Εχει χαρακτηριστεί «ένα αριστούργημα της ανθρώπινης δημιουργικής ευφυΐας» που ανήκει σε όλους τους Αυστραλούς αλλά όχι μόνο, εξάλλου αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, επικυρωμένο βέβαια ως τέτοιο από την UNESCO. Αναπόφευκτα, «το διαμάντι του Μπένελονγκ Πόιντ» στο λιμάνι της πόλης του Σίδνεϊ έγινε ένα από τα πιο πολυσύχναστα, αν όχι το πιο πολυσύχναστο κέντρο παραστατικών τεχνών στον κόσμο και ο νούμερο 1 τουριστικός προορισμός της μακρινής χώρας. Η περίφημη Οπερα του Σίδνεϊ με τα πάνω από 10 εκατομμύρια επισκέπτες, τις σχεδόν 1.800 παραστάσεις (όπερα, θέατρο, μπαλέτο, χορός κ.ά.) και το 1,4 εκατομμύριο θεατές ετησίως είναι ένα από τα πιο διάσημα κτίρια του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με την εταιρεία ελεγκτικών, φορολογικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών Deloitte, το πολιτιστικό της κεφάλαιο και η εμβληματική της αξία υπολογίζονται στα 6,2 δισ. δολάρια.

Ως κτίριο με τέτοια βαρύνουσα σημασία και αξία γνωρίζει πώς να μένει σταθερά στο προσκήνιο ώστε να μην πέφτουν ποτέ οι μετοχές του. Προ ημερών, για παράδειγμα, τα περίφημα «κοχύλια» της ή τα «ανοιχτά πανιά» της, όπως χαρακτηρίζονται τα αρχιτεκτονικά μέλη της που «έσπασαν» το μονοπώλιο των ευθύβολων γραμμών, όπως ήταν και η πρόθεση του αρχιτέκτονα και σχεδιαστή τους, Γερν Ούτσον, φωταγωγήθηκαν με την εικόνα της εκλιπούσης Ελισάβετ Β’ να προβάλλεται σε ένα από αυτά – στο κάτω-κάτω, εκείνη είχε εγκαινιάσει το κτίριο τον Οκτώβριο του 1973. Λίγες ημέρες νωρίτερα δίνονταν στη δημοσιότητα εικόνες από το πρόσφατα ανακαινισθέν Concert Hall της. Οπως αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς, η συμπλήρωση 50 ετών λειτουργίας της τη χρονιά που μας έρχεται θα είναι λαμπρή και σίγουρα δεν θα περάσει απαρατήρητη, άλλωστε οι προετοιμασίες έχουν ξεκινήσει εδώ και 10 χρόνια, με αφορμή τα 40χρονα του κτιρίου (στην επέτειο των 30 ετών, το 2003, ο αρχιτέκτονας Γερν Ούτσον λάμβανε το αρχιτεκτονικό βραβείο Pritzker). To 2013 αποφασίστηκε το γενναίο φρεσκάρισμά της, μια επίπονη και κοστοβόρα βέβαια διαδικασία ονόματι «Decade of Renewal» που απαίτησε πόρους ύψους 300 εκατ. δολαρίων (δόθηκαν από την κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας όπου βρίσκεται το Σίδνεϊ) και ολοκληρώθηκε πρόσφατα με την αποπεράτωση της τελευταίας εκκρεμότητας: το περίφημο Concert Hall, όχι μόνο ο μεγαλύτερος χώρος παραστάσεων από τους πέντε που στεγάζονται εντός του κτιρίου της Οπερας αλλά και μία από τις μεγαλύτερες αίθουσες του είδους της στον κόσμο, σε θέση να δεχθεί περί τους 2.680 θεατές, παραδόθηκε στο κοινό ύστερα από διετείς εργασίες ανακαίνισης.

