Μέσα στα πολλά ρήγματα που στοιχειώνουν τη διεθνή επικαιρότητα των ημερών, η γαλλική κρίση των «κίτρινων γιλέκων» φανέρωσε ένα χάσμα. Η εξωτερική και ορατή του πλευρά έχει ήδη περιγραφεί: η αποξένωση μεταξύ του λαού της περιαστικής και πιο παραδοσιακής Γαλλίας από τις προτεραιότητες, τους κώδικες και την κουλτούρα μιας ορισμένης ελίτ. Ενα σύνολο από γεωγραφικές, ταξικές και πολιτισμικές αποστάσεις που κάποια στιγμή έγιναν σεισμικό ρήγμα και ίσως σεισμική ακολουθία.

Νομίζω όμως ότι η μέσα πλευρά του χάσματος είναι πιο ανησυχητική. Γιατί αυτή δύσκολα μπορεί να κλείσει, έστω και αν αποσυρθεί ένα μέτρο ή μετριαστεί η συγκεκριμένη κοινωνική αναταραχή. Ακόμα και αν ο «κακός» Μακρόν απομακρυνθεί από τη σκηνή νικημένος από μια πανσπερμία εχθρών – από τα δεξιά ως τα αριστερά, από τους εχθρούς των φόρων μέχρι το μαύρο μπλοκ και τα σφυριά των «casseurs» -, αυτό το πρόβλημα θα συνεχίσει να υπάρχει. Μιλώ για το χάσμα μεταξύ δύο διαφορετικών κοινωνικών χρόνων. Πολλοί παρατηρητές έχουν σταθεί ιδιαίτερα στη χωρική διάσταση της σύγκρουσης αυτής (Γαλλία των περιφερειακών πόλεων και περιοχών Vs «κοσμοπολίτικου» κέντρου), όμως η μεγάλη πρόκληση είναι και η χρονική ασυμφωνία. Τι εννοώ; Υπάρχει μια χώρα που βλέπει μόνο το άμεσο παρόν, το επείγον της προθεσμίας της εβδομάδας, του δεκαπενθήμερου ή το πολύ του μήνα. Και μια άλλη χώρα, πολύ μικρότερη φυσικά, που μπορεί να προβάλλει ένα μέλλον μιλώντας για την ενεργειακή και παραγωγική μετάβαση, για το 2030 ή για το 2050. Υπάρχει γενικότερα μια χώρα που βλέπει την επιτάχυνση ως εχθρό της ζωής της και μια άλλη χώρα που σπεύδει στο εγκώμιο της ταχύτητας, της φυγής προς τα μπρος, της μεταμόρφωσης των αναδιαρθρώσεων.

Αυτό το πρόβλημα υπερβαίνει τη σύγκρουση για έναν φόρο στα καύσιμα ή για το αν ο Μακρόν έχει κάνει λάθη πολιτικά και επικοινωνιακά. Το σύνθημα των «κίτρινων γιλέκων» «εμείς μιλάμε για το τέλος του μήνα κι εσείς για το τέλος του κόσμου» δείχνει την καρδιά του ζητήματος: ο χρόνος του τώρα, ο χρόνος των ζωτικών αναγκών διαχωρίζεται από τον ορίζοντα των σχεδίων και των προγραμματισμών. Η στιγμή παύει να επικοινωνεί με την προοπτική, με τη συνέχεια και την ακολουθία προς το αύριο. Λένε φυσικά κάποιοι, όπως, για παράδειγμα, ο φιλόσοφος και πρώην υπουργός Παιδείας Λικ Φερί, ότι ο οικολογικός φόρος του Μακρόν είναι πρόσχημα. Οτι το πραγματικό θέμα ανησυχίας είναι το χρέος και τα δημόσια οικονομικά που απαιτούν φορολογική αφαίμαξη – και όλο το υπόλοιπο μια αδέξια και κακοσχεδιασμένη πολιτική μεταμφίεση. Αλλοι διανοούμενοι (ένας Εμανουέλ Τοντ ή ένας Ζαν-Κλοντ Μισεά, ας πούμε) επενδύουν στα «κίτρινα γιλέκα» την αβυσσαλέα τους αντιπάθεια για τις φιλελεύθερες ελίτ και τον παριζιάνικο «προοδευτισμό» που τον βλέπουν ως αποκοπή από τις λαϊκές ρίζες.

