«Too big to fail», «Whatever it takes», «Τhe party is over», PIIGS, CDS, μόχλευση, «κούρεμα»: οι κομβικές φράσεις και έννοιες της οικονομικής κρίσης του 2008 είναι γνωστές, όπως γνωστή είναι και η εξέλιξή της. Με νωπές τις μνήμες, τις πολιτικές και κοινωνικές συνέπειές της να αναδιαμορφώνουν ακόμη το τοπίο σε παγκόσμια κλίμακα, θα ήταν νωρίς για μια οριστική αποτίμησή της. Είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή ωστόσο για να εξαχθούν κάποια προκαταρκτικά συμπεράσματα. Καθώς βασικοί πρωταγωνιστές (Μπαράκ Ομπάμα, Μπεν Μπερνάνκι, Τιμ Γκάιτνερ, Γκόρντον Μπράουν, Νικολά Σαρκοζί) έχουν ήδη καταθέσει τις εμπειρίες τους και η απόσταση επιτρέπει την πιο διαυγή θέαση των γεγονότων, υπάρχει η δυνατότητα για εκτιμήσεις που υπερβαίνουν τις πολιτικές και οικονομικές αναλύσεις που γράφονταν εν θερμώ.

Adam Tooze – Πολιτική οικονομία μιας κατάρρευσης. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που άλλαξαν τον κόσμο

Μετάφραση Νίκος Ρούσσος

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022, σελ. 718, τιμή 25 ευρώ

Η βραβευμένη με το βραβείο Lionel Gelber Πολιτική οικονομία μιας κατάρρευσης (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) του 55χρονου άγγλου οικονομικού ιστορικού Ανταμ Τουζ εστιάζει σε τρία σημεία: τον εθνοκεντρικό, τεχνοκρατικό και συντηρητικό χαρακτήρα που πρυτάνευσε στην απόπειρα ανάσχεσης της κρίσης. Απέναντι στην πρώτη μείζονα ταλάντευση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας του 21ου αιώνα οι αντιδράσεις υπήρξαν αποσπασματικές, αποκομμένες από τις κοινωνικές συνέπειες και ιδεολογικά προσδεδεμένες στην υπεράσπιση του χρηματοπιστωτικού status quo. Συνέπεια της επιβίωσης του συστήματος αυτού χωρίς ουσιαστική διαφοροποίηση είναι, κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κολούμπια, η κάθοδος σε ένα σπιράλ πολιτικών και γεωπολιτικών κρίσεων.

Αμερικανική κατάρρευση

Το 2008 για τον Ανταμ Τουζ είναι χρονολογία εξίσου κομβική με το 1914. Οχι γιατί εντοπίζονται παραλληλισμοί μεταξύ χρηματοπιστωτικής κρίσης και Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως προς την εξέλιξη των ίδιων των γεγονότων, αλλά γιατί υπάρχουν αναλογίες αναφορικά με το υπόβαθρό τους: μετατοπίσεις ισχύος, συσσώρευση κινδύνων, αναχρονιστικά συστήματα πρόσληψης του κόσμου, αναπάντεχες ανατροπές της παγκόσμιας τάξης. Οπως η «κρίση του Ιουλίου» μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο τον περασμένο αιώνα, η πτώση της Lehman Brothers θεωρήθηκε αρχικά εκδήλωση ενός βίαιου φαινομένου με μείζονες προεκτάσεις, τοπικά περιορισμένες όμως διαστάσεις.

Στην πραγματικότητα, καθώς οι ροές του χρήματος αποτελούν την επιτομή της παγκοσμιοποίησης, η κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων ήταν μια de facto διατλαντική κρίση. Με επίκεντρο το Σίτι του Λονδίνου, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα ήταν στενά διασυνδεδεμένο με το αμερικανικό χρηματοδοτώντας τις εργασίες του με εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Η ρευστότητα αυτή μηδενίστηκε το φθινόπωρο του 2008 ωθώντας κολοσσούς του βεληνεκούς της Deutsche Bank, της Royal Bank of Scotland, της BNP Paribas στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Υπερβολικά ανεπτυγμένες σε σχέση με το ΑΕΠ των χωρών τους, με εποπτικές κεντρικές τράπεζες που δεν διέθεταν σχέδια έκτακτης ανάγκης ούτε και τα απαιτούμενα διαθέσιμα σε ξένο νόμισμα ώστε να παράσχουν στήριξη, έμοιαζαν τις εβδομάδες που ακολούθησαν το αρχικό σοκ να παρασύρονται από τη δίνη.

