«Το θέατρο αναζητεί μια καινούργια γλώσσα»
Ο σκηνοθέτης και δραματουργός μιλάει στο «Βήμα» για τις παραστάσεις «Φαίδρα» και «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», το σύγχρονο ρεπερτόριο, την έως τώρα πορεία του και εξηγεί γιατί πλέον αισθάνεται πιο ήρεμος με τον χαρακτηρισμό «παιδί-θαύμα» που του αποδόθηκε
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Οταν ο Δημήτρης Καραντζάς, σε κουβέντες για το θέατρο, τυχαίνει να ακούσει το ουσιαστικό «πλοκή» και το ρήμα «καταλαβαίνω» αρχίζει να νιώθει άβολα. Οχι με τον εαυτό του, με τους άλλους. «Ναι, διότι το θέμα δεν είναι να αποσπάσεις κάτι συγκεκριμένο, αλλά να εμπλακείς σε μια διαδικασία, ενίοτε δύσκολη. Αν αυτό που μας νοιάζει είναι να χαϊδέψουμε το κοινό, να του τα κάνουμε όλα λιανά, καλύτερα να αλλάξουμε δουλειά» έλεγε τις προάλλες προς «Το Βήμα» ο 34χρονος σκηνοθέτης και δραματουργός. Τον συναντήσαμε στην οδό Καπνοκοπτηρίου 8, στο κέντρο της Αθήνας, στο Θέατρο Προσκήνιο, του οποίου την καλλιτεχνική διεύθυνση έχει αναλάβει, την επομένη της «δεύτερης» πρεμιέρας της παράστασης «Φαίδρα» (το φοβερό θεατρικό ποίημα της Ρωσίδας Μαρίνας Τσβετάγεβα) που συνεχίζεται εκεί μετά από μια προγραμματισμένη αντικατάσταση στη διανομή. «Προτού ξαναρχίσουμε, είχαμε κλείσει ήδη τρεις φορές. Ολο αυτό το διάστημα συνηθίσαμε τα πράγματα να πηγαίνουν πίσω και να μην τρέφουμε πολλές προσδοκίες. Αρκεί να είναι λειτουργικά, τουλάχιστον. Εχει παγιωθεί στην περίοδο της πανδημίας ένα αίσθημα ματαίωσης. Δεν φταίει κανείς και, επειδή αυτό δεν εκτονώνεται, μετατρέπεται σε μια μετέωρη λύπη που διαποτίζει τα πάντα. Όμως η ανταπόκριση του κοινού, ιδίως των νεότερων θεατών, είναι και παρηγορητική και συγκινητική, δείχνει ότι υπάρχει ελπίδα σε μια χώρα που τη χάνει κανείς σχεδόν σε καθημερινή βάση. Μεταξύ άλλων, για να μην ξεχνιόμαστε, και από την κατ’ ευφημισμόν υπουργό Πολιτισμού της χώρας, από το στόμα της οποίας βγήκε μίσος για τους καλλιτέχνες, βγήκαν αδιανόητα και απαράδεκτα λόγια» συμπλήρωσε ο ίδιος.
Κύριε Καραντζά, η συγκυρία συντηρεί την αβεβαιότητα. Ωστόσο, πώς οραματίζεστε το Προσκήνιο υπό κανονικές συνθήκες;
«Μακάρι να έλθουν σύντομα οι κανονικές συνθήκες, γιατί αυτό που ζούμε είναι απολύτως στρεβλό. Δεν έχω μετακινηθεί από την πρόθεσή μου να γίνει το «Προσκήνιο» ένας συνεκτικός πυρήνας για εκλεκτικές καλλιτεχνικές συγγένειες. Μια συλλειτουργία ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια ματιά πάνω στο θέατρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να συμφωνούν σε όλα, σκηνικά, αισθητικά ή μεθοδολογικά. Η βασική κατεύθυνση είναι ένα ρεπερτόριο που θα δώσει τον χώρο και τον χρόνο σε ένα κοινό να εξασκηθεί αλλιώς. Δεν λέω να εκπαιδευθεί, γιατί ενδέχεται να με παρεξηγήσουν».