Ακόμα όμως και αν ο συγκεκριμένος φόρος (που έγινε ο σπινθήρας των ταραχών και του κινήματος) είναι πρόφαση, το χάσμα για το οποίο μιλάμε είναι απειλητικό. Και έχει μια οντολογική διαφορά από τα άλλα χάσματα του παρελθόντος. Ως γνωστόν, οι εισοδηματικές αντιθέσεις όπως και οι διαφορές σε στυλ ζωής και αξίες ανάμεσα σε περιφέρεια και μητρόπολη, σε λαϊκά και αστικά στρώματα, σε παραδοσιακά και σύγχρονα επαγγέλματα είναι προφανείς εδώ και αιώνες. Από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα η ρεαλιστική γαλλική λογοτεχνία έχει βγάλει στο φως τον μικρομαγαζάτορα, το «λούμπεν» προλεταριάτο, τον φιλόδοξο νέο του Σεν Ζερμέν ντε Πρε, τη Γαλλία του παπά και της γης και την μπουρζουάδικη ή μποέμ μητρόπολη όπου κυριαρχούν ο ατομικισμός, η «παρακμιακή» εκλέπτυνση και ένας κάποιος κυνισμός. Ολοι όμως οι παραπάνω εθνικοί χαρακτήρες και οι διαιρέσεις τους είχαν ένα ομοειδές πλαίσιο προσδοκιών. Υπήρχε δηλαδή μια κεντρική ελκτική δυναμική γύρω από την εμπειρία της προοδευτικής αλλαγής και τον μετασχηματισμό της χώρας: ήταν η ιδέα της Ρεπιμπλίκ [της Δημοκρατικής Πολιτείας] που κάποιοι την ήθελαν πιο αστική και άλλοι περισσότερο κοινωνική και εξισωτική, κάποιοι την έβλεπαν ως έθνος επικεντρωμένο στον εαυτό του και άλλοι να διαθέτει μια οικουμενική δυναμική χειραφέτησης. Ολοι όμως – με την εξαίρεση κάποιων ακραίων καθολικών της Ακρας Δεξιάς – μοιράζονταν μια βασική αίσθηση του χρόνου που ενσαρκωνόταν σε έργα βελτίωσης της ζωής τους στο παρόν.

Σήμερα αυτή η κοινότητα χρόνου δεν λειτουργεί πλέον. Η βελτίωση της ζωής παραπέμπεται σε έναν άλλον χρόνο, σε ένα μέλλον που πολλούς δεν τους ενδιαφέρει γιατί δεν περιέχεται καθόλου στην εμπειρία τού σήμερα. Η μεταρρυθμιστική ελίτ παράγει και διανέμει εικόνες του μέλλοντος, αλλά για ένα σοβαρό τμήμα του πληθυσμού οι εικόνες αυτές είναι ακατανόητες, αν όχι ενοχλητικές και εκνευριστικές.

Μπορεί να μικρύνει το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χρόνους; Το παρόν της χρείας και της αυτοσυντήρησης να αναγνωρίσει τα πλάνα του φιλόδοξου μεταρρυθμιστικού στόχου; Και ο φιλόδοξος μεταρρυθμιστικός στόχος να κατανοήσει πραγματικά τη χρεία των άλλων; Μόνο αν όλοι, ή έστω οι περισσότεροι, αισθανθούν ότι δεν χάνουν συνεχώς και περισσότερα. Μόνο δηλαδή με μια διαφορετική πολιτική κατανομή των απωλειών και των ανταμοιβών, του υλικού, οικονομικού και πολιτισμικού ρίσκου. Χωρίς ένα πλαίσιο ασφάλειας και εμπιστοσύνης κάθε μεταρρυθμιστικός στόχος κινδυνεύει να θεωρηθεί αφηρημένος, βίαιος ή ωμός – ακόμα κι αν έχει έναν πυρήνα ορθολογικότητας.

Με κάποιον τρόπο γίνεται αντιληπτό ότι ο μεταρρυθμισμός δεν μπορεί να είναι μόνο μια ηθική εξαγγελία των σωστών στόχων. Χωρίς την ανασυγκρότηση μιας εθνικής κοινότητας πεπρωμένου που να χωράει όλες τις κοινωνικές και «πολιτισμικές» τάξεις, όλα τα γεωγραφικά και δημογραφικά προφίλ, το σχίσμα θα μεγαλώνει. Και αυτό θα συνεχίζεται και μετά τα «κίτρινα γιλέκα» και προφανώς και μετά τον Μακρόν.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.