«Η δύναμη του «TIME»  ήταν πάντοτε ο μοναδικός τρόπος να αφηγείται ιστορίες ανθρώπων και να πραγματεύεται θέματα που μας αφορούν και μας ενώνουν όλους. Ενας θησαυρός για την Ιστορία και την κουλτούρα μας. Σεβόμαστε τον οργανισμό και αισθανόμαστε ευγνώμονες να είμαστε διαχειριστές αυτού του σημαντικού εμπορικού σήματος». Με αυτή την ανάρτησή του στο Twitter ο δισεκατομμυριούχος Μαρκ Μπένιοφ σχολίασε την είσοδό του – μαζί με τη δημοσιογράφο σύζυγό του Λιν – στον χώρο των media. Μόλις πριν από μια εβδομάδα έγινε γνωστό, μέσα από ανακοίνωση της αμερικανικής ομάδας μέσων μαζικής ενημέρωσης Meredith Corporation, ότι το ζεύγος Μαρκ και Λιν Μπένιοφ συμφώνησαν για την αγορά του ιστορικού περιοδικού «TIME». Το τίμημα της εξαγοράς ανέρχεται στα 190 εκατομμύρια δολάρια μετρητά και η εξαγορά αναμένεται να οριστικοποιηθεί εντός 30 ημερών.

Eξώφυλλα που συχνά πυροδότησαν συζητήσεις

Το «TIME» μετράει 95 χρόνια ζωής και αρκετά συχνά βρέθηκε μπροστά στα πιο σημαντικά παγκόσμια γεγονότα, έδωσε βήμα σε πρόσωπα με επιρροή και γενικότερα διαμόρφωσε το μοντέλο του ειδησεογραφικού περιοδικού. Πολλές φορές τα εξώφυλλά του έγιναν αντικείμενο συζήτησης, όχι για τους λαϊκιστικούς τίτλους που κάποιο άλλο περιοδικό θα χρησιμοποιούσε, αλλά για τον προβληματισμό που θέτει μέσα από τις φωτογραφίες και τις λεζάντες που επιλέγει.
Μετά την εκλογή του ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, φιγουράρει συχνά στο εξώφυλλο του περιοδικού, με πιο σοκαριστικό εκείνο που κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούνιο και στο οποίο ο αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να υποδέχεται ένα παιδί μεταναστών που κλαίει. Οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ, καθώς το τελικό αποτέλεσμα δημιουργήθηκε από τους illustrators του περιοδικού θέλοντας να καυτηριάσουν τη νέα πολιτική Τραμπ, σύμφωνα με την οποία οι Αρχές χώριζαν τις οικογένειες μεταναστών που προσπαθούσαν να μπουν παράνομα στις ΗΠΑ από τα παιδιά τους.
Μετά την αποχώρησή του από τον γιγαντιαίο όμιλο μέσων ενημέρωσης και ψυχαγωγίας Time Warner το 2014 το περιοδικό αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και τον Νοέμβριο του 2017 περιήλθε στην ανταγωνίστρια εκδοτική εταιρεία Meredith Corporation έναντι 2,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία στο παρελθόν είχε προσπαθήσει να αποκτήσει το περιοδικό, και μάλιστα δύο φορές. Λίγους μήνες όμως μετά την απόκτησή του η Meredith Corporation το διέθεσε προς πώληση μαζί με τα περιοδικά «Fortune», «Money» και «Sports Illustrated» για τα οποία οι συζητήσεις για την πώλησή τους συνεχίζονται.
Σε έναν περίπου μήνα το περιοδικό θα αλλάξει και επίσημα χέρια και θα περάσει στον συνιδρυτή του κολοσσού software, Salesforce, εταιρείας που παρέχει υπηρεσίες cloud, και στη σύζυγό του.
Οπως αναφέρει η Meredith Corporation στην ανακοίνωσή της η αγορά του περιοδικού δεν σχετίζεται με την εταιρεία τεχνολογίας του Μπένιοφ, ενώ το ζευγάρι δεν προτίθεται να εμπλακεί στην εκδοτική και καθημερινή λειτουργία του «ΤΙΜΕ», με την εκδοτική εταιρεία να έχει συνάψει πολυετή συμφωνία με τους Μπένιοφ για την παροχή υπηρεσιών όπως το μάρκετινγκ, τις συνδρομές, την αγορά και την εκτύπωση χαρτιού. Η Meredith θα είναι επίσης σε θέση να συμπεριλάβει τον τίτλο τού «TIME» σε μεγάλες εταιρικές διαφημιστικές αγορές. «Ξέρουμε ότι το «TIME» θα συνεχίσει να πετυχαίνει και βρίσκεται σε καλά χέρια με τους Μπένιοφ. Ευχαριστούμε την ομάδα του «TIME» για τη συνεχή σκληρή δουλειά» δήλωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Meredith, Tom Harty.
Ποιος είναι ο νέος ιδιοκτήτης
Η αγορά ενός εντύπου από έναν επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στον χώρο της τεχνολογίας θυμίζει την περίπτωση της «Washington Post» που τα τελευταία πέντε χρόνια έχει περάσει στον ιδρυτή της Amazon, Τζεφ Μπέζος, αλλά και την περίπτωση του μηνιαίου περιοδικού «The Atlantic», το πλειοψηφικό μερίδιο του οποίου αγόρασε πέρυσι η χήρα του Στιβ Τζομπς, Λορέν Πάουελ Τζομπς. Ετσι ο Μαρκ Μπένιοφ γίνεται ένας ακόμη επιτυχημένος επιχειρηματίας που από τον κόσμο της τεχνολογίας περνάει σε αυτόν των media με σκοπό μόνο την επιτυχία. Οπως μάλιστα λέει και ο ίδιος, προχώρησε σε αυτή την επιχειρηματική κίνηση για να συνεχίσει τη λειτουργία του περιοδικού.
Ο πολυπράγμων και εκκεντρικός 53χρονος δισεκατομμυριούχος – σύμφωνα με το «Forbes» η περιουσία του αποτιμάται στα 6,7 δισεκατομμύρια δολάρια – από το Σαν Φρανσίσκο άρχισε να ασχολείται με τους υπολογιστές από πολύ μικρή ηλικία. Οντας μαθητής, πούλησε την πρώτη του εφαρμογή για υπολογιστή σε περιοδικό συναφούς περιεχομένου για 75 δολάρια. Στα 15 του ίδρυσε τη δική του εταιρεία δημιουργώντας παιχνίδια για υπολογιστές Atari 800. Μάλιστα, έναν χρόνο αργότερα έβγαζε περίπου 1.500 δολάρια τον μήνα με αποτέλεσμα να μπορεί να πληρώνει μόνος του τα δίδακτρα του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας. Στη συνέχεια εργάστηκε στο πλευρό του Στιβ Τζομπς ως προγραμματιστής στην Apple, όμως ένας καθηγητής τους τον έστρεψε προς τον κόσμο των επιχειρήσεων. Λίγα χρόνια αργότερα έγινε ο νεότερος αντιπρόεδρος στην ιστορία της Oracle και μετά από ένα ταξίδι στην Ιαπωνία αποφάσισε το 1999 να ιδρύσει τη Salesforce.

