Το χάσμα των γενεών

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Οταν μικρός πήγαινα Γυμνάσιο-Λύκειο, θυμάμαι ότι έφθανε κάθε χρόνο η στιγμή που στο μάθημα της Εκθεσης έπρεπε να γράψουμε για το «χάσμα των γενεών». Στο μάθημα της Εκθεσης τότε επικρατούσε η εξής παράξενη συνθήκη: από την Α’ Γυμνασίου μέχρι τουλάχιστον και τη Β’ Λυκείου, είχες να γράψεις περίπου τα ίδια θέματα. Ηταν η «αστυφιλία» (που ήταν πάντα κάτι κακό, ακόμα και για όποιον μεγάλωνε σε χωριό και δεν γνώριζε περί τίνος πρόκειται…), ήταν η «διαφήμιση» (που για να πάρεις καλό βαθμό έπρεπε να επισημάνεις ότι ανεβάζει την τιμή των προϊόντων), ήταν οι εντυπώσεις από μια επίσκεψη σε αρχαιολογικό χώρο (που έγραφες διάφορα εθνολατρικά κι ας μην είχες πάει) και ήταν μεταξύ πολλών αναλόγων και το «χάσμα των γενεών». Στο οποίο οι βασικές επισημάνσεις έπρεπε να είναι δύο. Πρώτον, η υποχρέωση του νέου να δείχνει κατανόηση στους μεγαλύτερους γιατί έχουν ζήσει σπουδαία πράγματα. Και, δεύτερον, η επισήμανση ότι η νεότητα είναι κάτι καταπληκτικό, κυρίως για τη χώρα: πάντα την Ελλάδα οι νέοι θα την έκαναν καλύτερη κι αν τολμούσες να υποστήριζες το αντίθετο αλίμονό σου. Για να πάρεις καλό βαθμό σε έκθεση που είχε σχέση με το «χάσμα των γενεών» έπρεπε φυσικά και να επισημάνεις ότι ο κόσμος των μεγαλύτερων είναι μουντός και γκρίζος, αλλά και ως νεότερος να δείξεις την καλή καρδιά σε όσους μεγάλους ένιωθες ότι η εποχή σιγά-σιγά τους προσπερνούσε.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά ελπίζοντας σήμερα στα σχολεία να μη ζητούν πλέον από τα παιδιά να γράφουν τέτοια πράγματα. Οχι γιατί δεν υπάρχει «χάσμα των γενεών», αλλά γιατί ποτέ το χάσμα δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο σήμερα.
Στις αρχές του φθινοπώρου ήμουν με μια παρέα φίλων με διαφορετικές ηλικίες. Μιλούσαμε για την πανδημία, όταν ένας από εμάς είπε ότι το επόμενο μεγάλο πρόβλημα θα είναι η αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που θα φέρει μια γενική αύξηση τιμών. Οταν προσπάθησα να εξηγήσω το γιατί, ένας φίλος που ήταν στο τραπέζι και είναι λίγο μεγαλύτερος με ρώτησε ξαφνιασμένος αν εννοώ πως «θα έχουμε ξανά πληθωρισμό» και όταν η ομήγυρη του απάντησε «ναι», ψέλλισε πως το πράγμα τού φαίνεται «απίστευτο». Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μας φάνηκε απίστευτο ότι η κόρη ενός από τους παρισταμένους (που είναι πια «κορίτσι της παντρειάς», όπως λέγαμε κάποτε), μας ρώτησε «τι είναι ο πληθωρισμός;». Προσέξτε κάτι: δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια πριγκίπισσα. Η ηρωίδα της ιστορίας μας έχει κατεβεί σε πορείες κατά της λιτότητας, γνωρίζει τι είναι τα spreads, ανησυχεί για το δημόσιο χρέος. Αλλά το τι είναι πληθωρισμός το αγνοούσε. Διότι δεν της είχε τύχει μέχρι τώρα ποτέ.
Λίγες ημέρες πριν συζητούσα με κάποια παιδιά το ζήτημα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Διαπίστωσα πως για τα πιο πολλά αυτό που βλέπουν δεν είναι ακριβώς πόλεμος. Ως τέτοιο αντιλαμβάνονται κάτι που να μοιάζει με τον πόλεμο στα ηλεκτρονικά που παίζουν!