Το βιβλίο του Ανταμ Τουζ υποδεικνύει στην πορεία του τον εφησυχασμό των ηγεσιών, την ανεπάρκεια του οράματος, την υποκατάσταση της πολιτικής από την άφεση στις δυνάμεις της αγοράς, το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πολιτών και ελίτ, τη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών

Ο κίνδυνος αποσοβήθηκε λόγω της επίγνωσης της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας για την επικείμενη καταστροφή που θα προξενούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες η βύθισή τους και της εγρήγορσης που επέδειξε. Ενώ οι κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα προωθούσαν πακέτα τόνωσης της οικονομίας και διάσωσης των εγχώριων τραπεζών, η Fed λειτούργησε σιωπηρά ως δανειστής ύστατης ανάγκης χορηγώντας με σκιώδη οικονομικά εργαλεία (γνωστά στο εσωτερικό της ως «χόμπιτ») τα πρωτοφανούς μεγέθους απαραίτητα κεφάλαια.

Παρά τις μεγάλες ανισότητες που δημιούργησε, η αμερικανική παρέμβαση διακρίθηκε για την ταχύτητα και τη στοχοθεσία της. Προείχε η εξομάλυνση του τραπεζικού συστήματος, επόταν η συγκράτηση των επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία. Ως αποτέλεσμα της συγκριτικής καθυστέρησης εφαρμογής των προγραμμάτων που αφορούσαν την τελευταία όσο και της σύντομης διάρκειάς τους, η συνολική απώλεια αξίας των νοικοκυριών στις ΗΠΑ υπολογίστηκε αργότερα σε 19 ως 22 τρισ. δολάρια – το αντίστοιχο του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας. «Ενώπιον της κρίσης», παρατηρεί ο Τουζ, «οι Δημοκρατικοί δεν θα αποδεικνύονταν τολμηροί ή δημιουργικοί, αλλά σώφρονες διαχειριστές της οικονομίας». Η έμπνευση της κυβέρνησης Ομπάμα δεν προερχόταν από την ανάμνηση της τομής του Φράνκλιν Ρούζβελτ, αλλά από τη μετριοπάθεια της διακυβέρνησης του Μπιλ Κλίντον. Επιδίωξή της ήταν η διατήρηση της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το όραμα μιας καινοτόμου μεταρρύθμισης απουσίαζε.

Η διολίσθηση της ευρωζώνης

Οσο κι αν κρίνονται ατελείς, οι χειρισμοί αυτοί υπήρξαν πολύ αποτελεσματικότεροι εκείνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Ανταμ Τουζ θεωρεί ότι οι πολιτικές επιλογές στην Ευρώπη αναδεικνύουν εντάσεις ανάμεσα «στο δημοκρατικό πολιτικό γίγνεσθαι και τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής διακυβέρνησης». Εμφανής στη δήλωση του γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το 2015 πως «σε ό,τι αφορούσε τα θεμελιώδη μεγέθη της ευρωζώνης δεν επιτρεπόταν «οι εκλογές να αλλάζουν την οικονομική πολιτική»», η θέση αυτή συνοψίζει επίσης και το δίλημμα της ευρωζώνης από τη στιγμή που «οι εθνικές οικονομικές πολιτικές [γίνονταν] ολοένα και περισσότερο υπόθεση διεθνών συμφωνιών».

Ωστόσο, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι αν η πρώιμη πρόταση του Σόιμπλε για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου που να επιτελεί εντός ευρωζώνης τον σταθεροποιητικό και πειθαρχικό ρόλο του ΔΝΤ είχε γίνει αποδεκτή στις αρχές του 2010 η πορεία της κρίσης ίσως ήταν διαφορετική. Ωστόσο, ο φεντεραλισμός του γερμανού υπουργού δεν συμβάδιζε με την οπτική της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ – ούτε και με την πρακτική της ΕΕ να λαμβάνει αποφάσεις την ύστατη ώρα, θα πρόσθετε κανείς. Και παρά το γεγονός ότι ο μείζων κίνδυνος που αποτελούσε ο (μικρός σε απόλυτα μεγέθη) οικονομικός κρίκος της Ελλάδας αναγνωρίστηκε άμεσα, ήταν η κοινή αποστροφή του Βερολίνου προς την αναδιάρθρωση χρέους που καθυστέρησε επί δύο χρόνια τη συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού επίλυσης του προβλήματος. Με αφορμή την αντίσταση της Μέρκελ στην ιδέα της επέκτασης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) τον Νοέμβριο του 2011 ο Τουζ αποφαίνεται δηκτικά: «Οι παράμετροι μιας αποδεκτής λύσης για την κρίση της ευρωζώνης καθορίζονταν από το σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, την αυτονομία της κεντρικής της τράπεζας και τα πολιτικά συμφέροντα της γερμανικής Κεντροδεξιάς».

