Επί έναν και πλέον χρόνο οι Ιστορίες από την Κολυμά (από τα μείζονα πεζογραφικά έργα του Μεταπολέμου, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2011 από τις εκδόσεις Ινδικτος) δεν κυκλοφορούσαν στην αγορά.

Η επανέκδοσή τους από την Αγρα δεν καλύπτει απλώς ένα εκδοτικό κενό, αλλά θα πρέπει να τη θεωρήσουμε και ως σημαντικό εκδοτικό γεγονός. Βιβλία αυτής της αξίας γράφονται μια φορά στα πενήντα χρόνια. Ο αναγνώστης ας μην τρομάξει από το μέγεθος του βιβλίου. Η καθεμία από τις σύντομες ιστορίες (διηγήματα) έχει την αυτονομία της, όμως όλες μαζί συνθέτουν ένα χρονικό της επίγειας κόλασης των σταλινικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, που συνιστούν ό,τι συνήθως αποκαλούμε «αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» παραπέμποντας στο αντίστοιχο έργο του Σολζενίτσιν.

Η Κολυμά ήταν ένα τερατώδες στρατόπεδο συγκέντρωσης στον ρωσικό αρκτικό Βορρά, όπου στέλνονταν πολιτικοί κατάδικοι (τροτσκιστές συνήθως) μαζί με ποινικούς. Ελάχιστοι από αυτούς επέστρεψαν. και ο αριθμός των όσων άφησαν εκεί τα κόκαλά τους παραμένει και σήμερα άγνωστος. Ενας από τους επιζήσαντες ήταν ο Βαρλάμ Σαλάμοφ (1907-1982), που πέρασε στην Κολυμά δεκαεπτά χρόνια. καταδικασμένος την πρώτη φορά επειδή, νέος, κυκλοφόρησε την επιστολή του Λένιν, η οποία έγινε γνωστή μετά τον θάνατό του, όπου ο ηγέτης των μπολσεβίκων προειδοποιούσε για τους κινδύνους που συνεπαγόταν η αυξημένη εξουσία του Στάλιν . και τη δεύτερη όταν επαίνεσε τον αυτοεξόριστο συγγραφέα και πολέμιο του σοβιετικού καθεστώτος Ιβάν Μπούνιν διαπράττοντας το σφάλμα να τον αποκαλέσει «κλασικό συγγραφέα».

Πέθανε κουφός και μισότυφλος

Ο Σαλάμοφ άρχισε να γράφει τις Ιστορίες από την Κολυμά αμέσως μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 και τις ολοκλήρωσε το 1972, όταν είχαν αρχίσει να ξηλώνονται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σοβιετική Ενωση. Ως κρατούμενος εργάστηκε υπό άθλιες συνθήκες στην αρχή στα χρυσωρυχεία και στη συνέχεια ως ιατρικό προσωπικό σε νοσοκομείο. Οταν απελευθερώθηκε, η υγεία του ήταν κλονισμένη. Πέθανε το 1982 κουφός και μισότυφλος σ’ ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο χωρίς να γνωρίσει τις τιμές και την παγκόσμια αναγνώριση του Σολζενίτσιν. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν πως οι Ιστορίες από την Κολυμά είναι έργο ανώτερο του Αρχιπελάγους Γκουλάγκ. Oχι μόνο ως χρονικό αλλά και ως καθαρή λογοτεχνία.

Ο πρώτος συγγραφέας που παρομοίασε τη σταλινική ΕΣΣΔ με τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν ο για χρόνια ξεχασμένος συγγραφέας Βικτόρ Σερζ στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Μεσάνυχτα στον αιώνα (1939) – αλλά εκεί ο συγγραφέας αναφέρεται στη ζωή των κρατουμένων εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στο πολιτικό πεδίο. Είναι το βιβλίο ενός προδομένου επαναστάτη. Ο Σαλάμοφ όμως μας παρουσιάζει μια εικόνα πληρέστερη – ρεαλιστικότερη, με μεγαλύτερο υπαρξιακό βάθος και κατά πολύ ανατριχιαστικότερη. Διαβάζοντας κανείς τις 145 ιστορίες του καταλαβαίνει πόσο δίκιο είχε ο Οκτάβιο Πας όταν έλεγε πως τα πραγματικά μουσεία του 20ού αιώνα είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.. κατ’ επέκταση, τι άλλο ήταν το γκουλάγκ;

