Το διάβαζα σε μια ιταλική εφημερίδα και μου έμοιαζε η πρώτη σκηνή ενός σεναρίου γραμμένου για μια δραμεντί – είδος που είναι τόσο της μόδας. Στο νούμερο 19 της οδό Νταρού στο κέντρο των Παρισίων ο κόσμος, λέει, συνωστίζεται για να βρει ένα τραπέζι σε ένα μπιστρό που άνοιξε πριν από λίγους μήνες. Το όνομα του μαγαζιού είναι από μόνο του μια δήλωση θράσους: «Corleone by Lucia Riina». Ναι, καλά το καταλάβατε. Πρόκειται για ένα εστιατόριο που δημιούργησε φτάνοντας στο Παρίσι μια ανερχόμενη επιχειρηματίας, η Λουτσία, που συμβαίνει να είναι η κόρη του κάποτε βασιλιά της Κόζα Νόστρα Σαλβατόρε «Τοτό» Ριίνα (1930-2017).

Η Λουτσία Ριίνα θαυμάζει τον μπαμπά της και το δείχνει. Στην είσοδο του μπιστρό υπάρχει το έμβλημα της Κόζα Νόστρα τον καιρό που ο εκείνος μεγαλουργούσε – πρόκειται για ένα λιοντάρι που δείχνει τα δόντια του. Η σάλα θυμίζει μια αντίστοιχη στην οποία ο «Τοτό» γιόρταζε στο Παλέρμο με τους συνεργάτες του τα ιστορικά του κατορθώματα, τρώγοντας και μπεκροπίνοντας. Η κουζίνα είναι σιτσιλιάνικη και η διακόσμηση βασίζεται σε πολλές φωτογραφίες από τα μέρη που κρυβόταν. Η Λουτσία έγραψε στη σελίδα της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι σύντομα θα διακοσμήσει τον χώρο με πίνακές της, αλλά οι συνεργάτες της την παρακινούν να μην πειράξει τίποτα. Ο κόσμος που συρρέει θέλει να ζήσει μια βραδιά που να του δημιουργεί την αυταπάτη ότι έφαγε με τον μεγάλο μαφιόζο, δοκίμασε τα πιάτα που του άρεσαν, ήπιε το κρασί που λάτρευε, κοίταξε τα κάδρα της σιτσιλιάνικης εξοχής, όπως τα κοιτούσε αυτός κάποτε. Ο Ριίνα νοσταλγούσε τη νιότη του, εποχή κατά την οποία υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός, αφού τον πρώτο του φόνο τον έκανε στα 17 του χρόνια. Ναι, στη δική του περίπτωση η νιότη δεν έδειχνε πως θα γινόταν άλλος.

Είναι διασκέδαση αυτή η αρρωστημένη κατάδυση στο (fake) γαστρονομικό σύμπαν ενός εκ των μεγαλυτέρων τεράτων που εμφανίστηκαν μεταπολεμικά στην Ευρώπη; Αν κρίνει κανείς από την επιτυχία του μπιστρό, μάλλον ναι. Το Κακό γοητεύει. Και πουλάει.

Την πρώτη απόδειξη της γοητείας του Κακού μάς την έδωσε το σινεμά, που σε αυτό διαφοροποιήθηκε γρήγορα από το θέατρο για παράδειγμα. Στο θέατρο οι ρόλοι των κακών ήταν συναρπαστικοί από τα χρόνια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που υπήρξε η βάση της έμπνευσης όλων των μεγάλων δραματουργών. Αλλά ο κακός ή τιμωρούνταν (και μάλιστα σκληρά…) ή ακόμη κι αν την τιμωρία την απέφευγε, ντριμπλάροντας τη Δικαιοσύνη, η παρουσία του ήταν χρήσιμη στον δραματουργό για να καταγγείλει την ηθική παρακμή της κοινωνίας ή και την ίδια την αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής να πει τα απαραίτητα «όχι». Σχεδόν πάντα στο θέατρο η κάθαρση ήταν συνώνυμη της δικαιοσύνης και το συμπέρασμα ήταν πάντα ότι το Καλό, ακόμα κι αν δεν θριαμβεύει, είναι τουλάχιστον αξιέπαινο. Εξαιρέσεις πάντα υπήρχαν, αλλά ο κακός δεν ήταν ποτέ παράδειγμα προς μίμηση, ακόμα κι αν δεν τον βασάνιζαν τύψεις και Ερινύες: στην καλύτερη των περιπτώσεων ήταν ένα τομάρι που γλίτωσε και το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε ήταν να μην το συναντήσουμε.

