Κάθε συλλογική δράση περιέχει πολλές φωνές, πολλές ιστορίες, πολλά ρεύματα στο εσωτερικό της και δεν μπορεί να κατανοηθεί ή να αξιολογηθεί ως μια ομοιογενής και μονολιθική κατηγορία.

Οι πρόσφατες μαθητικές κινητοποιήσεις για το «Μακεδονικό» αποτελούν, νομίζω, εύγλωττο παράδειγμα. Εκ πρώτης όψεως, οι καταλήψεις, οι πορείες και τα συλλαλητήρια για τη «Μακεδονία που είναι μία και ελληνική» αναζωογονούν συνθήματα της δεκαετίας του 1990. Προφανώς οι νέοι άνθρωποι σήμερα, μαθητές και μαθήτριες ή όσοι/-ες συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις, δεν έχουν βιώματα εκείνης της εποχής. Η κοινωνική και δημόσια μνήμη όμως έχει «διαγενεακά χαρακτηριστικά». Αν οι σημερινοί νέοι/-ες δεν έχουν ζήσει τα παλαιότερα, τίποτα δεν αποκλείει να τα έχουν ζήσει – ίσως και με πολύ έντονο τρόπο – οι γονείς, οι μεγαλύτερης ηλικίας συγγενείς, ο κοινωνικός περίγυρος. Η ένταση και η φόρτιση των αρχών της δεκαετίας του 1990, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση της πΓΔΜ, ήταν τεράστιες. Συλλαλητήρια, πορείες, δημόσιες εκδηλώσεις σφράγισαν την πρόσφατη ελληνική ιστορία γύρω από το θέμα. Πολλές από αυτές τις δράσεις τροφοδότησαν ακραίες εκδηλώσεις εθνικισμού που δεν εξάντλησε το μένος του κατά των αποκαλουμένων τότε «γυφτοσκοπιανών» αλλά μπολιασμένος με ρατσισμό, σοβινισμό και ξενοφοβία στράφηκε και κατά άλλων λαών ή των τότε νέων στη χώρα μεταναστευτικών κοινοτήτων.

Καθώς η διένεξη με την πΓΔΜ συνεχίστηκε επί δεκαετίες, τα «δομικά υλικά» του εθνικισμού εκείνης της περιόδου παρέμειναν διαθέσιμα για ποικίλες χρήσεις. Η διαιώνιση του ζητήματος σε διμερές επίπεδο, παρά την αναγνώριση της γείτονος χώρας από δεκάδες άλλες ως «Μακεδονίας», αλλά και η πολυγλωσσία των πολιτικών δυνάμεων συνέβαλαν στην παγίωση ενός αδιεξόδου. Κάθε πρωτοβουλία επίλυσης ευκολότερα χαρακτηρίζεται «προδοσία» παρά «συμβιβασμός» ή «συμφωνία». Αν προσθέσει κανείς στη διαγενεακή συλλογική μνήμη της δεκαετίας του 1990 την περιορισμένη γνώση για τη σύνθετη ιστορία της περιοχής ήδη από την οθωμανική περίοδο, αλλά και την ιστορία των συγκρουόμενων εθνικισμών στα μακεδονικά εδάφη, η εκ νέου χρήση του συνθήματος «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» μάλλον δεν εκπλήσσει…

Εκπλήσσει ίσως περισσότερο το σύνθημα «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία». Η πολιτική καταγωγή αυτής της άποψης και οι ιδεολογικές αναφορές της στον ακροδεξιό χώρο είναι εύκολα ανιχνεύσιμες. Αξίζει όμως να μας απασχολήσουν οι περίπλοκοι τρόποι που ολοκληρωτικές αντιλήψεις και αντιδημοκρατικοί λόγοι διακινούνται σε ευρύτερα ακροατήρια – και ειδικά σε νεανικά ακροατήρια. Ας μη βιαστούμε να συνδέσουμε το θέμα αποκλειστικά με την εργαλειοποίηση και την ευκαιριακή χρήση τους σε χώρους και κόμματα από το κέντρο προς τα δεξιά. Μια από τις πολλές, δυσμενείς συνέπειες της πολύπλευρης κρίσης των τελευταίων χρόνων είναι η διάχυση της καχυποψίας – αν όχι της απαξίας – για το Κοινοβούλιο, τα κόμματα, τους θεσμούς, το «σύστημα». Αυτή η «αντισυστημική» ρητορική της κρίσης έχει λειάνει το έδαφος για την ανάπτυξη μιας αδιέξοδης, αν όχι επικίνδυνης, «αριστεροδεξιάς» κριτικής στη δημοκρατία.

