Το φως των Χριστουγέννων και οι καμπάνες της Πρωτοχρονιάς
Μια περιήγηση στη λογοτεχνική πρόσληψη της εορταστικής περιόδου, από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Κάρολο Ντίκενς έως τον Τ. Σ. Ελιοτ και τον Γιόζεφ Μπρόντσκι
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Το παρελθόν δεν είναι ποτέ νεκρό. Δεν είναι καν παρελθόν» έλεγε ο Ουίλιαμ Φόκνερ. Για να μας θυμίσει πως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς αφήνοντας πίσω μας τον χρόνο που πέρασε θυμόμαστε και τα όσα μας άφησε – γι’ αυτό και τα καθιερωμένα αφιερώματα στον Τύπο. Ανακαλούμε το παρελθόν προκειμένου να φανταστούμε το μέλλον, με την ελπίδα ότι θα είναι καλύτερο. Αλλά πολλοί συγγραφείς πρώτης γραμμής αντιμετωπίζουν την έλευση του νέου έτους και τις ευχές που κάνουμε άλλοτε με αμφιθυμία και άλλοτε με σκεπτικισμό ή ακόμη και με χιούμορ. «Μπορεί κάποιος να κάνει ευχές όταν έχει περάσει τα σαράντα;» αναρωτιέται ο Αντρέ Ζιντ και απαντά με γαλλικό σνομπισμό: «Εγώ ζω με τις συνήθειες ενός εικοσάχρονου».
Οι επέτειοι είναι μια γοητευτική σύμβαση, ένας τρόπος να ρυθμίζουμε τη ζωή μας, ένα συμβατικό – και εν τούτοις, γοητευτικό – σταμάτημα του χρόνου, κι ας υπάρχουν μείζονες συγγραφείς που αμφισβητούν τη σημασία τους, όπως ο Τόμας Μαν που έλεγε: «Ο χρόνος δεν έχει υποδιαιρέσεις για να σταματούν το πέρασμά του. Ακόμη κι όταν αρχίζει ένας νέος αιώνας μόνον εμείς οι θνητοί χτυπάμε καμπάνες και ρίχνουμε πιστολιές». Τότε όμως θυμάται κανείς την πασίγνωστη κοινοτοπία που αποδίδεται στον Δημόκριτο: «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος».
Ελιοτ, Ντίκενς, Μπρόντσκι
Αλλοι συγγραφείς ωστόσο αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά το θέμα του χρόνου απ’ ό,τι ο Τόμας Μαν. Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα να είναι ο Τ. Σ. Ελιοτ, που στο Little Gidding, το τελευταίο από τα Τέσσερα κουαρτέτα του (1943), γράφει: «Γιατί τα λόγια της προηγούμενης χρονιάς ανήκουν/στη γλώσσα της προηγούμενης χρονιάς/και τα λόγια της επόμενης χρονιάς/μιαν άλλη φωνή περιμένουν».
Αυτή την «άλλη φωνή» άκουσε ο Κάρολος Ντίκενς το 1844, όταν έμενε σε μια βίλα στη Γένοβα της Ιταλίας. Κοντά στο σπίτι του βρισκόταν μια εκκλησία, με τις καμπάνες της να χτυπούν ασταμάτητα. Οι κωδωνοκρουσίες ήταν η «άλλη φωνή» που τον ενέπνευσε να γράψει τη νουβέλα του Chimes. (Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Καμπάνες. Την κατατάσσουν στην «παιδική λογοτεχνία», όμως δεν είναι βιβλίο που διαβάζεται μόνον από παιδιά. Αρκετά έργα του Ντίκενς άλλωστε διαβάζονται από όλες τις ηλικίες.) Εδώ ένας ηλικιωμένος αγγελιοφόρος ονόματι Τόμπι Βεκ περιπλανιέται μέσα στη νύχτα «στοιχειωμένος» από τα θλιβερά περιστατικά που είχαν συμβεί στη δική του ζωή – αλλά και στη ζωή άλλων ανθρώπων. Θα ακούσει τις καμπάνες της τοπικής εκκλησίας, θα τη βρει ανοιχτή, θα ανεβεί στο καμπαναριό, θα βρεθεί ανάμεσα στα πνεύματα των καμπανών και σε τελώνια, θα δει εφιαλτικά οράματα του μέλλοντος και τότε θα τον ξυπνήσουν οι καμπάνες. Είναι Πρωτοχρονιά κι όλα όσα είδε ήταν ένα κακό όνειρο που θα ακυρώσει ο πραγματικός χρόνος.