Το Concert Hall παρέμενε κλειστό από τον Φεβρουάριο του ’20 προκειμένου να υποστεί την περί ης ο λόγος ανακαίνιση με στόχο τη βελτίωση της ακουστικής απόδοσης, το μεγάλο «αγκάθι» της αίθουσας, την αναβάθμιση των σκηνικών συστημάτων, αλλά και για να διασφαλιστεί απρόσκοπτη πρόσβαση σε άτομα με κινητικές δυσκολίες. Ενα συνολικό όσο και ουσιαστικό φρεσκάρισμα που ανατέθηκε στο αυστραλιανό γραφείο ARM Architecture και στον αρχιτέκτονα Αντριου Χέιν, με την κατασκευαστική μελέτη να εκπονείται από την εταιρεία Arup προκειμένου να καταστεί η εμπειρία της επίσκεψης μοναδική και η αίγλη του κτιρίου να παραμείνει άθικτη και στον 21ο αιώνα. Γιατί βέβαια η Οπερα του Σίδνεϊ είχε υποκύψει στον νόμο της φθοράς και το Concert Hall (στεγάζεται στο μεγαλύτερο «κέλυφος» του κτιρίου και έχει ύψος 26 μέτρα από τη σκηνή ως τo ταβάνι) έπρεπε με τη σειρά του να προσαρμοστεί στις τεχνικές προκλήσεις της εποχής. Οι μηχανικοί ακουστικής είχαν την ξεκάθαρη εντολή να δημιουργήσουν τις ιδανικές συνθήκες ώστε η ποιότητα ήχου να διατηρείται σε ύψιστα επίπεδα σε όλους τους τύπους παραστάσεων.

Τεχνικές προκλήσεις και εξελίξεις

Το αποτέλεσμα είναι στο σύνολό του πολύ διακριτικό, από αρχιτεκτονική και αισθητική άποψη. «Σαν να πρόκειται για κάποιον που ξύρισε το μούσι του και εξακολουθείς να τον αναγνωρίζεις αν και μοιάζει νεότερος» εξηγούσε την κατεύθυνση της ανακαίνισης η CEO της Οπερας, Λουίζ Χέρον.

Τοποθετήθηκαν λοιπόν 18 νέοι ακουστικοί ανακλαστήρες πάνω από τη σκηνή που αντικατέστησαν τα παλιά, διαφανή ακρυλικά «ντόνατ» – ένα παρατσούκλι που είχε δοθεί στην ακουστική λύση που είχε βρει ο αυστραλός αρχιτέκτονας Πίτερ Χολ (1931-1995) μαζί με τον ειδικό στην ακουστική Δανό Βίλεμ Τζόρνταν προκειμένου να λυθεί ο γρίφος της σωστής διάχυσης του ήχου στην αίθουσα με το ασυνήθιστο σχήμα. Οι νέοι ανακλαστήρες έχουν σχήμα «πέταλου», μετακινούνται και τοποθετούνται σε διαφορετικές θέσεις ανάλογα με τις απαιτήσεις των κονσέρτων. Το φινίρισμά τους έχει μια πορφυρή απόχρωση που είναι ίδια με το χρώμα των καθισμάτων του μεγάρου τα οποία είχε επιλέξει ο Πίτερ Χολ.

Τα σκηνικά συστήματα έχουν επίσης αναβαθμιστεί, όπως οι αυτοματοποιημένοι ανυψωτήρες σκηνής, ενώ η σκηνή έχει χαμηλώσει κατά 400 χιλιοστά προκειμένου να βελτιωθούν η οπτική επαφή του κοινού και η «οικειότητα» που, όπως σημειώνεται, απαιτείται μεταξύ θεατών και μουσικών σε ζωντανές συναυλίες. Οσον αφορά δε τη διευκόλυνση της πρόσβασης από άτομα με κινητικά προβλήματα, δημιουργήθηκε νέος ανελκυστήρας για να μπορούν οι χρήστες αναπηρικών αμαξιδίων να έχουν πρόσβαση σε όλα τα επίπεδα του κτιρίου, και σε εκείνα δηλαδή που δεν είχαν κάνει τις απαραίτητες βελτιώσεις μέχρι σήμερα, όπως το βόρειο φουαγέ.

