Το φυσικό αέριο και οι κρίκοι των (χαμένων) ευκαιριών
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Οταν, κάποτε, ζήτησαν από τον Αντρέι Γκρομίκο να αξιολογήσει τις τότε σχέσεις της Σοβιετικής Ενωσης με τη Δύση με μια λέξη, είπε «καλές». Κι όταν τον ρώτησαν τι θα ‘λεγε με δυο λέξεις, εκείνος είπε «όχι καλές». Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο σήμερα. Αυτή ήταν η κατάσταση και στην αμέσως προ κόβιντ περίοδο και σαφώς χειροτέρευσε μετά. Η πανδημία εισήγαγε νέα δεδομένα αλλά, κυρίως, επιτάχυνε προϋπάρχουσες τάσεις και επέσπευσε τις εξελίξεις.
Ετσι, τα τελευταία χρόνια υπήρξε μεγάλη αύξηση στην παραγωγή και στις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, κι αυτό οδήγησε σε υπερπροσφορά. Ακόμα και πριν την υγειονομική κρίση, η Ευρώπη ήταν ήδη πλημμυρισμένη από φυσικό αέριο και μάλιστα διαθέσιμο σε πρωτοφανώς χαμηλές τιμές. Ταυτόχρονα, η ζήτηση στις ασιατικές αγορές ήταν επίσης σχετικά ισχνή, κυρίως ως αποτέλεσμα ενεργειακών εξελίξεων στην Κίνα. Τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ περισσότερο μετά την κρίση: Οι 12 μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου δήλωσαν συνολικές ζημιές 80 δισ. δολαρίων για το πρώτο εξάμηνο του 2020. Η Exxon Mobil και μόνο ανακοίνωσε, για πρώτη φορά σε 30 χρόνια, ζημία (ύψους 1,8 δισ. δολαρίων για τους πρώτους έξι μήνες του έτους). Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες δραστηριοποιούνταν και στην Ανατολική Μεσόγειο και οι μισές στα τεμάχια της κυπριακής ΑΟΖ. Αλλες, μικρότερες εταιρείες με δράση στην περιοχή, είτε χρεοκόπησαν και εξαγοράστηκαν είτε υπέστησαν σοβαρότατες ζημίες. Την ίδια στιγμή, η Αίγυπτος περιέστειλε την παραγωγή φυσικού αερίου κατά ένα τρίτο και μείωσε τη λειτουργία των εγκαταστάσεων υγροποίησης στο μισό, καθώς έβλεπε τον Μάρτη την τελευταία διεθνή παραγγελία υγροποιημένου φυσικού αερίου να φορτώνεται για απόπλου. Ο συνδυασμός της υπερπροσφοράς, του ήπιου χειμώνα του ’19 και αργότερα της πανδημίας που ανέσχεσε την παγκόσμια βιομηχανική, εμπορική και οικονομική δραστηριότητα και άρα τη ζήτηση ενέργειας, συμπίεσε ακόμη περισσότερο τις τιμές. Οι εταιρείες αναγκάστηκαν να φρενάρουν την εξαγωγή αερίου και να παγώσουν προγράμματα, αναβάλλοντας επενδυτικές αποφάσεις. Πλέον, οι εταιρείες επιλέγουν, σχεδόν αποκλειστικά, μεγάλα έργα, με ασφαλή και γρήγορη απόδοση. Ομως τα μεγάλα έργα απαιτούν και μεγάλες επενδύσεις. Κατά συνέπεια, δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα, τη ρευστότητα, ή τη θέληση να εμπλακούν σε μικρότερα, αβέβαια, τεχνικά δυσχερή, κοστοβόρα και πολιτικώς περίπλοκα εγχειρήματα, όπως αυτά στην Ανατολική Μεσόγειο. Ετσι, φτάσαμε σήμερα όλες οι δραστηριότητες έρευνας και εξόρυξης εκ μέρους όλων των εταιρειών να έχουν είτε τερματιστεί είτε ανασταλεί επ’ αόριστον, λόγω (και) της πανδημίας. Πλην μιας.
Είναι τόσο ειρωνικό, αν και δεν είναι τυχαίο, ότι τα γεωτρύπανα της Τουρκίας είναι, αυτή τη στιγμή, τα μόνα που επιχειρούν στην περιοχή και μάλιστα σε τεμάχιο αδειοδοτημένο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Κι αυτό, βέβαια, γιατί σήμερα οι δραστηριότητες της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν πολλές αιτίες∙ το πιθανό φυσικό αέριο, όμως, δεν είναι μια απ’ αυτές. Είναι μια εξαιρετική αφορμή, αλλά δεν είναι μια από τις αιτίες. Αν η ανακάλυψη υδρογονανθράκων ήταν ο μοναδικός ή, έστω, ο κύριος στόχος, η Τουρκία θα είχε σταματήσει, όπως έκαναν κι όλοι οι άλλοι. Ομως ο σκοπός είναι η προβολή ισχύος και οι υδρογονάνθρακες το μέσο. Κι όσο η Τουρκία αισθανόταν όλο και πιο παραγκωνισμένη ή αποκλεισμένη από περιοχικές πρωτοβουλίες και σχήματα, τόσο πιο διεκδικητική και επιθετική γινόταν. Και όταν η κρίση της επιδημίας αποδυνάμωσε τη βιομηχανία, εξώθησε τις εταιρείες σε αναστολή εργασιών ή αποχώρηση και συνεκδοχικά και τις μητρικές τους χώρες, η Αγκυρα βρήκε προσφορότερο πεδίο δράσης.