Το σινεμά αρχικά – και η τηλεόραση αργότερα – έβαλε στη ζωή μας έναν άλλο κακό. Ο κακός εκεί μπορούσε να έχει δικαιολογίες γιατί κατέστρεψε ζωές (με πρώτη τη δική του…), μπορούσε να έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία να διηγηθεί κερδίζοντας την προσοχή μας και τη συμπάθειά μας, μπορούσε να κρύβει πίσω από τον άθλιο χαρακτήρα του ένα παραστρατημένο παιδί που η κοινωνία καταδίκασε. Από το σημείο αυτό και μετά το πράγμα άρχισε να ξεφεύγει. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο συγκινήθηκαν με τον «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, βλέποντας σε αυτόν έναν οικογενειάρχη και έναν ηγέτη. Εκατομμύρια άνθρωποι γέλασαν με τις «Ταραντινιές» βλέποντας πιστολάδες να εκτελούν εν ψυχρώ κόσμο και κοσμάκη που απλώς βρέθηκε στη λάθος θέση τη λάθος στιγμή. Εκατομμύρια άνθρωποι συγκινήθηκαν με γκάνγκστερ που άφησαν πίσω τους πτώματα αλλά ήταν ωραίοι, γυναικάδες και σκόρπιζαν το χρήμα για να περνούν καλά και οι φίλοι τους. Hταν απολύτως λογικό στο τέλος αυτής της κατηφόρας να μας περιμένει η κυρία Λουτσία Ριίνα στο «Κορλεόνε» για να μας διηγηθεί, αν θέλουμε, και ιστορίες για τον αιμοσταγή πατέρα της, που σε τελική ανάλυση «από εμάς δεν πήρε τίποτα». Ετσι δεν λέγαμε και για τους Κουφοντίνες που σουλατσάρουν πλέον ανενόχλητοι στο κέντρο της Αθήνας, συνοδεία κλακαδόρων; Αυτοί να δείτε πόσο γοητευτικοί είναι για ένα μεγάλο μέρος της χώρας μας που θεωρεί ότι άφησαν και έργο…

Υπάρχει άραγε γοητεία του Κακού ή μήπως είναι πιο σωστό να μιλάμε για το τέλος ενός άγραφου κώδικα ηθικής; Πολύ φοβάμαι πως διά μέσου της γοητείας οδηγηθήκαμε σιγά-σιγά στο δεύτερο: η γοητεία άλλωστε χρειάζεται για να τραβήξει το βλέμμα και την προσοχή, η έλλειψη σεβασμού για την ίδια την ανθρώπινη ζωή είναι κάτι άλλο. Η σκιαγράφηση του Κακού, η αφήγηση ενός εγκλήματος, η δημιουργία ενός ήρωα που χρησιμοποιεί τη ζωή του ως οδό προς την Κόλαση, μπορεί να είναι για έναν καλλιτέχνη έργο ζωής: οι ισχυρές προσωπικότητες (ακόμα και οι εγκληματικές) δημιουργούν έμπνευση και το έγκλημα μπορεί να είναι θεαματικό και γαργαλιστικό – αλλά το να φας στο «Κορλεόνε» των Παρισίων ό,τι έτρωγε ο Ριίνα δεν είναι καλλιτεχνική πράξη, είναι απόλυτη διαστροφή. Η επένδυση σε αυτού του είδους τη διαστροφή είναι η βιομηχανία του αιώνα μας – το Internet βοήθησε σε αυτό. Αλλά ας μην τα βάζουμε με το Μέσο: είναι η δική μας αδυναμία να διαχειριστούμε τα εσώψυχά μας αυτή που δημιουργεί αγορά – πάντα έτσι συνέβαινε, απλώς τώρα όλο αυτό είναι πιο εύκολο. Από το lifestyle της χαριτωμενιάς, περάσαμε στο lifestyle της διαστροφής σε χρόνο ρεκόρ: από τη στιγμή που ρίξαμε το τείχος των ηθικών μας αναστολών όλα είναι εύκολα.

Αν στην Αθήνα γινόταν «το ταβερνείο της 17ης Νοέμβρη», με τους θαυμαστές των Ξηρών να παίζουν μπουζούκια και να τραγουδάνε για την επανάσταση, μάλλον θα έσπαζαν οι πόρτες. Αρκεί τα τραπέζια να είχαν ως ντεκόρ τη γραφομηχανή και τους σερβιτόρους να τους φωνάζαμε με κωδικά ονόματα: ο ένας θα ήταν ο «Ταινίας», ο άλλος ο «Νικήτας ο ιστορικός» και ο τρίτος ο «Παναής», ενώ στην ταμειακή θα καθόταν η «Αννα», η ασύλληπτη. Και όταν θα έπαιρνε άδεια ο «Λουκάς» και θα ‘ρχόταν στο μαγαζί, το γλέντι θα κρατούσε μέχρι πρωίας…