Το γκουλάγκ ήταν ένας άλλος κόσμος – όχι απλώς μια αποικία τιμωρημένων αλλά ένα μαύρο «βασίλειο» νεκροζώντανων. Οι κρατούμενοι στην Κολυμά δεν ένιωθαν πως ανήκουν, έστω και εγκάθειρκτοι, στην ίδια χώρα με τους ελεύθερους, τρόπος του λέγειν, πολίτες. Η Ρωσία γι’ αυτούς ήταν μια άγνωστη χώρα, ένας κόσμος που ούτε τον γνώριζαν ούτε ήλπιζαν ότι θα τον γνωρίσουν. Αλλωστε, η απόσταση της Κολυμά από την Αλάσκα ήταν μικρότερη της αντίστοιχης από τη Μόσχα. Οι κρατούμενοι πολύ σύντομα έχαναν την αίσθηση του πριν και του μετά, δηλαδή τη συνείδηση του χρόνου. Ζούσαν μέρα με τη μέρα μόνο και μόνο για να επιβιώσουν. Χρόνο δικό τους δεν είχαν.

Αρρωστοι, ρακένδυτοι, υποσιτισμένοι

Οι κρατούμενοι ήταν ρακένδυτοι και υποσιτισμένοι. Πέρα από τις ταπεινώσεις, τις ανακρίσεις – οι οποίες κατά κανόνα συνοδεύονταν από βασανιστήρια -, τις αρρώστιες (πολλοί έπασχαν από σκορβούτο) και τις επιδημίες που τους εξόντωναν, υφίσταντο κάτι απείρως χειρότερο: την αποδιοργάνωση ως την καταρράκωση του ψυχικού τους κόσμου. Ηθική, πίστη και στοιχειωδώς καλοί τρόποι εξαφανίζονταν μέσα στο αρκτικό ψύχος, με τη θερμοκρασία να ξεπερνά τους -40ο Kελσίου. Και οι κρατούμενοι αντιμετωπίζουν μόνιμα το αβάσταχτο – και μόνιμο – αίσθημα της πείνας, τη δυσκολία της αφόδευσης, τη συχνοουρία και τις σχεδόν ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής.

Αλλά στις Ιστορίες του Σαλάμοφ δεν έχουμε μόνο τους πολιτικούς κρατούμενους, που το καθεστώς τούς χαρακτήριζε «εχθρούς του λαού». Εκτός από αυτούς υπήρχαν και οι εντεταλμένοι ανθρωποφύλακες. Και επιπλέον μια τρίτη κατηγορία, που έχει κεντρική θέση σε πλείστες αφηγήσεις: οι ποινικοί κρατούμενοι, οι «φίλοι του λαού». Αυτοί περνούσαν πολύ καλύτερα απ’ όλους στα στρατόπεδα. Ζούσαν καλύτερα, έτρωγαν καλύτερα. και δολοφονούσαν κατά βούληση.

Ανθρώπινα κτήνη

Ο Σαλάμοφ δεν εξωραΐζει την εικόνα του εγκληματία, όπως συμβαίνει αρκετές φορές στη λογοτεχνία. Για να φτάσεις να σκοτώνεις εν ψυχρώ θα πρέπει να μην έχεις μέσα σου τίποτε, να έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα. Γι’ αυτό και τα όσα περιγράφει με κλινική ψυχρότητα είναι τα αντίθετα των όσων συναντούμε στις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων του Ντοστογέφσκι. Ο Ντοστογέφσκι, όπως λέει ο Σαλάμοφ, δεν γνώρισε από κοντά και δεν συναναστράφηκε πραγματικούς εγκληματίες, κανονικούς «υπανθρώπους» δηλαδή – γι’ αυτό και τα σχόλιά του δεν είναι πραγματικά αλλά σωτηριολογικά.