Σ’ αυτό το πεδίο, ευρύτερες, διεθνείς εξελίξεις έχουν τη δική τους σημασία. Ζούμε τα τελευταία χρόνια έναν μεγάλο μετασχηματισμό που αφορά την κρίση, αν όχι την κατάρρευση, του κύρους των θεσμών και της εμπιστοσύνης σε αυτούς. Οι «πολιτικοί», οι «ελίτ», τα ΜΜΕ, οι «κυβερνήσεις», οι «ισχυροί», «τα συμφέροντα» βρίσκονται στο στόχαστρο αυτόκλητων πολλές φορές δυνάμεων που αναλαμβάνουν να μας αποκαλύψουν «τι μας κρύβουν». Αρθρωμένο μέσα στις σύγχρονες τεχνολογίες της επικοινωνίας και των μίντια, το σύμπαν της «μετα-αλήθειας» βρίσκει τους δικούς του  «αντισυστημικούς ήρωες» σε «εναλλακτικές πλατφόρμες» που μας αποκαλύπτουν τις δήθεν «κρυμμένες αλήθειες» ή σε φαντασιακά παιχνίδια όπου κυριαρχούν δυστοπικές μεγα-εξουσίες που ελέγχουν τον κόσμο, τα δεδομένα μας και το μυαλό μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η τάση ενισχύεται μέσα στο κλίμα της οικονομικής κρίσης και της επισφάλειας. Δεν είναι χωρίς σημασία οι ίδιες οι δυσλειτουργίες και οι στρεβλώσεις των πολιτικών συστημάτων και των θεσμών. Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι, ειδικά νέοι, εξοικειώνονται με μια τεχνολογικά διαμεσολαβημένη ζωή όπου και μας «ελέγχουν» αλλά και μας «κρύβουν» την πραγματικότητα. Το «έθνος» μας, η «Μακεδονία» μας, η «κοινότητά μας» γίνονται έτσι χώροι «αντισυμβατικής» καταγγελίας και σύγκρουσης με το στάτους κβο, με απρόσωπες εξουσίες και δυνάμεις που κρυφά ελέγχουν τα πάντα.

Ας αναλογιστούμε όμως αν υπάρχει οποιαδήποτε πιθανότητα να μας αποκαλύψουν αυτό που (δήθεν) «μας κρύβουν» όσοι επιβουλεύονται τη δημοκρατία. Ας σκεφτούμε αν η αλήθεια μπορεί να ζήσει μέσα στην επιθετικότητα, τη μισαλλοδοξία και την εχθρότητα για τους άλλους. Ας κάνουμε αυτή τη συζήτηση με ανοιχτά σχολεία, όχι πίσω από κλειστές πόρτες και με συγκρούσεις στους δρόμους. Τα δημοκρατικά κόμματα, οι πολιτικές δυνάμεις, οι εκπαιδευτικές κοινότητες, οι πολίτες, οφείλουμε να σταθούμε με ειλικρίνεια, χωρίς μισόλογα, σε αυτά τα θέματα. Είναι εξαιρετικά κρίσιμο να αναδείξουμε στη δημόσια σφαίρα ότι καμιά «κρυμμένη αλήθεια» δεν θα μας αποκαλύψουν τα SMS και τα sites όσων μάς λένε ότι «η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία». Αντίθετα, όσοι καλλιεργούν και διακινούν τέτοιες απόψεις δεν πολεμάνε το «σύστημα», δεν τιμούν τη Μακεδονία και δεν πρόκειται να σώσουν ούτε το έθνος ούτε κανέναν άλλον. Υπονομεύουν τόσο τη δημοκρατία όσο και την αλήθεια. Ισως γιατί αυτοί οι ίδιοι και οι χώροι στους οποίους κινούνται έχουν πολλά να κρύψουν στο σκοτάδι.

Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.