Το κάστρο της Τιαντζίν
Ο γαλλοελβετός αρχιτέκτονας Μπερνάρ Τσουμί κατακτά και την Κίνα, με ένα θηριώδες κτίριο-μουσείο στη βιομηχανική πόλη των 15 εκατομμυρίων κατοίκων.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μια σειρά από βιομηχανικές καμινάδες ενωμένες με ένα τείχος που θυμίζει αυτοκρατορική οχύρωση άλλης εποχής. Το πρώτο μεγάλο, θηριώδες για την ακρίβεια, πρότζεκτ του γνωστού αρχιτέκτονα Μπερνάρ Τσουμί στην Κίνα, στην πόλη Τιαντζίν, μοιάζει έτοιμο να εποικηθεί από στρατιές των εχθρών της δυναστείας των Τσινγκ, όμως οι μόνοι που αναμένεται να το αλώσουν είναι κινέζοι τουρίστες ή επισκέπτες αφιχθέντες από το εξωτερικό. Οταν ανοίξει τις πύλες του το προσεχές φθινόπωρο, το Μουσείο Επιστήμης και Τεχνολογίας Exploratorium θα μπορεί να τους προσφέρει ψυχαγωγία και διασκέδαση μέσα από τους εκθεσιακούς του χώρους, τα εστιατόρια και τα καταστήματά του που θα απλώνονται, δίχως να στριμώχνονται, σε 33.000 τ.μ. Η κύρια ατραξιόν θα είναι βέβαια τα μόνιμα εκθέματά του, αντικείμενα από το βιομηχανικό παρελθόν της πόλης με την παράδοση στον μεγάλο όγκο παραγωγής, σε διαστάσεις διόλου ευκαταφρόνητες.
Παρεμπιπτόντως, η πόλη θεωρείται η κοιτίδα της κινεζικής βιομηχανικής επανάστασης τον 19ο αιώνα. Οπότε μέχρι και πύραυλος που έχει κατασκευαστεί για την εξερεύνηση του Διαστήματος θα εκτίθεται εντός των τειχών του Exploratorium. Με δυο λόγια, το μουσείο θα αντικατοπτρίζει τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά την πρόσφατη ιστορία της πόλης που το φιλοξενεί. «Το Exploratorium έχει σχεδιαστεί ως ένα κτίριο για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Τιαντζίν» υπερθεματίζει ο Μπερνάρ Τσουμί.
Mια σειρά από τεράστιους κόλουρους κώνους (κώνους «χωρίς κορυφή», για να θυμηθούμε και τη γεωμετρία του σχολείου) δημιουργεί μεγάλες επιφάνειες μέσα στο μουσείο, οι οποίες δεν επιτελούν κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά – όπως συνηθίζει σε ορισμένα κτίριά του ο Τσουμί – δημιουργούν χώρους αλληλεπίδρασης, ενδιάμεσους χώρους κίνησης. Ο κεντρικός κόλουρος κώνος, για παράδειγμα, είναι σχεδόν διπλάσιος σε ύψος από το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης, την αντεστραμμένη υπό μία έννοια εκδοχή του, και είναι ο βασικός πυλώνας σύνδεσης των χώρων όπου βρίσκονται οι βασικοί εκθεσιακοί χώροι στα δύο άκρα του κτιρίου. Εντός του, μια σπειροειδής ράμπα ανεβαίνει μέχρι το υψηλότερο επίπεδο του κτιρίου και προσφέρει μια ασυνήθιστη χωρική εμπειρία της σύγχρονης πόλης. Οι κόλουροι κώνοι γεμίζουν τον χώρο με φυσικό φως και μειώνουν το ποσό της ενέργειας που θα απαιτούνταν αν ο φωτισμός ήταν τεχνητός.
