Το μεγαλύτερο και πιο ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει από την ταινία «Μη με αγγίζεις» της Ρουμάνας Αντίνα Πιντιλίε είναι πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία. «Είναι μια μείξη πραγματικότητας και μυθοπλασίας, προσωπικού υλικού και μυθοπλαστικών στοιχείων» μας είπε η Πιντιλίε στη Θεσσαλονίκη για την τολμηρή και πολύ γενναία ταινία με την οποία εισχώρησε για πρώτη φορά στα κανάλια της μεγάλου μήκους ταινίας και απέσπασε για τη δουλειά της τη Χρυσή Αρκτο στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Για τη σκηνοθέτρια η μυθοπλασία ήταν περισσότερο «μια κατασκευή ασφαλείας» που στην ουσία έφερε όλους τους συντελεστές της ταινίας μαζί και επέτρεψε «να εξερευνήσουμε πολύ ευαίσθητες περιοχές της ζωής μας. Και όλα αυτά με μια ελευθερία την οποία δεν θα είχαμε σε μια κανονική ταινία μυθοπλασίας ή ένα κανονικό ντοκιμαντέρ». Αυτό που δεν έχει η ταινία είναι εκ των προτέρων κατασκευασμένους χαρακτήρες· βρίσκεσαι σε μια φυλακή «φυλακισμένης περσόνας», ενώ στην πραγματική ζωή σου είσαι φυλακισμένος στην περσόνα της καθημερινότητάς σου. Η ταινία με άλλα λόγια, τους έδωσε την ευκαιρία να βρεθούν σε σημεία όπου δεν θα είχαν βρεθεί στην καθημερινότητά τους. «Κανείς δεν χρειαζόταν να γνωρίζει τι είναι η μνήμη, τι είναι ένα όνειρο, από πού έρχεται, αν είναι ένας φόβος για το μέλλον. Κάτι σαν συμφωνία όλων που ενεπλάκησαν στην ταινία να προστατεύσουν την ιδιωτικότητά τους, χωρίς ποτέ να συγκεκριμενοποιήσουν τι είναι αληθινό και τι όχι. Υπήρχε κάτι σαν ένας σκελετός μυθοπλασίας, μέσα στον οποίο λαμβάνουν χώρα αυθεντικές συναντήσεις ανθρώπων.

Αληθινές απαντήσεις

Αν υπάρχει μια μυθοπλαστική κατασκευή, αυτή είναι ο «σκελετός» της ταινίας, το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πρωταγωνιστές των ιστοριών της αναζητούν αληθινές απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα. Ερωτήματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα, την ανθρώπινη επαφή, την οικειότητα, το μέσα μας και το έξω μας. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας (που ως θέαμα δεν είναι πάντα «εύκολο»), οι πρωταγωνιστές της ταινίας είχαν την ελευθερία να αντιδράσουν όπως ήθελαν και να βρεθούν σε σημεία όπου ποτέ στη ζωή τους δεν είχαν τολμήσει ποτέ να βρεθούν. «Ηταν ένα είδος εργαστηρίου αμεσότητας όπου εξερευνήσαμε πιθανότητες χωρίς να γνωρίζουμε τι θα συμβεί» είπε η σκηνοθέτρια. «Αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει με κάθε έρευνα; Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει πού θα βρεθεί».
Οι ρίζες της δημιουργίας του «Μη με αγγίζεις» και των ερωτημάτων που θέτει βρίσκονται στο υποσυνείδητο της ίδιας της Αντίνα Πιντιλίε. «Οταν ήμουν είκοσι χρονών, νόμιζα ότι ήξερα τα πάντα για την αγάπη, για τον έρωτα, για το πώς έπρεπε να είναι μια υγιής προσωπική σχέση, για το πώς λειτουργεί η επιθυμία» είπε. «Είκοσι χρόνια αργότερα, ύστερα από δοκιμές, δοκιμασίες και ταλαιπωρίες, όλες οι απόψεις που είχα τότε σχετικά με την οικειότητα έχουν χάσει την έννοιά τους και είναι όλο και πιο αντιφατικές. Ως συλλογισμός πάνω σε αυτό το προσωπικό ταξίδι, η ταινία είναι μια καλλιτεχνική διαδρομή προς τον πόθο και την (αν)ικανότητα να ακουμπήσουμε και να μας ακουμπήσουν, να κάνουμε επαφή».
«Tελικά τo μη κανονικό είναι το ίδιο φυσιολογικό με αυτό που θεωρούμε κανονικό» είπε η σκηνοθέτρια, η οποία διέγραψε όλα όσα νόμιζε ότι γνώριζε ως τώρα για να προσπαθήσει να τα ανακαλύψει εκ νέου. Αυτό που ανακάλυψε ήταν ότι οι άνθρωποι επικοινωνούν και έρχονται σε επαφή με τους άλλους με τρόπους που διαφέρουν έτη φωτός ο ένας από τον άλλο «και είναι τόσο μακρινοί από τις προσδοκίες μας», συμπλήρωσε. «Γιατί μεγαλώνουμε με όλες αυτές τις όμορφες ιδέες και τις εξιδανικευμένες εικόνες για το πώς η αγάπη πρέπει να είναι, για το τι σημαίνει ομορφιά. Εικόνες που μας έχει δώσει η οικογένεια, η εκπαίδευσή μας. Και όταν φτάνει η στιγμή της πραγματικότητας, όταν έρχεσαι σε επαφή με τη ζωή και συναντάς πραγματικούς ανθρώπους, τότε βλέπεις ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα απ’ όσο τα νόμιζες και πάρα πολύ διαφορετικά από αυτά που περίμενες».