Εννοείται ότι ο Ανταμ Τουζ δεν αποδίδει τις ευθύνες αποκλειστικά στη Γερμανία. Μια οικονομική ένωση είναι εξ ορισμού ημιτελής. Η απουσία αυτόνομων πολιτικών δομών, η έλλειψη ενιαίας κυρίαρχης αρχής, η de facto ηγεσία των ισχυρών χωρών, η διακυβερνητική προσέγγιση καθιστούν τα όρια δράσης πεπερασμένα, ιδιαίτερα εν όψει πιεστικών καταστάσεων. Την Ελλάδα έπληξε η αδυναμία έγκαιρης ευθυγράμμισης μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στην περίπτωση της Ουκρανίας το 2013 η Ευρωπαϊκή Ενωση ενεπλάκη «υπνοβατώντας στην αντιπαράθεση με τον Πούτιν». Προτού λάβει τον χαρακτήρα κοινωνικού ευρωσκεπτικισμού και καιροσκοπικής κομματικής επέλασης εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, το Brexit ξεκίνησε από την απόπειρα απόσπασης παραχωρήσεων εκ μέρους του Ντέιβιντ Κάμερον αναφορικά με το καθεστώς μετανάστευσης και της διασφάλισης του Σίτι ως ενός είδους «εξωχώριου χρηματοπιστωτικού κόμβου» στο διηνεκές. Στο φως μάλιστα εξελίξεων που υπερβαίνουν τον ορίζοντα συγγραφής του βιβλίου η προβληματική λογική ορισμένων αποφάσεων καθίσταται προφανής: για να λειτουργήσει, για παράδειγμα, το σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας που συνομολόγησαν οι Μέρκελ – Σαρκοζί τον Δεκέμβριο του 2011 προϋποθέτει έναν ιδεατό κόσμο αέναης κανονικότητας, χωρίς απρόβλεπτα γεγονότα όπως η πανδημία ή αμφισβητήσεις της διεθνούς τάξης όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Παλινωδίες, σπασμωδικές κινήσεις, εξαιρέσεις, εξωπραγματικές απαιτήσεις: μια πολιτεία που παγίως πορεύεται με ad hoc λύσεις πόρρω απέχει από το να είναι η ιδανική.

Μετάλλαξη και μετάσταση

Συσχετίζοντας την οικονομική κρίση με τον Μεγάλο Πόλεμο ο Τουζ υπαινίσσεται μια τάξη μεγέθους τεκτονικών αλλαγών παγκόσμιου χαρακτήρα σε βάθος χρόνου. Οπως σημειώνει, «η κρίση δεν έχει τελειώσει πραγματικά […]. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια επανάληψη, αλλά με τη μετάλλαξη και τη μετάστασή της […] σε γενικευμένη πολιτική και γεωπολιτική κρίση της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων». Οι πόλεμοι στην περιφέρεια της Ρωσίας, η απότομη κάμψη της κινεζικής οικονομίας μεταξύ 2015 και 2016, οι «μετασεισμοί» του Brexit, της εκλογής Τραμπ, της ανάδυσης και της υποχώρησης των λαϊκιστών που ακολουθείται πλέον από τη δυναμική επανεμφάνιση της Ακροδεξιάς, ορατή στις επιδόσεις των Σουηδών Δημοκρατών και τη νίκη των «Αδελφών της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι στις εκλογές της περασμένης εβδομάδας, πιστοποιούν την ορθότητα της επισήμανσης του ιστορικού του Πανεπιστημίου Κολούμπια. «Εισερχόμαστε σε μια εποχή πιο πολύπλοκη κι από εκείνη του Ψυχρού Πολέμου, […], πρόκειται για ένα σύνολο παραμέτρων χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο», είχε τονίσει ο ίδιος σε συζήτησή μας στο «Βήμα» για την αγγλική έκδοση του 2018. Συνολικά, το βιβλίο του Ανταμ Τουζ υποδεικνύει στην πορεία του τον εφησυχασμό των ηγεσιών, την ανεπάρκεια του οράματος, την υποκατάσταση της πολιτικής από την άφεση στις δυνάμεις της αγοράς, το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πολιτών και ελίτ, τη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών, συγκροτώντας εκτός από την οικονομική της ιστορία και ένα ευανάγνωστο αφήγημα που καθιστά κατανοητή τη διαδρομή της κρίσης και τα τραύματα που αφήνει στη δυτική κοινωνία. Ως καταλύτης διαδικασιών που κυοφορούνταν και επιταχυντής δυνητικών εξελίξεων η «Μεγάλη Υφεση» του 2008 απελευθέρωσε διάφορα τζίνι. Και καθώς αυτά είθισται να μην επανέρχονται στο μπουκάλι, εκείνο που απομένει είναι η διατύπωση πειστικών απαντήσεων στις προκλήσεις τους – απαντήσεων που αποφεύγονται επιμελώς στη δεκαετία της εποχής των κρίσεων.