Επιπλέον, η συμπερίληψη και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα ήταν θεμελιώδεις παράμετροι σε αυτή την ανακαίνιση και αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση της Οπερας του Σίδνεϊ απέναντι στους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ (SDGs). Εξού και δόθηκε έμφαση στις πράσινες παραμέτρους της ανακαίνισης. Το 91% των απορριμμάτων έχει ανακυκλωθεί, ποσοστό πολύ πιο μεγάλο από τον αρχικό στόχο του 80%. Για παράδειγμα, μέρος της ξυλείας από τις παλιές σανίδες του Concert Hall χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργηθούν 60 ζευγάρια ξυλάκια «clapsticks», ένα είδος κρουστού μουσικού οργάνου που χρησιμοποιείται στη μουσική των αυτοχθόνων της Αυστραλίας – άλλωστε η συγκεκριμένη μετατροπή ήταν μια ιδέα του Αβορίγινα Γουίλιαμ Μπάρτον, βραβευμένου συνθέτη και βιρτουόζου του πνευστού μουσικού οργάνου ντιτζεριντού που αναπτύχθηκε από ιθαγενείς της Βόρειας Αυστραλίας πριν από σχεδόν χίλια χρόνια. Ο Μπάρτον έχει παίξει σε μερικές από τις γνωστές σκηνές του κόσμου ενώ έχει δώσει παραστάσεις στην Οπερα του Σίδνεϊ περισσότερες από 300 φορές. Οπότε θεωρήθηκε ταιριαστό που η ολοκαίνουργια σύνθεσή του «Of the Earth» ήταν η πρώτη που υποδέχθηκε το κοινό στο Concert Hall ύστερα από τα δύο χρόνια ανακαίνισης της αίθουσας. «Οπως το Concert Hall θεωρείται ένας χώρος ιερός για τη δυτική κοινωνία, εξίσου ιερή είναι για τους Αβορίγινες η γη πάνω στην οποία βρίσκεται η Οπερα. Λέγεται Tubowgule και κάποτε ήταν τόπος συγκέντρωσης και εορτασμού για τον λαό Gadigal του Εθνους των Eora» δήλωσε σχετικά ο καλλιτέχνης.

Με όνομα βαρύ σαν ιστορία

Ο σχεδιασμός του κτιρίου της Οπερας του Σίδνεϊ ανήκει, όπως προαναφέρθηκε, στον Δανό Γερν Ούτσον (1918-2008), η πρόταση του οποίου είχε επιλεγεί ανάμεσα σε περισσότερες από 200 άλλες που είχαν υποβληθεί το 1957 σε σχετικό διαγωνισμό για τον σχεδιασμό μιας «Εθνικής Οπερας» στο Μπένελονγκ Πόιντ του Σίδνεϊ. Η κατασκευή του κτιρίου του Ούτσον θα ξεκινούσε το 1959, όμως λίγα χρόνια αργότερα, το 1965, ο υπουργός Δημοσίων Εργων, σερ Γουίλιαμ Ντέιβις Χιουζ (1910-2003), θα θεωρούσε ότι το όραμα του Δανού παραήταν ασαφές και κοστοβόρο, με αποτέλεσμα να αρνηθεί να καταβάλει μια αξίωση πληρωμής για 51.000 στερλίνες, γεγονός που σήμαινε ότι ο Ούτσον δεν μπορούσε με τη σειρά του να πληρώσει το προσωπικό του. Εναν χρόνο αργότερα, ο Ούτσον είχε αποσυρθεί από τη θέση του επικεφαλής αρχιτέκτονα, και ο αυστραλός συνάδελφός του, Πίτερ Χολ, αναλάμβανε να αποπερατώσει τα εσωτερικά του κτιρίου αλλάζοντας σε μεγάλο βαθμό τον σχεδιασμό του προκατόχου του, κάτι για το οποίο επικρίθηκε έντονα. Ο Ούτσον, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Αυστραλία με την οικογένειά του προκειμένου να δει το δημιούργημά του να παίρνει σάρκα και οστά, έφυγε από τη χώρα χωρίς να δει το έργο ζωής του ολοκληρωμένο. Μάλιστα δεν ήταν καν καλεσμένος στα εγκαίνια του κτιρίου και το όνομά του δεν αναφέρθηκε σε κανέναν από τους λόγους που εκφωνήθηκαν. Ωστόσο, το 1999 συνεργάστηκε ξανά με την Οπερα και είχε συμφωνήσει να αναπτύξει ένα σύνολο αρχών σχεδιασμού που θα λειτουργούσαν ως μόνιμη αναφορά και θα καθοδηγούσαν όλες τις μελλοντικές αλλαγές στο κτίριο. «Μου αρέσει να πιστεύω ότι η Οπερα του Σίδνεϊ είναι σαν ένα μουσικό όργανο και όπως κάθε καλό όργανο χρειάζεται λίγη συντήρηση και τελειοποίηση από καιρό σε καιρό αν θέλει να συνεχίσει να έχει επιδόσεις υψηλότατου επιπέδου» είχε πει όσο ζούσε ο Ούτσον. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις πρόσφατες εργασίες ανακαίνισης της Οπερας του Σίδνεϊ ενεπλάκη τόσο ο γιος του, όσο και η οικογένεια του Πίτερ Χολ, όλοι τους στην υπηρεσία «κουρδίσματος» αυτού του υπέροχου οργάνου.