Στο μεταξύ, μια σειρά αστερισμοί από φώτα και φωταγωγούς προσδίδει στον χώρο μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Από την άλλη, η διάτρητη πρόσοψη από αλουμίνιο ρίχνει τις δικές της μικρές «ριπές» φωτός στο εσωτερικό του κτιρίου. Η οροφή είναι προσβάσιμη από τους επισκέπτες και προσφέρεται για έναν περίπατο με εντυπωσιακή θέα στην Τιαντζίν, μια πόλη 15 εκατομμυρίων κατοίκων σε απόσταση μισής ώρας με το τρένο από το Πεκίνο, στη δυτική πλευρά της θάλασσας Μποχάι, η οποία θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα και πιο πολυσύχναστα λιμάνια της Κίνας. Αναπόφευκτα λοιπόν την τελευταία δεκαετία ηγείται κατά περιόδους στην ξέφρενη κούρσα των ταχύτερα αναπτυσσόμενων αστικών κέντρων της Κίνας, καθώς προσελκύει εταιρείες όπως η Airbus ή η Motorola και η Volkswagen, οι οποίες την επιλέγουν για να στήσουν εκεί εργοστασιακές μονάδες μαζικής παραγωγής. Εξίσου αναπόφευκτα η κινεζική μεγαλούπολη δίνει το σποραδικό αλλά ηχηρό «παρών» στις διεθνείς ειδήσεις για τα πρωτεία της όσον αφορά τη μολυσμένη ατμόσφαιρά της. Ας όψονται και τα βιομηχανικά ατυχήματα, όπως η έκρηξη μιας αποθήκης χημικών προϊόντων το 2015, η οποία είχε στοιχίσει τη ζωή σε 165 άτομα. Ωστόσο, σύμφωνα με τις τελευταίες ενδείξεις τουλάχιστον, οι τρελοί ρυθμοί ανάπτυξης έχουν αρχίσει να επιβραδύνονται – άλλωστε το κινεζικό οικονομικό «θαύμα» δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Ανεξάρτητα όμως από το τι θα της συμβεί στο μέλλον, η πόλη θα έχει να επιδείξει τα μεγαθήρια των κορυφαίων αρχιτεκτόνων του κόσμου, τους οποίους έχει επιφορτίσει με την αποστολή βάλουν την Τιαντζίν στον παγκόσμιο χάρτη.
Το Explaratorium αποτελεί μέρος του Πολιτιστικού Κέντρου Μπινχάι, του συμπλέγματος των πέντε οικοδομημάτων-σύγχρονων αξιοθέατων πολιτισμού δηλαδή, που ανατέθηκαν από τον Δήμο της Πόλης και υλοποιήθηκαν, τουλάχιστον στην περίπτωση του Τσουμί, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Αστικού Σχεδιασμού και Ντιζάιν της Τιαντζίν. Αναμένεται να αποκαλύψει λεπτομέρειες από το εσωτερικό του, αν και μέχρι στιγμής δεν έχει κερδίσει όλες τις εντυπώσεις. «Νομίζω ότι το μέγεθος του ξέφυγε λίγο του Τσουμί, λες και είχε σχεδιάσει αρχικά ένα πολύ πιο λογικό σε διαστάσεις πρότζεκτ και κάποιος του το έκλεψε και το μεγέθυνε 300% στο πρόγραμμα Rhino 3D» τιτίβισε στον λογαριασμό του στο Twitter ένας περαστικός προκαλώντας πολλά καταφατικά νεύματα σε όλον τον κόσμο.
Ο «δικός μας» Μπερνάρ Τσουμί
Ο γαλλοελβετός αρχιτέκτονας βρέθηκε στο επίκεντρο του ελληνικού ενδιαφέροντος χάρη στο νέο Μουσείο Ακρόπολης, το οποίο σχεδίασε σε συνεργασία με τον έλληνα αρχιτέκτονα Μιχάλη Φωτιάδη. Το μινιμαλιστικό, «κρυστάλλινο» κτίριο είχε προκαλέσει αντιφατικά σχόλια όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με βασικά επιχειρήματα των διαφωνούντων ότι δεν ενδείκνυται η ανέγερση ενός (ογκώδους) κτιρίου επάνω σε αρχαιολογικό χώρο, αλλά και σε γειτνίαση με μια ευρύτερη αρχαιολογική περιοχή.