Ετσι φτάσαμε στη σημερινή πραγματικότητα. Ομως, όπως και σε άλλα θέματα, στα ενεργειακά καμιά φορά φαινόμαστε ν’ απαγγέλλουμε στίχους από μια προηγούμενη πράξη του δράματος, εγκλωβισμένοι σ’ αγκυλώσεις, σκουριασμένα γεωπολιτικά δόγματα του παρελθόντος ή ξεπερασμένα στοιχεία. Ετσι, απ’ τη μια χάθηκε πολύτιμος χρόνος εκμετάλλευσης ευκαιριών που αναδείχτηκαν αλλά σήμερα ξεπεράστηκαν κι απ’ την άλλη η ενέργεια περαιτέρω δυσχέρανε ήδη τεταμένες συνθήκες. Στην περίπτωση της Κύπρου, μάλιστα, ίσως μαζί με τον χρόνο να χάθηκε και μια μοναδική ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί η ενέργεια ως καταλύτης για τη συνεννόηση, ίσως και για τη λύση του Κυπριακού. Αντ’ αυτού, το ζήτημα των υδρογονανθράκων αφέθηκε να καταστεί ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των χαμένων ευκαιριών και ένα ακόμα κεφάλαιο στον ομώνυμο τόμο Από την άλλη πλευρά, στη βάση ή με την αφορμή της ενέργειας, οικοδομήθηκαν κάποιες χρήσιμες συνεργασίες μεταξύ χωρών της περιοχής. Ομως οι συνεργασίες είναι σαν τη χοληστερόλη: υπάρχουν καλές συνεργασίες και κακές συνεργασίες. Ετσι, αν σχεδιάζονται ή καταλήγουν σε αποκλεισμούς, το προσδόκιμο επιβίωσης ή αποτελεσματικότητάς τους είναι περιορισμένο. Αν, πάλι, στοχεύουν να είναι επί της αρχής δεκτικές και περιεκτικές, όταν οι συνθήκες ή η συμπεριφορά κρατών το επιτρέψουν, τότε ίσως κάποτε και να αποκτήσουν νόημα και ουσία.
Η σημερινή διεθνής, περιοχική και τοπική πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια ούτε για ανεδαφικούς σχεδιασμούς ούτε για επανάληψη των λαθών του παρελθόντος. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια συζήτησης λ.χ. μεγαλεπήβολων αλλά δυσεφάρμοστων έργων, όπως είναι κάποιοι αγωγοί. Και δεν υπάρχει η δυνατότητα λήψης αποφάσεων στη βάση σχεδόν αποκλειστικά πολιτικών κριτηρίων με ελάχιστο αληθινό εμπορικό και τεχνικό νόημα. Ετσι, η ήδη κορεσμένη Ευρώπη δεν έπρεπε εδώ και χρόνια να αναμένεται ότι θα μπορούσε να αποτελέσει δυνητική αγορά για το αέριο από την Ανατολική Μεσόγειο που δεν μπορεί πλέον με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί εμπορικά ανταγωνιστικό. Ομως το ερώτημα πια δεν είναι καν αν υπάρχει φυσικό αέριο στην περιοχή – πολλώ δε μάλλον σε ικανές, εμπορεύσιμες ποσότητες – αλλά κι αν ακόμα υπάρχει, εάν είναι εκμεταλλεύσιμο. Για την Ευρώπη, ούτως ή άλλως, είναι θέμα λίγων ετών μέχρι ν’ αρχίσει η υλοποίηση των στόχων για τις ανανεώσιμες πηγές το 2030.
Εδώ, ίσως, έγκειται και η λύση του προβλήματος. Τα παγκόσμια δεδομένα δείχνουν ότι το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πια ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές. Ομως οι χώρες της περιοχής έχουν τεράστιες ενεργειακές ανάγκες που το αέριο αυτό θα μπορούσε να εξυπηρετήσει, αποτελώντας ταυτόχρονα πλατφόρμα ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ τους. Ισως οι ποσότητες υδρογονανθράκων να μην αρκούν για να γίνουμε παγκόσμιος ενεργειακός κόμβος∙ όμως, τότε, ίσως και να μην αρκούν για να μας οδηγήσουν και σε πόλεμο.
Ο κ. Χάρης Τζήμητρας είναι αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Κυπριακού Κέντρου, Ινστιτούτο του Οσλο για την Ειρήνη (PRIO), Senior Fellow, Atlantic Council, Ουάσιγκτον. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι προσωπικές.

