Τη φωνή της, ολοκάθαρη και επιβλητική, την αναγνωρίζει κανείς αμέσως. Το τηλέφωνο δε την κάνει ακόμη πιο γοητευτική και πολύσημη. «Μη μου πείτε πόσο χαίρεστε που με ακούτε, αυτό θα το κάνω εγώ». Εντός του Νοεμβρίου, η βραβευμένη ποιήτρια Μαρία Λαϊνά θα μας απασχολήσει εκ νέου, με δύο αφορμές: το ιδιότυπο έργο της Το φαγητό (Αγρα, 1998) ανεβαίνει για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή, στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, ενώ ένας τόμος με επιφυλλίδες της, υπό τον τίτλο Θυμάσαι τι είναι ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας, ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη. «Ανέκαθεν, όταν τα έβρισκα σκούρα με την ποίηση, κατέφευγα στο θέατρο. Η ποίηση μού είναι πιο δύσκολη. Το θέατρο, αν μου επιτρέπεται να το πω αυτό και δεν θεωρηθεί αυθάδεια, το βρίσκω πιο εύκολο. Με τα ποιήματα βασανίζομαι, κυριολεκτικώς. Ωστόσο, και τα δύο είδη απαιτούν συγκεκριμένα πράγματα: συντομία, ακρίβεια, ανατροπή» τόνισε η ίδια που, κατά τα λοιπά, μεγαλύτερο φόβο δεν έχει από τη διαβόητη «λευκή σελίδα», όπως δήλωσε προς «Το Βήμα».

Θεατρικός μονόλογος

Το Φαγητό είναι ένας θεατρικός μονόλογος που δημοσιεύθηκε πριν από είκοσι χρόνια και δεν έχει χάσει τίποτα από τη δυσοίωνη έντασή του. Αραγε μπορεί να ανακαλέσει η ίδια την κατάσταση στην οποία βρισκόταν όταν τον έγραφε; «Αυτό δεν γίνεται ποτέ. Ποτέ κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να βρεθεί και πάλι στη χρονική στιγμή και στην αίσθηση που είχε όταν έγραφε κάτι, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Εκείνη την αυθόρμητη, την αυτούσια αίσθηση την έχει χάσει. Κοιτάξτε, εγώ όποτε γράφω κάτι, σαν εκείνο φέρ’ ειπείν, ξεκινώ από μια πρόταση. Αυτήν κάθομαι και τη σκέφτομαι και την αποτυπώνω. Από εκεί και πέρα όμως δεν είμαι μόνη μου, από εκεί και πέρα το ακούω και το γράφω, ακολουθώντας τη φυσικότητα της ροής του λόγου, και ασφαλώς δεν μπορώ να του επιβληθώ, αν πάω να του επιβληθώ θα φύγει» εξήγησε η Μαρία Λαϊνά. Από την άλλη όμως, τι συνέβη, δεν «επισκέφθηκε» καθόλου το κείμενό της, εν όψει της παράστασης; Ως αναγνώστρια πλέον, έστω, τι είδε εκεί μέσα σήμερα; «Είδα πράγματα που ήμουν τότε, είδα πράγματα που είμαι τώρα, είδα και πράγματα που δεν είμαι πια» απάντησε ορθά-κοφτά.
Μεσολάβησε μια παρατεταμένη σιωπή. «Πάντως μου κάνει εντύπωση που ένας νέος άνθρωπος, με πολλή όρεξη, όπως ο Δημήτρης Λιόλιος, ενδιαφέρθηκε για ένα τέτοιο κείμενο· άγριο, εδώ που τα λέμε, που έχει να κάνει με τη μοναξιά και την τρέλα, με αυτό που λέμε ή που άλλοι λένε δύο σε ένα. Στο κείμενο, βεβαίως, συμβαίνει το αντίθετο, έχουμε ένα σε δύο, μια σχιζοειδή συνθήκη. Ομολογώ ότι η ματιά του μού προκάλεσε περιέργεια και έκπληξη, και ο χειμαρρώδης ενθουσιασμός του με έπεισε να το αφήσω στα χέρια του». Ο νεαρός σκηνοθέτης και ηθοποιός έχει κατορθώσει, πράγματι, να διακρίνει δύο αφηγηματικά νήματα σε ένα έργο ερμητικό, σχεδόν αδιαπέραστο, και με τη δραματουργική του επεξεργασία (και την ερμηνεία ενός ακόμη ηθοποιού, του Σταύρου Λιλικάκη) έχει χτίσει προοδευτικά μια αγωνία που παραπέμπει στο ψυχολογικό θρίλερ, μια αγωνία που, ούτως ή άλλως, πλαισιώνει ένα έγκλημα. Δισυπόστατο προφανώς, μιας και δεν αφορά μονάχα έναν θάνατο αλλά και την ίδια την «ανθρωποφαγία του εαυτού».

