«Δεν είναι το τέλος. Δεν είναι καν η αρχή του τέλους. Αλλά είναι σίγουρα το τέλος της αρχής» είχε πει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Το ίδιο περίπου θα έλεγα σήμερα για τη Χρυσή Αυγή.
Το πόρισμα Ντογιάκου στέλνει κάπου εβδομήντα στελέχη της στο εδώλιο –μεταξύ των οποίων ολόκληρη την ηγεσία και την Κοινοβουλευτική Ομάδα της.
Αυτό όμως είναι το δεύτερο. Το πρώτο είναι ότι ο Ντογιάκος χαρακτηρίζει τη Χρυσή Αυγή ως «εγκληματική οργάνωση που δρούσε υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος».
Το ποινικό σκέλος της υπόθεσης θα κριθεί τελεσίδικα από τη Δικαιοσύνη.
Υπάρχει όμως και ένα πολιτικό σκέλος που είναι προφανές. Αν την εγκληματική οργάνωση τη στέλνουμε στο δικαστήριο, τον μανδύα της που είναι το πολιτικό κόμμα τι τον κάνουμε;
Εδώ διακρίνω μια γενικευμένη αμηχανία, η οποία δεν έχει λυθεί τους δεκατρείς περίπου μήνες που κράτησε η ανάκριση.
Μπορεί να διακόπηκε η χρηματοδότηση του κόμματος, μπορεί να περικόπηκαν ορισμένα προνόμιά του, αλλά το ουσιαστικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο: πρέπει ή δεν πρέπει να απαγορευτεί η λειτουργία της Χρυσής Αυγής;
Αντιλαμβάνομαι τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών. Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι οι απαγορεύσεις κομμάτων δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στο ρεπερτόριο μιας δημοκρατίας.
Καμία αντίρρηση. Αλλά από την άλλη πλευρά επικρατεί μια αφόρητη υποκρισία: να πηγαίνουν φυλακή η ηγεσία και όλοι οι βουλευτές ενός κόμματος αλλά το κόμμα που εκπροσωπούν να θεωρείται κάτι σαν ιερή αγελάδα το οποίο ουδείς δικαιούται να αγγίξει.
Είναι αλήθεια ότι (όπως απέδειξαν κι οι ευρωεκλογές) η Χρυσή Αυγή εξακολουθεί να διατηρεί τη συμπάθεια μιας μερίδας ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν είναι όλοι εγκληματίες.
Να το δεχτώ. Αλλά αυτό δεν τους απαλλάσσει από τις ευθύνες τους όταν ψηφίζουν ένα κόμμα το οποίο (κατά τη Δικαιοσύνη) δεν είναι παρά ο μανδύας μιας εγκληματικής οργάνωσης.
Δεν ήξεραν; Ε λοιπόν, τώρα πια δεν γίνεται να μην ξέρουν.
Και γι’ αυτό στο χέρι τους είναι να συνειδητοποιήσουν ότι ήλθε το τέλος της αρχής ώστε να περάσουμε όλοι μαζί και στην αρχή του τέλους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