«Το latin noir αντιστέκεται στη δικτατορία»
Ο κορυφαίος αναλυτής του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα τίμησε τη λατινοαμερικανική πλευρά του είδους με ένα αξιόλογο ντοκιμαντέρ
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Πέντε παγκοσμίως διάσημοι εκπρόσωποι της λατινοαμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας πρωταγωνιστούν στο ντοκιμαντέρ «Latin Noir», το οποίο από την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου «ανοίγει» στην Ελλάδα. Σκηνοθετημένο από τον κορυφαίο, ίσως, αναλυτή, όχι μόνον του συγκεκριμένου είδους αλλά γενικότερα του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, τον συγγραφέα, σκηνοθέτη και μεταφραστή Ανδρέα Αποστολίδη, το ντοκιμαντέρ μέσα από τις καταθέσεις των Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο (Μεξικό), Λεονάρδο Παδούρα (Κούβα), Ροντρίγκο Ρονκαλιόλο (Περού), Λουίς Σεπούλβεδα (Χιλή) και Κλαούντια Πινέιρο (Αργεντινή) αναδεικνύει τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος της Λατινικής Αμερικής, εξηγεί την εξέλιξή του σε ένα από τα πιο δυναμικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τελικά, μέσω της αστυνομικής λογοτεχνίας, κάνει μια επί της ουσίας ανασκόπηση στη σύγχρονη ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Γιατί «για να περιγράψεις μια κοινωνία, αρκεί να δεις τα εγκλήματα που διαπράττονται μέσα σε αυτήν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Πινέιρο. Nα σημειωθεί επίσης ότι η πολύχρονη μελέτη και έρευνα του Αποστολίδη για το νουάρ της Λατινικής Αμερικής συνοδεύεται από την έκδοση του βιβλίου «Λάτιν Νουάρ: Η Λατινική Αμερική μέσα από τους συγγραφείς και τις αστυνομικές ιστορίες τους» (εκδόσεις Αγρα).
Ως ειδικός του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, ποιο είναι το βασικό στοιχείο χάρη στο οποίο το αστυνομικό μυθιστόρημα της Λατινικής Αμερικής διαφέρει από εκείνα άλλων σχολών, όπως π.χ. της αμερικανικής ή της γαλλικής;
«Το αστυνομικό μυθιστόρημα της Λατινικής Αμερικής έχει τις ρίζες του σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό κίνημα γνωστό ως το Βοοm της δεκαετίας του 1960 με κύριους εκπροσώπους τους Κορτάσαρ, Φουέντες, Μαρκές, Γιόσα και από πίσω φυσικά τον Μπόρχες. Το «σύνθημα» ήταν: όλες οι φόρμες είναι δυνατές. Οπότε η χρήση του «αστυνομικού» σαν είδος έγινε ανεπίληπτα. Και πήρε μια σχεδόν στρατευμένη μορφή στην αντίσταση κατά των δικτατοριών. Φυσικά συγγενεύει με το γαλλικό neopolar στο φλερτ με τον αριστερισμό και με το αμερικανικό hard boiled ως προς τους μοναχικούς, εκτός «συστήματος», ήρωες. Στο Latin noir η αστυνομία είναι μέρος του προβλήματος, αντίθετα στο Nordic noir (σκανδιναβικό) η αστυνομία είναι πάντα η λύση. Στο Latin noir σπάνια απονέμεται δικαιοσύνη».
Από πού πιστεύετε ότι προέρχεται η προφανής αγάπη σας στο συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας και δη της Λατινικής Αμερικής;
«H οικειότητα με τους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής αφορά ένα κοινό παρελθόν, αυτό της δεκαετίας του 1970: τη συμμετοχή στα παράνομα πολιτικά κινήματα της εποχής και τη στροφή στη συνέχεια στο σινεμά και στα αστυνομικά. Στο γεγονός ότι οι συγγραφείς αυτοί έγραφαν για το ευρύ κοινό, αλλά έκλειναν συνέχεια το μάτι στους ομοτέχνους τους και τους νεανικούς τους συντρόφους».
Πότε και μέσα από ποιον συγγραφέα ανακαλύψατε για πρώτη φορά το είδος, οπότε σας συνεπήρε;
«Για τα αστυνομικά γενικά το ενδιαφέρον μου ξεκινάει από το σινεμά, το φιλμ νουάρ της δεκαετίας του 1950 και μετά από τον Ρέιμοντ Τσάντλερ. Τι κρύβεται πίσω από τον «Μεγάλο ύπνο», το «Γεράκι της Μάλτας και τη «Laura»».
