Το τραγούδι θα βγει κερδισμένο

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η Γενική Γραµµατεία Πολιτικής Προστασίας ανακοίνωσε πριν από λίγες ηµέρες ότι τα κέντρα διασκέδασης θα µείνουν κλειστά µέχρι το τέλος Σεπτεµβρίου και ότι το όριο πληρότητας των ανοιχτών συναυλιακών χώρων (καθήµενοι, µε µάσκες) µειώνεται στο 50%. Οι καιροί είναι δύσκολοι για συνθέτες και τραγουδιστές, αλλά ελπίζω να µην το βάλουν κάτω. Θέλω να πιστεύω ότι τα σχετικά µέτρα θα είναι προσωρινά και πως κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο. Οι άνθρωποι του ελληνικού τραγουδιού πρέπει να δείξουν επιµονή, υποµονή και δύναµη. Μπορεί πολλά να είναι δύσκολα, αλλά έχουν υπέρ τους κάτι σηµαντικό: τη δική µας ανάγκη για την Τέχνη τους.
Τον περασµένο Ιούνιο, όταν είχε φουντώσει η δυσφορία των καλλιτεχνών για τα µέτρα της κυβέρνησης, που κατά τη γνώµη τους ήταν για τον κλάδο τους ανεπαρκέστατα, ένιωθα την αγωνία τους: συµβαίνει να γνωρίζω αρκετούς που ανήκουν στον χώρο. Σκεπτόµουν ότι µε τους ηθοποιούς κάτι θα γίνει: τα τηλεοπτικά κανάλια θα επενδύσουν σε σίριαλ, στα θέατρα θα επιτραπεί η είσοδος του κοινού, έστω µε µάσκες, η παραγωγή ελληνικών ταινιών, που δεν τη λες και βιοµηχανία, κάπως θα πάρει µπροστά. Αλλά οι συνθέτες, οι τραγουδιστές και οι λοιποί βιοπαλαιστές της διασκέδασης είχαν στα µάτια µου µεγάλο πρόβληµα: πώς άραγε θα µπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους αν έπρεπε να γίνουν σεβαστά τα πρωτόκολλα αντιµετώπισης της COVID-19; Για όλον αυτόν τον κόσµο δουλειά δεν είναι πάντα η σύνθεση και η ερµηνεία, η δηµιουργία και το τραγούδι: δουλειά είναι η διασκέδαση. Και η ελληνική διασκέδαση τα τελευταία χρόνια είχε µια παραξενιά: επειδή ήταν (είναι;) πάντα νυχτερινή, η νύχτα την οµογενοποίησε. Οι χώροι όπου εµφανίζονταν οι καλλιτέχνες ήταν διαφορετικοί. Η προσέγγιση του κοινού, όµως, από την πλευρά των περισσοτέρων, ήταν περίπου ίδια: ο σκοπός ήταν ο πελάτης να ξεδώσει, είτε µε λαϊκά είτε µε έντεχνα. Μεταξύ µας, µικρή διαφορά υπήρχε. Είτε στις µικρές µουσικές σκηνές είτε στα θηριώδη νυχτερινά µαγαζιά, ο σκοπός ήταν κατά κάποιον τρόπο ο ίδιος: να έρθει ο άλλος στο τσακίρ κέφι, να πιει, να σηκωθεί και να χορέψει ή απλά να χοροπηδάει. Το βασικό ήταν να γίνουν όλοι στο τέλος µια µεγάλη παρέα. Αλλού µέχρι τις 3 το πρωί και αλλού µέχρι τα χαράµατα.
Υπάρχει κάτι κακό σε αυτό; Οχι απαραίτητα. Δεν είναι κακό η αύρα του σουξέ να καταργεί κάθε διαφορά και να γίνονται όλοι ένα: ίσα-ίσα. Το πρόβληµα (αν µπορώ να το πω έτσι…) είναι ότι η διασκέδαση άρχισε να µοιάζει ολοένα και περισσότερο µε πανηγύρι. Δεν είχαν πια ιδιαίτερη σηµασία οι καλές φωνές, ή το ρεπερτόριο, ή η όποια φροντίδα του προγράµµατος. Στις µουσικές σκηνές έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει ένα κοµµάτι του σόου αφιερωµένο στο λαϊκό πανηγύρι όπου οι γερο-ροκάδες και οι νεο-έντεχνοι συναντούσαν τον Τσιτσάνη ή τον Ακη Πάνου µε σκοπό να ξεσηκωθεί το κοινό, ενώ στα κάποτε «µπουζούκια», όπου µόνο µπουζούκια δεν άκουγες, έφθανε νοµοτελειακά η στιγµή που ο σταρ του µαγαζιού θα τραγουδούσε την «Πριγκιπέσα» για να ανεβούν στα τραπέζια οι… πριγκιπέσες. Την ώρα που οι έντεχνοι ανακάλυπταν τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, οι άλλοι τραγουδούσαν Αγγελάκα πετώντας λουλούδια: για κάθε ροκ διασκευή τού «Ονειρα και όνειρα πήγανε χαµένα», κάποιος έβαζε κάτι από πίστα στο «Σιγά µην κλάψω». Και αν το ξεφάντωµα κρατούσε έως τις µικρές ώρες, κάπου είχε χαθεί κάτι ίσως σηµαντικότερο: το ίδιο το τραγούδι. Που µπορεί µερικές φορές να προκαλεί και ευθυµία και κραυγές που δεν συναντάς πια ούτε σε διαδήλωση, αλλά είναι Τέχνη ευγενική και σπάνια.