Ο Μπερνάρ Τσουμί γεννήθηκε το 1944 από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Ελβετό και μεγάλωσε ανάμεσα στο Παρίσι και στη Λωζάννη. Μικρός ήθελε να γίνει λογοτέχνης και φιλόσοφος και να μην ακολουθήσει τα χνάρια του επίσης αρχιτέκτονα πατέρα του, Ζαν Τσουμί. Ωστόσο, ένα ταξίδι στο Σικάγο στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής φοιτητών στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και η επαφή του με τους ουρανοξύστες και την αρχιτεκτονική «σχολή» της πόλης άλλαξαν τη ζωή του για πάντα. Ο Μπερνάρ Τσουμί σπούδασε τελικά Αρχιτεκτονική στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας Ζυρίχης (ETH), απ’ όπου αποφοίτησε το 1969, και η πρώτη του δουλειά ήταν στο γραφείο του Γεωργίου Κανδύλη στο Παρίσι. Ωστόσο η ενεργή ενασχόληση με την αρχιτεκτονική στην πράξη της θα αργούσε. Και αυτό γιατί ασχολήθηκε με τη διδασκαλία σε σχολές όπως η Architectural Association (AA) του Λονδίνου τη δεκαετία του ’70, όπου δίδασκε τότε και ο Ολλανδός Ρεμ Κούλχας σε συνεργασία με τον Ηλία Ζέγγελη, ή η Ζάχα Χαντίντ, ενώ εκτέλεσε και χρέη κοσμήτορα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη (από το 1988 έως το 2003), όπου σήμερα είναι καθηγητής (δηλώνει μόνιμος κάτοικος ΗΠΑ). Επίσης, θέλησε να διερευνήσει τη θεωρητική πλευρά της αρχιτεκτονικής, καθώς μεταξύ 1976 και 1981 έγραψε το «Manhattan Transcripts» (Τα πρακτικά του Μανχάταν, 1981), ένα βιβλίο για την αρχιτεκτονική που θύμιζε τα storyboards από ταινίες. Με λίγα λόγια, ήταν ένας αρχιτέκτονας στα χαρτιά.
Το πρώτο αρχιτεκτονικό πρότζεκτ που υλοποίησε και τον κατέστησε ενεργό αρχιτέκτονα θα αποδεικνυόταν ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά έργα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, το Parc de la Villette στο Παρίσι. Το γραφείο του κέρδισε τον διαγωνισμό για τον σχεδιασμό του το 1983 ανάμεσα σε 600 υποψηφίους χάρη στο όραμά του για ένα πειραματικό πάρκο περίπου 500 στρεμμάτων διάσπαρτο με κατακόκκινες κατασκευές, τα λεγόμενα folies, σε σχήματα που θύμιζαν μηχανές εργοστασίων και στέγαζαν κάθε είδους πολιτιστική δραστηριότητα, όπως η Πόλη της Μουσικής και η Πόλη των Επιστημών και της Βιομηχανίας. Το πάρκο της Villette χτιζόταν επί σειρά ετών χάρη και στην ανοχή και κατανόηση του προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος είχε πει στον Τσουμί το μνημειώδες «ο χρόνος απαιτεί χρόνο». Εκτοτε χτίζει, χωρίς ωστόσο να έχει διαμορφώσει ένα άμεσα αναγνωρίσιμο στυλ, όπως για παράδειγμα ο Σαντιάγο Καλατράβα. Αλλα γνωστά του έργα είναι οι εγκαταστάσεις της εταιρείας Vacheron-Constantin στη Γενεύη και το Blue Tower στο Lower East Side του Μανχάταν.