Δηλαδή;
«Αναφέρομαι σε μια παράξενη λογική ότι αυτά που βλέπει κανείς στην τηλεόραση θα τα δει και στο θέατρο. Είχε εγκαταλειφθεί αυτή η τάση, αλλά δυστυχώς τη βλέπω να επανακάμπτει με φανφάρες. Κοιτάξτε, μας έχουν πάρει τ’ αφτιά εσχάτως με το πόσο καλή τηλεόραση έχουμε. Εγώ όμως πιστεύω ότι δεν έχουμε καλή τηλεόραση. Εχουμε πρόσβαση οι περισσότεροι σε πραγματικά σπουδαίες σειρές, ξένες δηλαδή, που θίγουν σοβαρά προβλήματα του σήμερα. Στα καθ’ ημάς τώρα, δεν σημαίνει τίποτα η πιο προσεγμένη φωτογραφία και ορισμένοι καλοί ηθοποιοί εν μέσω πάμπολλων κακών, όταν η ουσία παραμένει ίδια και απέχει εντυπωσιακά από αυτό που θα ήταν έστω μια αντανάκλαση της ζωής μας. Με συγχωρείτε, αλλά δεν είναι δυνατόν ακόμη να ασχολούμαστε με το παρελθόν και τη ζωή στο χωριό, με όλο αυτό το μελοδραματοποιημένο σούσουρο και κουτσομπολιό. Και ξέρετε γιατί; Επειδή η ζωή δεν είναι έτσι ούτε στα χωριά πλέον. Φτάνει πια. Βιώνουμε μια συντηρητική στροφή, ξεκάθαρα. Το ενθαρρυντικό, από την άλλη μεριά, είναι ότι υπάρχει το αντιστάθμισμα, ο καλλιτεχνικός αντίλογος που αρθρώνεται για τις κρίσιμες κοινωνικές αγωνίες, την πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την πατριαρχία, τον φεμινισμό κ.τ.λ.».
Για να επιστρέψουμε στο θέατρο, μου δίνετε τώρα την ευκαιρία να ρωτήσω πώς επιλέγετε τι θα ανεβάσετε.
«Διαφέρει κάθε φορά το θεμελιώδες κίνητρο. Αλλοτε είναι η επιθυμία να συνεργαστώ με μία ηθοποιό ή έναν ηθοποιό. Άλλοτε είναι κάτι πιο προσωπικό, ένας εσώτερος αντίκτυπος αν θέλετε. Η «Φαίδρα» της Τσβετάγεβα λ.χ. συνέπεσε με μια περίκλειστη στιγμή μου. Ηρθε να φωτίσει πράγματα, για εμένα το έργο αυτό, παρότι ερμητικό, δεν είναι δυσοίωνο, αυτό που προτείνει είναι το θάρρος, την ορμή της ζωής, το ξεπέρασμα των ορίων. Αλλοτε πάλι είναι μια σταθερή κοιτίδα λογοτεχνικών και θεατρικών αναφορών (από το αρχαίο δράμα και τον Τσέχοφ, ως τον Προυστ, τη Γουλφ και τον Πίντερ) που συγκροτούν το πρίσμα μου, μέσω του οποίου κάτι περνάει ή δεν περνάει. Αυτό που διανοίγει την προοπτική της σκηνικής συνομιλίας μου με τα κείμενα είναι ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνουν ένα θέμα, αν μπορούν να εναγκαλιστούν τη ρευστότητα και αν ενσωματώνουν ποικίλες οπτικές γωνίες. Στο θέατρο η εμμεσότητα είναι το παν. Η επικαιρότητα, πέραν του ότι είναι κάπως εκβιαστική, μπορεί και να στραγγαλίσει τη θεατρική πράξη».
