Ο κ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ Μάνος εξακολουθεί να παραμένει, από πολλές πλευρές, το «τρομερό παιδί» της Νέας Δημοκρατίας. Υπουργός που συνδέθηκε με έργο, με ρήξεις αλλά και αμφιλεγόμενες επιλογές ­ κατά πολλούς κομματικούς του αντιπάλους ­, δεν δίστασε πάντως ποτέ να είναι «αντιδημοφιλής», προκειμένου να υπερασπίσει τις απόψεις του. Μοναχικός και χωρίς ομάδα στο κόμμα του, δεν παύει να διαθέτει το ειδικό βάρος του στελέχους με άποψη που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οι πολιτικοί του φίλοι θεωρούν ότι, σε ενδεχόμενες μετεκλογικές εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία, ο κ. Μάνος θα αποτελέσει το «αουτσάιντερ που θα κάνει την έκπληξη, αντίστοιχη με εκείνη του κ. Σημίτη στο ΠαΣοΚ». Ο ίδιος ο κ. Μάνος αρνείται κατηγορηματικά να μπει σε παρόμοια συζήτηση, δίνοντας τη μάχη για την πρώτη θέση στην Α’ Αθηνών, όπου, άλλωστε, το ίδιο επιδιώκει η κ. Ντόρα Μπακογιάννη.


­ Κύριε Μάνο, η Νέα Δημοκρατία, μέσω της προεκλογικής καμπάνιας που διεξάγει ο κ. Εβερτ, δείχνει να έχει υποβαθμίσει τη σημασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτή η πλευρά των θεμάτων σύγκλισης κτλ. απουσιάζει, σχεδόν παντελώς, από τη ρητορική του κ. Εβερτ. Τι σημαίνει αυτό;


«Αντιθέτως, νομίζω ότι αυτό κατά κάποιον τρόπο αποδίδει μια πραγματικότητα: ότι τελικά κυριάρχησε και στα δύο μεγάλα κόμματα η άποψη της ΝΔ, ότι πρέπει να συγκλίνουμε στην Ευρώπη. Η Ευρώπη δεν είναι πια πεδίο αντιπαράθεσης. Λίγο πολύ, και οι μεν και οι δε συμφωνούμε ότι είναι εθνικής σημασίας η σύγκλιση προς την Ευρώπη. Σημειώστε όμως ότι, ενώ ­ φραστικά ­ το ΠαΣοΚ του κ. Σημίτη επικαλείται αυτή την ανάγκη και τη σημασία της σύγκλισης, οι πράξεις του το διαψεύδουν».


­ Επιμένω: αν η σύγκλιση είναι τόσο δεδομένη στην πολιτική της ΝΔ, πώς είναι δυνατόν να αναιρούνται, όπως από πολλούς επισημαίνεται, όλες οι πειθαρχίες της σύγκλισης στις εξαγγελίες του κ. Εβερτ;


«Η σύγκλιση δεν είναι μόνον ορισμένοι ψυχροί αριθμοί. Είναι κυρίως να επιτύχουμε ένα επίπεδο ζωής, συνολικά, το οποίο να μην απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ενα από τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας της τελευταίας εικοσαετίας, θα έλεγα ­ δεν ασκώ κριτική μόνο στην περίοδο του ΠαΣοΚ ­, είναι ότι σχεδόν από την περίοδο της μεταπολίτευσης ως σήμερα η Ελλάδα έχει πάψει να αναπτύσσεται. Ετσι, στην πραγματικότητα, αντί να συγκλίνουμε, αποκλίνουμε συστηματικά από την Ευρώπη. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν έχει γίνει ευρύτερα κατανοητό: ότι δηλαδή η Ελλάδα είκοσι χρόνια αποτυγχάνει, δεν τα καταφέρνει. Το βλέπουμε στην κοινωνία γύρω μας, καθώς πολλοί άνθρωποι έχουν αρχίσει να πιστεύουν ότι είναι πια μοίρα μας να μην τα καταφέρνουμε. Και έχουν, κατά κάποιον τρόπο, παραδοθεί, έχουν πάψει να προσπαθούν. Ή έχουν πάψει και να ελπίζουν ότι θα τα καταφέρουμε. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά μας από το ΠαΣοΚ. Εμείς λέμε ότι δεν είναι αναγκαστικό, δεν είναι μοιραίο, να είναι έτσι. Οτι αν τολμήσουμε, αν κάνουμε τα πράγματα που πρέπει να γίνουν, η Ελλάδα μπορεί να έχει πολύ γρηγορότερους ρυθμούς ανάπτυξης, γενικότερους όρους ανάπτυξης τέτοιους ώστε να πλησιάσουμε την Ευρώπη».