Στο «Latin Noir» ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο αναφέρεται στον συνδυασμό κοινωνικών προεκτάσεων και πλοκής έτσι ώστε ο αναγνώστης να σκέφτεται – προφανώς πολιτικά ή κοινωνικά – την ώρα που η πλοκή τον κρατά σε αναμμένα κάρβουνα. Ακούγεται ιδανικό, αλλά πόσο εύκολα επιτυγχάνεται;
«Εχει πράγματι κάποιες προϋποθέσεις για να επιτευχθεί. Η πλοκή πρέπει να περιέχει τα ψήγματα της αμφισβήτησής της, η αφήγηση να είναι δίσημη. Εξ ου και η σχέση του Latin noir με το λογοτεχνικό Boom του 1960: η πραγματικότητα συχνά δεν είναι αυτή που φαίνεται. Επιπλέον, η ιστορία δεν μπορεί να βασίζεται σε ψεύτικες εμπειρίες, η αξιολόγηση πολιτικών ή κοινωνικών πράξεων πρέπει να είναι τίμια και ο αφηγητής να μην «κλέβει»».
Από τους συγγραφείς με τους οποίους συνομιλήσατε, τους οποίους ήδη γνωρίζατε προσωπικά, ποιος σας εντυπωσίασε περισσότερο και γιατί;
«Ο Ιγνάσιο Τάιμπο: η επιβεβαίωση για μία ακόμη φορά για τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση του Latin noir ως ρεύματος μέσα από τη διοργάνωση από το 1988 έως σήμερα του ετήσιου φεστιβάλ της Σεμάνα Νέγρα (της Μαύρης Εβδομάδας) στη Χιχόν της Ισπανίας. Εκεί γνωρίστηκαν μεταξύ τους οι συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, εκεί γνώρισαν το neopolar, εκεί τον Ζαν Πατρίκ Μανσέτ, τον Μονταλμπάν, τον Τζερόμ Τσάριν και τον Κράμλεϊ».
Και ποιος ήταν εκείνος που αυτή τη φορά σας εντυπωσίασε λιγότερο και γιατί;
«Δεν μπορώ να πω ότι κάποιος έχασε από εντυπώσεις. Μεταξύ τους είχαν θέματα, όταν κάποιος είχε χρόνια να συναντήσει κάποιον άλλον, και του έδειχνα πρόσφατο γύρισμα ή τρέιλερ, αντίκριζε τον συνάδελφό του και έλεγε κουνώντας το κεφάλι: «Για δες πόσο γέρασε…». Κι αυτός ήταν ένας λόγος που έκανα το ντοκιμαντέρ: η γενιά του 1970 είχε αρχίσει να μπαίνει στην τρίτη ηλικία».
Η εργασία σας στον χώρο του ντοκιμαντέρ ξεπερνά τα 20 χρόνια, αν συμπεριλάβουμε και τη δουλειά σας στο «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα». Τι είναι εκείνο που σας γοητεύει από αυτόν τον χώρο με δεδομένο ότι έρχεται σε «σύγκρουση» με τον κόσμο της μυθοπλασίας που βρίσκεται στην απέναντι όχθη;
«Νομίζω ότι η ενασχόληση με το ντοκιμαντέρ συμπληρώνει τον κόσμο της μυθοπλασίας, αλλά και του δοκιμίου. Συχνά κοινός παρονομαστής όλων είναι η έρευνα, αλλά τα αποτελέσματά της μπορεί να ευνοούν το ένα ή το άλλο είδος. Η έρευνα για το διεθνές εμπόριο αρχαιοτήτων έφερε τέτοια αποτελέσματα που σε ένα μυθιστόρημα δεν θα γίνονταν πιστευτά. Το κατάλληλο είδος ήταν ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Το ντοκιμαντέρ «Latin noir» ήθελε να γεφυρώσει τα βιβλία με την οθόνη σε ένα μείγμα ιστορίας και λογοτεχνίας. Η έρευνα και οι συνεντεύξεις με είκοσι πέντε συγγραφείς έμεναν απ’ έξω. Αποτέλεσμα, το ομώνυμο βιβλίο στην Αγρα. Η έρευνα για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα έδωσε τροφή σε τρία μυθιστορήματα· το ντοκιμαντέρ ήταν επικίνδυνο!»

