί ενώ αναρίθμητοι μουσουλμάνοι έχουν συλληφθεί αυθαίρετα, έχουν δικαστεί χωρίς δίκη και έχουν σταλεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με την επίφαση της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.
Καθώς ο πανίσχυρος άνδρας Σι Τζινπίνγκ έχει αναλάβει χωρίς όριο θητειών πλέον τα ηνία, το βαθύ κινεζικό κράτος επιχειρεί να παγιώσει την ιδεολογία του μέσω της πολιτικής αφομοίωσης θρησκευτικών μειονοτήτων, επί το πλείστον των τουρκόφωνων μουσουλμάνων Ουιγούρων που ζουν στη βορειοδυτική επαρχία Σιντσιάνγκ. Η χώρα διολισθαίνει σε έναν δρόμο κοινό στα αυταρχικά κράτη, που δεν είναι άλλος από την περιθωριοποίηση ομάδων, οι οποίες θεωρούνται απειλή από το καθεστώς.
Στρατόπεδα συγκέντρωσης
Πριν από λίγες ημέρες η Κίνα άνοιξε και πάλι τον ασκό του Αιόλου, όταν δημοσίευσε στο Διαδίκτυο βίντεο που σύμφωνα με το Πεκίνο αποδεικνύει ότι ο ουιγούρος ποιητής και μουσικός Αμπντουρεχίμ Χεγίτ ζει. Θέλησε με αυτόν τον τρόπο να απαντήσει στα «παράλογα ψέματα», όπως χαρακτήρισε τις καταγγελίες της Τουρκίας περί θανάτου του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην επαρχία Σιντσιάνγκ.
Μέσα σε λίγες ώρες, Ουιγούροι από όλον τον κόσμο κατέκλυσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημοσιεύοντας φωτογραφίες αγαπημένων τους προσώπων που πιστεύεται ότι κρατούνται παράνομα, αξιώνοντας από το Πεκίνο να δημοσιεύσει αποδεικτικά στοιχεία – δηλαδή βίντεο – πως είναι ζωντανοί, με την εκστρατεία να ονομάζεται #MeTooUyghur (#ΚιΕγώΟυιγούρος).
Κάνοντας λόγο για «μεγάλη ντροπή για την ανθρωπότητα», η Τουρκία είχε προηγουμένως καλέσει την Κίνα να κλείσει τα κέντρα εγκλεισμού για μουσουλμάνους, στα οποία φέρονται να κρατούνται – όπως ισχυρίζεται – περίπου 1 εκατομμύριο Ουιγούροι, ενώ ταυτόχρονα ζήτησε από τη διεθνή κοινότητα και τον ΟΗΕ να αναλάβουν δράση.
Ηταν το τελευταίο επεισόδιο μιας ανθρωπιστικής κρίσης που πάει πολλά χρόνια πίσω, με τις περισσότερες μουσουλμανικές χώρες να έχουν μέχρι σήμερα σιωπήσει για τη μοίρα των Ουιγούρων, φοβούμενες πιθανώς αντιδράσεις από μια χώρα με τόσο μεγάλη οικονομική επιρροή.
Την ίδια στάση είχε τηρήσει και ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν, παρά το γεγονός ότι αυτοπροβάλλεται ως ο υπερασπιστής και ηθικός ηγέτης των απανταχού κατατρεγμένων μουσουλμάνων, από τους Παλαιστινίους του Ισραήλ ως τους Ροχίνγκια της Μιανμάρ, και παρά το γεγονός ότι η Τουρκία φιλοξενεί σημαντικό αριθμό Ουιγούρων στην επικράτειά της.
Αναμφίβολα η αλλαγή στάσης του Ερντογάν αποτελεί σημείο-καμπή. Μέχρι σήμερα δεν ήθελε να διαταράξει τις καλές σχέσεις με τον ασιατικό γίγαντα, τα επενδυτικά ντιλ εξάλλου ήταν πολύ σημαντικά για την τουρκική οικονομία που καιρό τώρα ασθμαίνει. Ωστόσο οι αναφορές για τον θάνατο του Χεγίτ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, όπως εκτιμά ο ερευνητής Αντριάν Ζενζ σε άρθρο των «New York Times» και πλέον ανοίγει μέτωπο με το Πεκίνο. Και αυτό αναμφίβολα θα σημάνει αλλαγή και στη γενικότερη αντιμετώπιση του θέματος που έχει παραμελήσει η διεθνής κοινότητα.