Οι ποινικοί στα στρατόπεδα εξυπηρετούσαν κατά τον καλύτερο τρόπο τον στόχο του καθεστώτος: να αποδιοργανώσει τους κρατούμενους, να μην εμπιστεύεται ο ένας τον άλλον, να μην μπορούν να δημιουργήσουν φιλίες. Δεν υπήρχε φιλία στην Κολυμά. Για κάτι φαινομενικά ασήμαντο αλλά εξαιρετικής σημασίας εκεί (λ.χ., ένα κομμάτι ψωμί ή ένα τσιγάρο) ο καθένας δεν δίσταζε να «καρφώσει» τον διπλανό του, αυτόν που δούλευε μαζί του στο ύπαιθρο ή κοιμόταν στην πάνω από τη δική του κουκέτα. Κι ενώ οι κρατούμενοι δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον, οι κακοποιοί αποτελούσαν συγκροτημένη κοινότητα και αλληλοϋποστηρίζονταν. Το σύστημα τους χρησιμοποιούσε αλλά και τους φοβόταν.

Τι ήταν η Κολυμά; Κάτεργο; (Η λέξη είναι ρωσικής προέλευσης.) Στρατόπεδο συγκέντρωσης ή στρατόπεδο μαζικής εξόντωσης; Ηταν και τα τρία – κυρίως όμως το τρίτο. Ποιον τύπο ανθρώπου βρίσκουμε εδώ; Το ανθρώπινο κτήνος ή το ανθρώπινο σκουπίδι; Αμφότεροι εμφανίζονται εναλλάξ ή ταυτοχρόνως. Οσο για τους διανοούμενους, το σύστημα εφάρμοζε εναντίον τους το αποτελεσματικότερο από αρχαιοτάτων χρόνων μέτρο για να τους εκμηδενίσει ψυχικά και συνειδησιακά: τη σωματική βία. Αυτή τους μετέτρεπε σε δειλούς, σε υπηρέτες, σε πειθήνια όργανα. «Το πνεύμα τους είχε τσακιστεί».

Τσέχοφ από την ανάποδη

Σε τούτο το μαύρο έπος της ηθικής και της σωματικής εξόντωσης οι λεπτομέρειες παίζουν από αφηγηματική άποψη τεράστιο ρόλο. Ο Σαλάμοφ δεν καταφεύγει σε πολιτικούς σχολιασμούς ή σε αντισταλινικές καταγγελίες. Δεν χρειάζεται. τα γεγονότα και η καθημερινότητα μιλούν από μόνα τους. Ολη την προσοχή του την εστιάζει στα πρόσωπα, που τα περιγράφει με έκτακτη οικονομία λόγου μέσα από τις πράξεις τους. Η έννοια της «πλοκής» εδώ παρεμπίπτει. Αυτός ο κλειστοφοβικός, σε πρώτη ματιά, και απειλητικός κόσμος, όπως τον συλλαμβάνει ο συγγραφέας κι από την αρχή ακόμη τον επιβάλλει στον αναγνώστη, συμπλέκεται με τον δικό μας. Δεν είναι αναγκαίο να έχεις συγγενή βιώματα για να τον αισθανθείς. Τον διαπερνούν οι αφηγήσεις αυτού του εξαιρετικού συγγραφέα, ο οποίος θυμίζει Τσέχοφ από την ανάποδη.

Αλλά ο Σαλάμοφ έχει και άλλες ευαισθησίες, που εξισορροπούν αυτό το πολύπλευρο μαύρο «παραμύθι» της ανθρώπινης κατάπτωσης. Αγαπά τη φύση και την παρουσιάζει θαυμάσια σε κάποιες πρωτοπρόσωπες ιστορίες του. Δεν ξεχνά ότι πριν αφοσιωθεί στην πεζογραφία υπήρξε ποιητής – και μάλιστα αξιόλογος.