Πώς θα διαχειριστεί το περιοδικό

Αν και θα περίμενε κανείς να επενδύσει σε οικονομικά έντυπα όπως το «Fortune» και το «Money», εκείνος επέλεξε το «ΤΙΜΕ». Σε συνέντευξη του στους «New York Times» και στον δημοσιογράφο David Streitfeld λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση της εξαγοράς ο ίδιος υποστηρίζει ότι το περιοδικό τού «ταιριάζει καλύτερα. Συμπαθώ την ομάδα της εταιρείας και κατηγορηματικά ήθελα να συνεργαστώ μαζί τους. Απλώς, για καιρό ήταν ασαφές το πλαίσιο αυτής της συνεργασίας. Οταν προέκυψε η κουβέντα για το «ΤΙΜΕ» όλοι νιώσαμε ότι αυτό ήταν το σωστό».
Οσον αφορά την ενδεχόμενη «πνευματική» ενασχόλησή του με το περιεχόμενο του περιοδικού ο ίδιος σχολιάζει: «Διαισθάνομαι ότι οι αξίες μας είναι οι ίδιες. Η εμπιστοσύνη στους συνεργάτες μου είναι μία από τις βασικές μου αξίες και του «ΤΙΜΕ»». Υπογράμμισε δε: «Πορεύομαι με το μυαλό πρωτάρη που ξεκινάει τώρα. Πριν από δύο εβδομάδες δεν είχα καν συνειδητοποιήσει ότι ετοιμάζομαι να αγοράσω το «ΤΙΜΕ». Η δύναμή μου βρίσκεται στο ότι στην πραγματικότητα δεν θέλω να κάνω τίποτα, αλλά πάντα είμαι ανοιχτός σε νέες πιθανότητες».