Αποσχιστική τάση
Οι Ουιγούροι είναι μια τουρκογενής εθνοτική ομάδα που μιλάει μια γλώσσα πολύ κοντά στην τουρκική, ζει στην Ανατολική και στην Κεντρική Ασία, με εντονότερη παρουσία στην αυτόνομη επαρχία της Σιντσιάνγκ. Οι ίδιοι την αποκαλούν Ανατολικό Τουρκιστάν και επιθυμούν διακαώς την ανεξαρτητοποίησή της. Καθώς η επαρχία είναι πλούσια σε ενεργειακά αποθέματα και πετρέλαιο, εύλογα το Πεκίνο ανησυχεί από αυτή την αποσχιστική τάση, ιδιαίτερα σε αυτή τη χρονική συγκυρία, στο πλαίσιο του φιλόδοξου οράματος για τον Δρόμο του Μεταξιού.
Η μειονότητα ζει υπό τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1950. Οι εξεγέρσεις της κατά της κινεζικής κυριαρχίας άρχισαν να αυξάνονται μετά το 1954, με τις Αρχές να τις καταστέλλουν βίαια. Στη διάρκεια των χρόνων δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα (φτώχεια, ανισότητα, διακρίσεις, μεγάλα ποσοστά ανεργίας) και πάντα το Πεκίνο απαντά με καταπίεση.
Ως αποτέλεσμα συχνά ξεσπούν βίαια επεισόδια που υποκινούνται από το αυτονομιστικό κίνημα των Ουιγούρων, όπως αυτά του 2009, ή μεμονωμένα περιστατικά που έχουν κοστίσει τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους. Η Κίνα χαρακτηρίζει τη μειονότητα τρομοκρατική απειλή, τσουβαλιάζοντας τους Ουιγούρους συλλήβδην.
Βασανιστήρια και εκτελέσεις
Τον Απρίλιο του 2017 το Πεκίνο ξεκίνησε ένα μαζικό πρόγραμμα φυλάκισής τους με στόχο την «αποριζοσπαστικοποίησή» τους, συγκεντρώνοντας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης περισσότερους από 900.000 Ουιγούρους – μπορεί και πιο πολλούς –, όπως και άλλα μέλη μουσουλμανικών μειονοτήτων.
Αρχικά το Πεκίνο αρνήθηκε την ύπαρξη αυτών των στρατοπέδων υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για επαγγελματικές σχολές, κέντρα εκπαίδευσης με στόχο την επανένταξη εγκληματιών στην κοινωνία, την παροχή επαγγελματικής κατάρτισης και τη διέξοδο από τους πειρασμούς του ριζοσπαστικού Ισλάμ, τη φτώχεια και την ανεργία.
Ωστόσο, δημοσιογράφοι, ερευνητές, ακτιβιστές και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα έδωσαν στοιχεία για το τι πραγματικά συμβαίνει στα κέντρα αυτά. Οπως αναφέρουν, οι Ουιγούροι υπόκεινται σε πλύση εγκεφάλου, εξαναγκάζονται να απαρνηθούν τον μουσουλμανισμό και τη γλώσσα τους, ενώ εργάζονται νυχθημερόν στη γραμμή παραγωγής φυλασσόμενοι από οπλισμένους φρουρούς.
Πέρυσι συγκεκριμένα, βγήκαν στο φως εξαιρετικά ανησυχητικές πληροφορίες. Υπήρξαν αναφορές για θανάτους και βασανιστήρια κρατουμένων που με τη βία αναγκάζονταν να αποστηθίζουν προπαγανδιστικά κείμενα του Κομμουνιστικού Κόμματος ή να τρώνε χοιρινό κρέας και να καταναλώνουν αλκοόλ, τα οποία απαγορεύει η μουσουλμανική θρησκεία. Από την πλευρά τους κινέζοι αξιωματούχοι παρομοιάζουν το Ισλάμ με ψυχική ασθένεια, ενώ χαρακτηρίζουν την κατήχηση δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη για ανθρώπους με άρρωστη σκέψη.