Μοναξιά και συναναστροφή

Στο Φαγητό η Μαρία Λαϊνά γράφει ότι οι άνθρωποι μπορούμε και μόνοι μας. «Αυτό το λέει κάποιος που δεν είμαι ακριβώς εγώ, αλλά θα μπορούσα ίσως να είμαι σε κάποια άλλη στιγμή. Πιστεύω δηλαδή ακόμη σε κομμάτια του κειμένου όπου υπερασπίζομαι τη μοναξιά, εναντίον της συναναστροφής με συγκεκριμένους ανθρώπους, με τους οποίους αισθάνεται κανείς την ανάγκη να είναι μαζί τους επειδή δεν μπορεί να μείνει μόνος του, με τις περιπτώσεις όπου, κατ’ ουσίαν, δεν υφίσταται επικοινωνία». Με άλλα λόγια, τα δικά της, «οι άνθρωποι φοβούνται να μείνουν μόνοι τους», και όλη αυτή η υπέρμετρη «συνδεσιμότητα» της εποχής μας, από τα κινητά τηλέφωνα μέχρι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν είναι παρά φόβος, πολλαπλασιασμένος φόβος. Ενα άλλο σημείο των καιρών, για να επανέλθουμε στον τίτλο του μονολόγου της, είναι το γεγονός ότι εσχάτως το φαγητό (και η τελετουργική διαδικασία που το συνοδεύει) έχει γίνει θέαμα, ένα κανονικό ριάλιτι! «Ε, τι λέτε κι εσείς, δεν είναι γελοίο;» διερωτήθηκε απλώς.
Η ίδια, τόσο με την ποίηση όσο και με τη θεατρική της γραφή, στοχάζεται πάνω στα ίδια διαχρονικά ζητήματα: την επιθυμία και τους περιορισμούς της, την καλλιτεχνική δημιουργία και τις συνέπειές της, τον χρόνο και τη σημασία του. «Το παρόν, επί παραδείγματι, το παρόν για μένα είναι αθώο, αν καταφέρναμε να ζήσουμε απολύτως στο παρόν, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αλλά επειδή μια φοβόμαστε και μια επιθυμούμε, το χαλάμε. Το παρόν είναι το αθώο θύμα μας». Στο Φαγητό, σε κάποιο σημείο, ειρωνεύεται απροκάλυπτα τον Απόστολο Παύλο. «Χαίρομαι που το αντιληφθήκατε. Ποτέ δεν τη χώνεψα την αγάπη, έτσι όπως την περιγράφει ο ίδιος στην Α’ Προς Κορινθίους Επιστολή του, εκεί που λέει «ου ζητεί τα εαυτής», διότι δεν υπάρχει αυτό, δεν υπάρχει αγάπη, απ’ όσο εγώ γνωρίζω, που να μη ζητεί τα εαυτής. Τα ζητεί και τα παραζητεί. Ξέρετε, εμένα θα μου έφτανε μια καλοσύνη και μια ευγένεια στον κόσμο. Αυτό που θα μου έλειπε απ’ τη ζωή μου είναι ο έρωτας, διότι ακόμη κι αν είναι στραβός ή χαζός, δίνει ωστόσο μια ορμή στον άνθρωπο, μια έμπνευση, κάτι που λίγο τον σηκώνει».

Ο εφήμερος έρωτας

Γιατί προκρίνετε τον έρωτα, κυρία Λαϊνά; «Αυτό που με γοητεύει στον έρωτα είναι το ότι, ενώ σου δίνει την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να περάσει, στο τέλος πάντα περνάει. Κάθε φορά που ερωτευόμαστε πιστεύουμε πως αυτό θα διαρκέσει για πάντα, κι όμως, είναι εφήμερος ο έρωτας, και δεν θα ήταν έρωτας αν δεν ήταν εφήμερος».
Προς το τέλος της συνομιλίας, προέκυψαν ερωτήματα τα οποία η ποιήτρια θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρίσει «σκανδαλώδη» αλλά, ευτυχώς, δεν το έκανε. Λοιπόν, πότε και γιατί διαβάζουμε ειδικά την ποίηση, εν τέλει; Σιωπή. Και πάλι. Κάμποσα δευτερόλεπτα. «Θα σας απαντήσω: όταν και για ό,τι! Θέλω όμως να το υπογραμμίσω, θέλει ένα κουράγιο η ποίηση να την ανοίξεις, μετά νιώθεις καλύτερα, αλλά για να την ανοίξεις, χρειάζεται κόπος». Για την κατάσταση της χώρας, ευρύτερα, δεν είπαμε πολλά. «Δεν ξέρω τι γίνεται σε άλλες χώρες, πάντως στην Ελλάδα ο χρόνος είναι αμετακίνητος».