Μου είχε φανεί πολύ παράξενο, αλλά κάθισα και σκέφτηκα πόσα πολλά άλλα τα σύγχρονα παιδιά τα ερμηνεύουν διαφορετικά. Λίγα καταλαβαίνουν τι ήταν ακριβώς η χούντα και ακόμα λιγότερα γιατί η Μεταπολίτευση ήταν κάτι σημαντικό. Ανάμεσά μας κυκλοφορούν πλέον χιλιάδες νέοι (αλλά όχι πια πιτσιρικάδες…) που δεν έχουν ζήσει με τη δραχμή και δεν θυμούνται τις συχνότατες υποτιμήσεις της. Υποθέτω πως θα τους ήταν αδύνατον να ζήσουν χωρίς κινητό – για το Ιnternet δεν το συζητάω καν.
Φυσικά, ανάλογα προβλήματα κατανόησης του κόσμου έχουν και οι μεγαλύτεροι. Ποιος πάνω από 45 χρόνων μπορεί εύκολα να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στη «ραπ» και στην «τραπ»; Πόσοι νιώθουν απολύτως εξοικειωμένοι με αυτή τη νέα γλώσσα που περιέχει λέξεις όπως «τρολ» ή «μιλφ»; Λίγοι. Ομως αυτό συνέβαινε πάντα: πάντα οι νέοι μιλούσαν διαφορετικά και πάντα οι μεγαλύτεροι είχαν πρόβλημα με τους κώδικές τους. Πάντα επίσης υπήρχε μια σημαντική διαφορά σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις απολαύσεις, με τη διασκέδαση, με τους κανόνες αυτού που αποκαλούμε «ηθική» – μικρότεροι και μεγαλύτεροι έδιναν πάντα διαφορετική διάσταση. Ποτέ όμως ο κόσμος των μικρότερων δεν ήταν τόσο περιχαρακωμένος – ακόμα και ως προς την αισθητική του.
Το ’60 π.χ. φορούσαν μίνι ή παντελόνια μιμούμενες τις πιτσιρίκες και οι σαραντάρες αστές. Το ’70 οι μπαμπάδες άφηναν κι αυτοί μακριά μαλλιά (και άκουγαν ροκ) για να δείχνουν στους γιους ότι τους καταλαβαίνουν γιατί ήταν κι αυτοί επαναστάτες κάποτε. Το ’80 ακόμα τα παιδιά έκαναν διακοπές με τους γονείς τους, τουλάχιστον μέχρι να βγουν στην αγορά και να βρουν δουλειά. Το ’90 όλοι παρακολουθούσαν την ίδια τηλεόραση – που τη λέγαμε «ελεύθερη» – και όλοι διασκέδαζαν μαζί σε κλαμπ, μπουζούκια, μουσικές σκηνές και «ελληνάδικα». Τώρα υπάρχει το πραγματικό χάσμα των γενεών, για το οποίο κάποτε γράφαμε στις εκθέσεις: οι κόσμοι σιγά-σιγά απομακρύνονται. Μόνο κοινό ότι βλέπουν τον πόλεμο στην τηλεόραση.
Πρέπει για πάνω από δεκαπέντε χρόνια (από το 1995 έως το 2010 χονδρικά) να άκουγα πως οι νέοι «τα έχουν βρει όλα έτοιμα», πως είναι νωθροί και μαλθακοί «γιατί δεν πέρασαν δύσκολα» και πως αυτή η νωθρότητα είναι το χαρακτηριστικό του κόσμου τους: γι’αυτό μιλούσαν παράξενα, ντύνονταν με σχισμένα τζιν, έκαναν περίεργα χτενίσματα ή άφηναν παράξενο μούσι. Ο κόσμος των μεγάλων (που είχαν γνωρίσει και χούντα και πληθωρισμούς και υποτιμήσεις και άλλα πολλά) πίστευε πως αν στα νέα παιδιά προέκυπτε μια δυσκολία τα παιδιά θα ωρίμαζαν γρήγορα – δηλαδή θα γίνονταν κάπως σαν τους γονείς τους, αν όχι και σαν τους παππούδες τους. Και μετά ήρθε η κρίση (η οικονομική πρώτα και η υγειονομική στη συνέχεια) και τώρα ο πόλεμος στην Ουκρανία και ό,τι τον ακολουθεί. Αλλά δεν νομίζω πως τα παιδιά θα ενταχθούν στον κόσμο των μεγάλων μετά από αυτά. Μάλλον φτιάχνουν έναν κόσμο στον οποίο οι μεγάλοι πραγματικά δεν έχουν καμία απολύτως θέση, διότι δεν τον καταλαβαίνουν. Γι’ αυτό δεν λέω ότι ο κόσμος αυτός είναι καλύτερος ή χειρότερος. Είναι τόσο διαφορετικός ο κόσμος των μικρών και των μεγάλων, που νομίζω πως στο χάσμα του έχω πέσει μέσα…