Εφέτος τον Σεπτέµβριο γύρισα την Αθήνα για να δω τις φθινοπωρινές συναυλίες στον καιρό του κορωνοϊού µε όλες τις προφυλάξεις. Είδα αρχικά τον Διονύση Σαββόπουλο στον Κήπο του Μεγάρου, όπου επέστρεψα µετά από µέρες για να δω και το αφιέρωµα στον αδικοχαµένο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα από τους οµότεχνούς του. Πήγα στην Ταράτσα του Φοίβου, που έχει γίνει καλοκαιρινός θεσµός, αλλά και στις Ιωνικές Γιορτές όπου ο Νίκος Πορτοκάλογλου έπαιζε εντός έδρας έχοντας παρέα τον Στάθη Δρογώση. Πετάχτηκα και µέχρι την Τεχνόπολη για να περάσω µια βραδιά µε τους δυσεύρετους Χατζηφραγκέτα που ξανάσµιξαν. Και τι είδα; Πρώτα από όλα κόσµο πολύ. Και έπειτα έναν κόσµο, που θες γιατί ήταν βιδωµένος στις καρέκλες του εξαιτίας των απαγορεύσεων, θες γιατί ένιωθε µια κάποια υπευθυνότητα, επέδειξε µια συµπεριφορά εξαιρετική, απολαµβάνοντας τη βραδιά – δηλαδή το τραγούδι. Ολοι έδειξαν µια τροµερή διάθεση συνεργασίας φορώντας τις µασκούλες τους όπου ήταν απαραίτητο, κρατώντας αποστάσεις στις ουρές και µένοντας στις θέσεις τους χωρίς να δηµιουργούν πρόβληµα στον διπλανό τους. Οι διοργανωτές ήταν άριστοι, αλλά κυρίως το κοινό ήταν καταπληκτικό. Κι αν αυτό µπορούσες να το περιµένεις από τους εκδροµείς του ’60 του Διονύση ή από τους εκπαιδευµένους Νεοσµυρνιώτες που γεµίζουν κάθε χρόνο το τοπικό Αλσος, ήταν έκπληξη για εµένα η άριστη συµπεριφορά στην Τεχνόπολη των πιτσιρικάδων φοιτητών – κανονικών και αιώνιων -, που «µπιζάρισαν» τους Χατζηφραγκέτα πίνοντας την µπίρα από το κουτάκι σαν καλά παιδιά, όπως λέει και το σχετικό σουξέ της µπάντας.
Εµαθα φυσικά ότι σε άλλους χώρους η τάξη δεν τηρήθηκε: κρίµα, αλλά αυτό είναι υποχρέωση των διοργανωτών και όχι των καλλιτεχνών. Αυτοί οι δεύτεροι υποθέτω πως ανακουφίστηκαν βλέποντας το πλήθος να τους ακολουθεί, έστω και µασκοφορεµένο. Οµολογώ ότι ανησυχούσα για τους τραγουδιστές και τους συνθέτες και γελούσα όταν άκουγα πως για να αντιµετωπιστεί η κρίση στη διασκέδαση θα ανοίγουν τα µπουζούκια στις 7 το απόγευµα. Τώρα λέω σε όλους να δείξουν επιµονή και έχω τη βεβαιότητα πως αν τα µέτρα πάψουν να είναι σκληρά, ίσως τον εφετινό χειµώνα ανακαλύψουµε µια νέα διασκέδαση. Θα ακούσουµε επιτέλους τραγούδια όπως πρέπει, δηλαδή χωρίς να χοροπηδάµε τα ξηµερώµατα. Θα χαρούµε τις φωνές και τις ενορχηστρώσεις, θα προσέξουµε τους στίχους, θα κάνουµε σεκόντο στον τραγουδιστή χωρίς ουρλιαχτά. Πιθανότατα δεν θα πετάξουµε λουλούδια, σίγουρα τα λαϊκά και τα έντεχνα νυχτοκάµατα θα πέσουν, µάλλον δουλειά θα βρουν οι πιο καλοί και όχι οι πιο φθηνοί από τους οργανίστες. Αλλά οι αληθινοί καλλιτέχνες θα αντέξουν γιατί θα µας µάθουν να αγαπάµε πραγµατικά το τραγούδι, δηλαδή την Τέχνη τους. Την οποία, µεταξύ µας, χρησιµοποιήσαµε πολύ για µεθύσια, «καταναλώσεις», ξεσαλώµατα και υπερβολές. Ως άλλοθι.