Είστε επιφυλακτικός με (δεν θα πω με τα σύγχρονα, αλλά) τα συγκαιρινά έργα;
«Νομίζω ότι διανύουμε μια περίοδο αναζήτησης. Το θέατρο φαίνεται να έχει ανάγκη από μια καινούργια γλώσσα, από μια πιο ριζοσπαστική λύση, η οποία ωστόσο δεν εντοπίζεται, προσώρας. Η εποχή της αποδόμησης ενός υλικού έχει παρέλθει. Παράλληλα οι φόρμες μάλλον εξακολουθούν να αντιγράφονται, ως επί το πλείστον, χωρίς να προκύπτουν ρήξεις. Εχω την εντύπωση ότι, παρά τις όποιες εξαιρέσεις, τα συγκαιρινά έργα λογοδοτούν ακόμη σε ένα δεδομένο παρελθόν το οποίο έχει πιο στερεή και πλούσια βάση. Και σε εμένα προκαλεί μια αμηχανία αυτό που περιγράφω, πλην όμως έχει και ενδιαφέρον, να δούμε πώς θα εξελιχθεί».
Σκηνοθετείτε από το 2008. Τι πιστεύετε ότι έχετε πλέον διασφαλίσει σε αυτό το σημείο της πορείας σας;
«Το πρώτο σχετίζεται με τη διαδικασία των προβών και τη σκηνική αντιμετώπιση των έργων, η οποία συνήθως παρουσιάζει τις απαραίτητες μετατοπίσεις, ελπίζω δημιουργικές. Αφενός, έχω καταφέρει νομίζω, χωρίς να το θεωρώ δική μου εμμονή, να συντονίσω όλους τους εμπλεκόμενους σε ένα ενεργό παιχνίδι όπου γνωρίζουμε όλοι εξ αρχής τι κάνουμε και συγχρόνως το αναδιαμορφώνουμε επί σκηνής ανά πάσα στιγμή. Αφετέρου, έχω καταστήσει τους ηθοποιούς συν-δημιουργούς στο κομμάτι της δραματουργίας, εφόσον ήδη μιλάμε, θεωρητικά και πρακτικά, την ίδια θεατρική γλώσσα. Το δεύτερο είναι, για να συνεχίσω, ότι τα πάντα για εμένα εξακολουθούν σταθερά να πυροδοτούνται από τις δονήσεις των λέξεων. Ο πυρετός μου είναι τι κάνω με τις λέξεις, πώς τις αφομοιώνω και πώς μεταδίδω τον απόηχό τους. Οι λέξεις φτιάχνουν τις εικόνες και οι εικόνες, αντιστοίχως, συνθέτουν προοδευτικά τα υπόλοιπα».
Εικάζω ότι έχει τελειώσει πια εκείνη η ιστορία με το «παιδί-θαύμα» του ελληνικού θεάτρου. Τι λέτε;
«Ναι, ευτυχώς. Κοιτάξτε, από την αρχή βρήκα και χώρο και εμπιστοσύνη και σεβασμό, δεν χρειάστηκε, ας πούμε, να τον απαιτήσω. Κάτι σημαίνει αυτό και για εμένα και για τους κατά καιρούς συνεργάτες μου. Αντιλαμβάνομαι τις ταξινομήσεις και τις ετικέτες, είναι χρήσιμες και βολικές, όμως πιστεύω ότι αυτές σε εμποδίζουν να δεις επί της ουσίας τη δουλειά ενός καλλιτέχνη. Αισθάνομαι πια ήσυχος και ήρεμος να κάνω αυτό που ξέρω, χωρίς το παραμικρό άγχος, μήπως και απογοητευθεί κάποιος από το «παιδί-θαύμα», κάτι που προσωπικά, στο κάτω-κάτω της γραφής, ουδέποτε διεκδίκησα. Πρόκειται για την έξωθεν καλή μαρτυρία που μου αποδόθηκε ή μου έλαχε».