Στο χείλος του Grexit

Ως προς την πραγμάτευση του παρ’ ολίγον Grexit του 2015, ο Ανταμ Τουζ επιλέγει σε σημαντικό βαθμό την οπτική από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι παράξενο ότι υιοθετεί την άποψη αυτή: ταιριάζει με τη σταθερά επικριτική του στάση έναντι της ΕΕ για τον συνολικό χειρισμό της κρίσης χρέους, με την έμφαση εκ μέρους του στη συμπίεση των δημοκρατικών διαδικασιών («η κοινοβουλευτική εξουσία θα περιοριζόταν στην απλή επικύρωση και ψήφιση νομοσχεδίων», καταλήγει ολοκληρώνοντας την αφήγηση της δραματικής διάσκεψης κορυφής της ΕΕ μεταξύ 11 και 12 Ιουλίου) και την πάγια θέση του, την οποία είχε εκφράσει και στη συνέντευξη του 2018, ότι «η χώρα χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους». Ωστόσο, ενώ εξαρχής επισημαίνει ότι τον Ιανουάριο του 2015 «η ανάπτυξη της ποσοτικής χαλάρωσης από πλευράς Ντράγκι έδινε στη συντηρητική πλειοψηφία του Eurogroup τη δυνατότητα να επιτεθεί στην αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας δίχως να φοβάται μήπως προκαλέσει γενική κρίση» και αναφέρει ότι «το μέγεθος της πρόκλησης» αναγνωριζόταν από κύκλους της κυβέρνησης Τσίπρα και τον Γιάνη Βαρουφάκη, αποδέχεται ότι η σύλληψη του υπουργού Οικονομικών για στάση πληρωμών επί ομολόγων 30 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ θα μπορούσε να αποτελέσει αντίστοιχο διαπραγματευτικό χαρτί. Χαρακτηρίζει το μέτρο «μικρή αυτοσχέδια πυρηνική βόμβα», παραδέχεται ότι «είναι υπερβολή να γίνεται λόγος για πυρηνικό όλεθρο», ωστόσο δεν παύει να το αποκαλεί «φόβητρο». Για τον αναγνώστη όμως που έχει ήδη δει να γίνεται λόγος στις προηγούμενες σελίδες για απώλειες και χορηγήσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ως δεκάδων τρισεκατομμυρίων ευρώ, το ύψος του συγκεκριμένου ποσού δεν μοιάζει αρκετό για τη στήριξη μιας ικανοποιητικής διαπραγματευτικής θέσης. Ο ίδιος ο Τουζ αφήνει να εννοηθεί επίσης ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε ενιαία και σταθερή γραμμή επ’ αυτού. Το κρίσιμο ερώτημα επομένως δεν είναι αν η επιδίωξη της τότε κυβέρνησης έναντι των δανειστών ήταν θεμιτή και δίκαιη ή η δική τους στάση τιμωρητική, αλλά αν τα μέσα με τα οποία εξαρχής προσήλθε στο πεδίο της διαπραγμάτευσης ήταν ικανά και επαρκή – και, άρα, το αν η προσέγγισή της υπήρξε ρεαλιστική ή ανεδαφική.