­ Σε παλαιότερες θέσεις σας, εκτός προεκλογικού κλίματος, είχατε αναφερθεί στην ανάγκη ρήξεων. Μπορείτε να προσδιορίσετε με τι πρέπει να συγκρουστούμε;


«Είκοσι χρόνια δεν αναπτυσσόμαστε. Το συμπέρασμα το δικό μου είναι ότι, τελικώς, φταίει το γεγονός ότι αφαιρέσαμε από τους ανθρώπους τα κίνητρα και εκχωρήσαμε πάρα πολλά από εκείνα που έπρεπε να κάνουν οι άνθρωποι σε μια απρόσωπη και αναποτελεσματική κρατική μηχανή. Πρέπει να αλλάξουμε και τις νοοτροπίες μας και κυρίως το σύστημα που δημιουργήθηκε. Αφήσαμε το κράτος να μεγαλώσει, πολύ περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε. Εχουμε εκχωρήσει στο κράτος λειτουργίες, δράσεις και πρωτοβουλίες που ανήκουν σε άτομα. Από εκεί ξεκινά, νομίζω, το κακό. Ενα κακό το οποίο δεν είναι πια μόνο κακό έλλειψης κινήτρων, κακό μη ανάπτυξης, αλλά παράγει και συνδέεται με πολύ μεγάλη διαφθορά».


­ Παρόμοιες διαπιστώσεις κάνει πολύ κατηγορηματικά και έντονα ο κ. Σημίτης. Μήπως είναι πιο εμπρός από τη Νέα Δημοκρατία, συνδυάζοντας όλα αυτά με μια νέα πρόταση;


«Μπορώ εύκολα να συμφωνήσω με τις διαπιστώσεις του κ. Σημίτη, ότι φτιάξαμε την Ελλάδα του «ωχαδελφισμού», της «αρπαχτής», της ήσσονος προσπάθειας κ.ο.κ. Ο κ. Σημίτης όμως δεν εξήγησε ποτέ σε κανέναν τι φταίει και φτάσαμε εκεί. Η δική μου απάντηση είναι: το μεγάλο κράτος. Οτι αφήσαμε πράγματα που ανήκουν στους ιδιώτες να πάνε σε αυτό το συλλογικό κατασκεύασμα που λέγεται κράτος. Σταδιακά, βήμα βήμα, μεγάλωσε το κράτος, με αποτέλεσμα σήμερα να κυριαρχεί παντού μονοπωλιακά. Και επειδή έγινε μονοπώλιο το κράτος, σε πάρα πολλά πράγματα, μαζί με αυτό το μονοπώλιο αναπτύσσεται και η διαφθορά. Ο κ. Σημίτης, ενώ κάνει τις σωστές αυτές διαπιστώσεις, δεν εξηγεί γιατί φτάσαμε εδώ. Και δεν εξηγεί ­ και νομίζω ότι γι’ αυτό τον λόγο είναι καταδικασμένος να αποτύχει και αυτός και το ΠαΣοΚ ­ γιατί το ΠαΣοΚ βασίζεται ή στηρίζεται στις κοινωνικές δυνάμεις που απαρτίζουν σήμερα το μεγάλο κράτος: στις συνδικαλιστικές συντεχνίες, στα συμφέροντα που έχουν αναπτυχθεί γύρω από αυτό το μεγάλο κράτος. Αυτά τα συμφέροντα δεν θα κόψουν, επειδή είναι ο Σημίτης το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται».


­ Θα μπορούσε να σας αντιτείνει κανείς βάσιμα, κ. Μάνο, ότι σε αυτό το κράτος, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κάθεται σήμερα ο κ. Εβερτ. Αρα ποια εγγύηση δίνει η ΝΔ η σημερινή ότι θα κάνει τις ρήξεις που εσείς ζητάτε;


«Είναι γεγονός ότι η Δεξιά, όπως ονομάζουν τη ΝΔ οι αυτοαποκαλούμενες «προοδευτικές δυνάμεις», στηρίχθηκε και αυτή, για πολλά χρόνια, στον κρατισμό. Δεν αφαιρώ τη ΝΔ από τη συνολική ευθύνη. Αναγνωρίζω ότι και εμείς παίξαμε σε αυτό το παιχνίδι. Το εντυπωσιακό εν προκειμένω, και εντυπωσιακό για τον κ. Εβερτ, είναι ότι στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας που καταρτίσαμε έχουμε καταλήξει σε συμφωνίες για τον περιορισμό του κράτους, που ξεπερνούν κατά πολύ τις πιο αισιόδοξες δικές μου προβλέψεις και επιθυμίες. Θα έχετε ακούσει τον κ. Εβερτ να λέει ­ για παράδειγμα ­ ότι θα ήθελε να περιορίσει το κράτος από το 45% του ΑΕΠ στο 32%, σε πέντε χρόνια βεβαίως, όχι διαμιάς. Πρόκειται για συγκλονιστικό περιορισμό του κράτους. Αν ξεκινήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, θα έχουμε κάνει ένα τεράστιο βήμα για να ξαναβρούμε τη χαμένη αυτοπεποίθησή μας. Νομίζω ότι θα τα κερδίσουμε αυτά, εφόσον ακολουθήσουμε την πορεία που προδιαγράφουμε στο πρόγραμμά μας.