Ο θάνατος του Οσιπ Μαντελστάμ

Από τις αφηγήσεις δεν απουσιάζει η κουλτούρα με όλο το τραγικό και ενίοτε σπαραχτικό της βάθος. Παραπέμπω μόνο σε μια από τις καλύτερες – την καλύτερη ίσως – με τίτλο «Τσέρρυ Μπράντυ». Εκεί ο Σαλάμοφ φαντάζεται τις τελευταίες στιγμές τού Οσιπ Μαντελστάμ, του σημαντικότερου ρώσου ποιητή του 20ού αιώνα που πέθανε το 1938 σ’ ένα διαμετακομιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Βλαδιβοστόκ καταδικασμένος σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα για «αντεπαναστατική δράση». Ο Σαλάμοφ δεν ήταν παρών στις τελευταίες στιγμές του ποιητή αλλά μοιάζει σαν να ήταν. Στο «Τσέρρυ Μπράντυ» διαβάζουμε μερικές από τις συνταρακτικότερες σελίδες της ρωσικής πεζογραφίας.

Η ιστορία αρχίζει ως εξής:

«Ο ποιητής πέθαινε. Οι μεγάλες, πρησμένες από την πείνα παλάμες των χεριών του με τα λευκά, αναιμικά δάχτυλα και τα βρόμικα, μακριά νύχια ακουμπούσαν πάνω στο στέρνο, χωρίς να νοιάζονται για το κρύο. Μέχρι ετούτη τη στιγμή τα έχωνε μέσα στον κόρφο του, κατευθείαν πάνω στο γυμνό σώμα, αλλά τώρα η ζεστασιά είχε λιγοστέψει. Τα γάντια του τα είχαν κλέψει προ πολλού . για να κλέψει κανείς χρειαζόταν να έχει μόνο θράσος…».
Και παρακάτω:

«Ο ποιητής πέθαινε εδώ και τόσο καιρό που σταμάτησε να καταλαβαίνει ότι πεθαίνει».

Η παραπάνω τρομερή φράση δεν ισχύει μόνο για τον Μαντελστάμ αλλά για κάθε κρατούμενο που άφησε την τελευταία του πνοή στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η Ιστορία στον υπόνομο

Αυτός είναι ο επί γης Κάτω Κόσμος. Κι αυτόν περιγράφει ο Σαλάμοφ με το συγκρατημένο πάθος ενός που δραπέτευσε – αλλά ουσιαστικά δεν ξέφυγε από τη βαριά σκιά του. Οι ιστορίες του είναι μια πένθιμη σονάτα για τα θύματα και ένα εκ βαθέων κατηγορώ για τους θύτες – μολονότι οι πραγματικοί θύτες δεν κατονομάζονται. Ολοι τούς γνωρίζουν, άλλωστε. Εκείνο που δεν φαντάζονται είναι το πώς λειτούργησαν ρίχνοντας την Ιστορία στον υπόνομο. Και το ότι από αυτό το υλικό ο συγγραφέας κατάφερε να δημιουργήσει υψηλή λογοτεχνία – φαντάζεται κανείς με τι κόστος – είναι ένα τεράστιο κατόρθωμα. Για τον αναγνώστη, για τον σημερινό ιδιαίτερα, συνιστά και μια μαθητεία στη μεγάλη λογοτεχνία και στην Ιστορία αλλά και μια διείσδυση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στο μεγαλείο και στην αθλιότητά της.

Αυτό το μοναδικό βιβλίο χρειαζόταν και έναν μεταφραστή/άστρια να το μεταφέρει σε άψογα ελληνικά. Τον βρήκε στο πρόσωπο της Ελένης Μπακοπούλου.

Βαρλάμ Σαλάμοφ, Ιστορίες από την Κολυμά, Μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου.Εκδόσεις Αγρα, 2022, σελ. 1.600, τιμή 52 ευρώ