Το όριο ταχύτητας του ελληνικού τουρισμού και της οικονομίας γενικά

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Πώς και πότε θα ξαναπλουτίσει η Ελλάδα; Μπορούμε να στηριχτούμε στον τουρισμό; Υπό ποιες προϋποθέσεις; Ισχυρίζομαι πως ο τουρισμός είναι από τους λίγους κλάδους που μπορεί να φέρει ταχύτατη άνοδο εισοδημάτων και επαρκείς θέσεις εργασίας. Αλλά μόνο αν έχουμε δραστική αλλαγή της (αντι)αναπτυξιακής μας νοοτροπίας και πολιτικής.
Πρώτα να παρατηρήσουμε ότι ο τουρισμός δεν έχει πιάσει ταβάνι. Ακόμα κι αν η Ελλάδα φάνηκε πλημμυρισμένη τουριστικά (πληρότητες τον περασμένο Αύγουστο στο 100%!), μπορούμε και πρέπει να δεχτούμε περισσότερους τουρίστες, με πολύ υψηλότερα έσοδα. Ας συγκρίνουμε τα 33 εκατομμύρια τουρίστες που είχαμε πέρυσι (ρεκόρ που δύσκολα θα ξεπεραστεί εφέτος) με τα 116 εκατ. (!!) της Φλόριδας ή με τα 42 εκατ. της Τουρκίας το 2014. Μπορούμε καλύτερα.
Χτίζουμε σίγουρα σε εξαιρετική βάση: τοπίο ασυνήθιστης ομορφιάς (ασύγκριτο με Φλόριδα) και κλίμα που, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες υπερθέρμανσης διά συσσώρευσης τσιμέντου, παραμένει από τα φιλικότερα για τον άνθρωπο παγκοσμίως. Αλλά στο παιχνίδι της ανάπτυξης δεν κρίνεσαι από αυτά που έχεις, αλλά από το τι κάνεις με αυτά που έχεις.
Μελετώντας τον πλούτο των εθνών διαχρονικά, βλέπεις μαραθώνιο αντοχής και όχι, όπως ευχόμαστε, ένα εντυπωσιακό σπριντ (τέλος κρίσης «με έναν νόμο και μια υπογραφή»!). Αντί για χολιγουντιανό υπερθέαμα με υπερήρωες που μονάχοι σώζουν τον κόσμο, έχουμε έναν μακρύ κατάλογο λεπτοδουλειάς που ενθουσιάζει μόνο λογιστές: χιλιάδες πράξεις από αφανείς ήρωες που μεμονωμένες δεν κάνουν διαφορά, αλλά είναι απαραίτητες συνολικά.
Για κάθε κλάδο της οικονομίας που κακορυθμίζουμε, το όριο ταχύτητας της ανάπτυξης πέφτει. Οταν ένας κλάδος, π.χ. ο τουρισμός, έχει ισχυρή αναπτυξιακή πίεση αλλά αμελείς το αναπτυξιακό υπόβαθρο, είναι σαν να τρέχει ιαπωνικό τρένο-σφαίρα σε ράγες λούνα παρκ. Ή θα τρέχει αναγκαστικά πολύ πιο αργά από τις δυνατότητές του ή θα εκτροχιαστεί.
Πώς εκτροχιάζεται ο τουρισμός όταν τον παραμελούμε; Με δύο τρόπους: καταστροφική εκτίναξη των τιμών (συμβαίνει ήδη;), είτε άναρχη ανάπτυξη που υπονομεύει το ίδιο μας το προϊόν (συνέβαινε επί χρόνια, επιβραδύνθηκε επί κρίσης).
Η άνοδος των τουριστικών τιμών από μόνη δεν βλάπτει. Ισα-ίσα, στόχος είναι τα δημοφιλή ελληνικά νησιά να ξεπερνάνε τις δυνατότητες του μέσου Ευρωπαίου. Κατ’ επέκταση, παρά τις γκρίνιες, οι διακοπές στη Σαντορίνη ή στη Μύκονο μπορεί να ξεπερνούν τις δυνατότητες 99% των συμπολιτών μας. Οπως η Στουτγάρδη δεν κατασκευάζει Πόρσε 911 για τον Χανς από το Μπόχουμ, έτσι το προϊόν Σαντορίνη-Αυγούστου-με-θέα-καλδέρα δεν προορίζεται για τον μέσο Αθηναίο, αλλά θα έπρεπε να απευθύνεται στους πλουσιότερους του πλανήτη.