Ποιο είναι το κυριότερο κριτήριο στην επιλογή των συνεργατών σας;
«Η εγγενής περιέργεια να συναντηθεί κανείς με τον άλλον, θα έλεγα. Αυτή περιλαμβάνει και την επιθυμία να μην αναπαράγει κανείς τον εαυτό του εκ του ασφαλούς. Για εμένα το θέατρο είναι σημαντικό επειδή κάθε μέρα με βάζει να αμφισβητώ αν αυτό που κάνω είναι επαρκές, αν η σύνδεσή μου με τα κείμενα είναι όντως βαθιά. Επομένως δεν μπορώ να συνεργαστώ με έναν άνθρωπο, μικρότερης ή μεγαλύτερης ηλικίας, που δεν καίγεται από ανάλογης υφής περιέργεια. Με ενδιαφέρουν, ως συνεργάτες, όσες και όσοι είναι ανοιχτοί στις μεταβάσεις. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Μπέττυ Αρβανίτη, μια ηθοποιός που με συναρπάζει, μια γυναίκα που, μολονότι φέρει τόση πείρα, δεν μιλάει ποτέ για το παρελθόν, κάτι που εκτιμώ αφάνταστα».
Η ίδια υποδύεται τη Μαίρη στην παράσταση «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», στο έργο του Ευγένιου Ο’Νιλ, που ετοιμάζετε και αναμένεται σύντομα. Πώς το διαβάσατε;
«Το τραύμα είναι το κομβικό ζήτημα σε αυτό το έργο, που είναι αυτοβιογραφικό. Κάτι ανάλογο ίσχυε και με τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς που είχαμε ανεβάσει στο ίδιο θέατρο, δηλαδή πώς ανακατασκευάζεται επί σκηνής κάτι που έχει ήδη συντελεστεί, πώς επανασυναρμολογείται μια ανάμνηση που την ξαναβλέπεις και την ξαναζείς, προκειμένου να την ξορκίσεις, να τη συγχωρέσεις, να μην την αποχωριστείς ακόμα-ακόμα επειδή σου είναι οικεία. Η Μαίρη είναι το πλέον συγκινητικό πρόσωπο στη δυσλειτουργική οικογένεια των Τάιρον. Γιατί παρά το αντικειμενικό γεγονός – αλλά και το πρόσχημα – της μορφίνης, είναι αυτή που εκτοξεύει ακατάπαυστα την αλήθεια στα μούτρα των υπολοίπων. Και τρομοκρατεί ένα σύστημα που αρνείται να αλλάξει. Για τη Μαίρη, μια σχεδόν τερατική μορφή, η μορφίνη είναι εθισμός και απελευθέρωση συνάμα. Διαπνεόμενη από μια τρομερή απενοχοποίηση, επιχειρεί να ανοίξει τα θέματα που όλοι οι άλλοι προσπαθούν να κλειδώσουν. Αυτή είναι η βασική σύγκρουση, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση. Η Μαίρη, η οποία δεν εμφανίζεται σαν την κακόμοιρη που η ζωή την έριξε στη μορφίνη, προσπαθεί να διαλύσει την πυκνή ομίχλη αυτής της οικογένειας».
Σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, οι παραστάσεις:«Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγεβα στο Θέατρο Προσκήνιο. Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Στεφανία Γουλιώτη, Γιώργος Ζυγούρης, Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Μάνεσης. Περισσότερες πληροφορίες: www.theatroproskinio.gr«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο’Νιλ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Πρεμιέρα στις 3 Μαρτίου. Παίζουν: Mπέττυ Αρβανίτη, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αινείας Τσαμάτης, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ελίνα Ρίζου. Περισσότερες πληροφορίες: www.theatrokefallinias.gr