Το πρόβλημα προκύπτει όταν στρατοσφαιρικές τιμές δεν ανταποκρίνονται σε αντίστοιχη ποιότητα. Oποιος πληρώνει 2.000 ευρώ ημερησίως για ένα δωμάτιο στη Μύκονο (πραγματικές τιμές δεκάδων ξενοδοχείων στο Διαδίκτυο!) περιμένει ξενοδοχειακή εξυπηρέτηση και υπηρεσίες 2.000 ευρώ, αλλά και λιμάνια κλάσης 2.000 ευρώ, δρόμους 2.000 ευρώ, νοσοκομεία, ταχυδρομεία 2.000 ευρώ.
Τελευταίως χτίσαμε καλή φήμη γιατί ενώ οι υποδομές βελτιώθηκαν δραστικά το 2000-2008, οι τιμές έπεσαν από τα αυτοκαταστροφικά ρεκόρ του 2007 σε πιο ανταγωνιστικά επίπεδα. Ενδεχόμενη απότομη άνοδος τιμών χωρίς ανάλογη βελτίωση προϊόντος είναι πολύ επικίνδυνη για τη φήμη μας. Και επειδή δεν θέλουμε να ανταγωνιζόμαστε βάσει χαμηλών τιμών, πρέπει να ιδρώνουμε για αύξηση ποιότητας, να βελτιώσουμε το συνολικό πακέτο που ζει ο επισκέπτης της χώρας.
Δυστυχώς εδώ χτυπάει η ελληνική κατάρα: όσο οι τιμές εκτοξεύονται, οι στρεβλώσεις σε αγορές αγαθών, εργασίας και κατασκευών όλο και χειροτερεύουν την τουριστική εμπειρία. Οι μεταφορικές υποδομές φρακάρουν, οι υπερφορτωμένοι υπάλληλοι ξενοδοχείων και λιμανιών δυσανασχετούν, τα καλά προϊόντα σπανίζουν και μέσα σ’ όλα χτίζονται πρόχειρης σχεδίασης και ανύπαρκτης πολεοδομίας καταλύματα που ρίχνουν την αξία των υπολοίπων.
Ο φαύλος κύκλος ανόδου του τουρισμού – μείωσης της ποιότητας σημαίνει ότι το συνολικό όριο ταχύτητας του τουρισμού είναι χαμηλό, ο κλάδος δεν συνεισφέρει στην ευημερία μας όσο θα μπορούσε. Και ο μηχανοδηγός, η κυβέρνηση, αντί να καθαρίζει εμπόδια, βάζει δικά του, με πράξεις και παραλείψεις.
Από τη μία, το κράτος εμποδίζει τις αγορές να ανταποκριθούν στην αύξηση της ζήτησης με πληθώρα ρυθμίσεων και γραφειοκρατικών εμποδίων (η Σέριφος έχει ακόμα και σήμερα 3 άδειες ταξί, η Μύκονος κάτω των 40). Από την άλλη, αποτυγχάνει πλήρως και στον ρυθμιστικό/σχεδιαστικό του ρόλο.
Πάλι, η έγκαιρη κρατική φροντίδα είναι απαραίτητη για να διατηρείται ο τουρισμός. Το τουριστικό προϊόν είναι περίπλοκο και ευαίσθητο: δύσκολα χτίζεται, εύκολα καταστρέφεται. Η όμορφη ερημική παραλία βελτιώνεται με πέντε ελαφριές κατασκευές και 10 άσπρα σπιτάκια, αλλά καταστρέφεται πλήρως με ακόμα 100 άναρχα σπιτάκια και κακοσχεδιασμένους τσιμεντένιους λιμενοβραχίονες.
Δυστυχώς το ελληνικό κράτος τυπικά τρέχει πίσω από τις εξελίξεις. Πρώτα έρχεται η συμφόρηση, μετά οι αντιδράσεις, μετά τα σχέδια για έργα και ρυθμίσεις, και πολύ αργότερα η πραγματική βελτίωση της κατάστασης. Και ακόμα πιο λυπηρό ότι χάσαμε τα χρόνια της αναπτυξιακής ανάπαυλας σε ανούσιες διαπραγματεύσεις και μικροπολιτικές διχόνοιες. Ισως όμως έχουμε μια τελευταία ευκαιρία – αν οι αρμόδιοι αξιωματούχοι σηκώσουν τα μανίκια για σκληρή δουλειά (όπως υπόσχονται τώρα), όχι για να διώχνουν επενδύσεις όπως είδαμε στο άμεσο παρελθόν.
Ο κ. Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City, Πανεπιστήμιο Λονδίνου.