Οι Καμπάνες είναι μία από τις τέσσερις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Ντίκενς. Η διασημότερη από αυτές είναι φυσικά η ιστορία του σπαγγοραμμένου Εμπενίζερ Σκρουτζ, στον οποίο ο Ντίκενς στέλνει την παραμονή των Χριστουγέννων τρία πνεύματα να του θυμίσουν πως αυτά που κέρδισε σ’ αυτή τη ζωή σε βάρος των άλλων θα τα πληρώσει μ’ έναν άθλιο θάνατο. Κι ο Σκρουτζ θα μετανοήσει. Εκτοτε το όνομα «Σκρουτζ» θα ταυτιστεί με την έννοια της φιλαργυρίας και έτσι θα ονομάσει τον επόμενο αιώνα ο δημιουργός του, Καρλ Μπαρκς, έναν από τους πιο διάσημους ήρωες του Ντίσνεϊ.
Το ότι οι Καμπάνες χαρακτηρίζεται «χριστουγεννιάτικη ιστορία» ενώ αναφέρονται στην Πρωτοχρονιά σημαίνει πως η δεύτερη γιορτή είναι συνέχεια της πρώτης. Γι’ αυτό άλλωστε το δέντρο των Χριστουγέννων παραμένει στα σπίτια και σε πολλούς δημόσιους χώρους σ’ όλον τον κόσμο ως τα Θεοφάνια, με το άστρο στην κορυφή του να συμβολίζει την ελπίδα του μέλλοντος.
Την «άλλη φωνή» που άκουσε στις καμπάνες της εκκλησίας στη Γένοβα ο Ντίκενς μοιάζει να μην την είχε ακούσει ο Γιόζεφ Μπρόντσκι στο συγκλονιστικό του ποίημα 1 Ιανουαρίου 1965, όπου γράφει: «Οι σοφοί θα ξεχάσουν τ’ όνομά σου / Πάνω από το κεφάλι σου / Κανένα άστρο δεν θα λάμψει». Ομως η κακή χρονιά δεν ήταν το 1965, αλλά το 1964, όταν το σοβιετικό καθεστώς τον καταδίκασε σε πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα και τον εξόρισε σ’ ένα χωριό κοντά στο Αρχανγκέλσκ της Σιβηρίας. Το 1965 ο Μπρόντσκι (24 ετών τότε) θα ελευθερωνόταν έπειτα από πιέσεις σημαντικών προσωπικοτήτων εκτός αλλά και εντός της Σοβιετικής Ενωσης και θα γινόταν παγκοσμίως γνωστός. Το καθεστώς επτά χρόνια αργότερα θα τον έβαζε σε ένα αεροπλάνο και θα τον έστελνε στη Βιέννη. Από εκεί ο Μπρόντσκι μετά από σύντομη παραμονή μετέβη στις ΗΠΑ και γνώρισε τιμές σπάνιες για ποιητή της ηλικίας του. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα η Σουηδική Ακαδημία τον τίμησε με το βραβείο Νομπέλ, διαψεύδοντας τον δυσοίωνο στίχο του από το ίδιο ποίημα: «Είναι πολύ αργά για θαύματα».
«Ο Χριστός ο τίγρης»
Αν η Πρωτοχρονιά είναι η γιορτή των απολογισμών και των ευχών, τα Χριστούγεννα προηγούνται γιατί είναι η γιορτή της προσδοκίας που τη σηματοδοτεί η έλευση του Θείου Βρέφους. Το θρησκευτικό αλλά και κοινωνικό και μεταφυσικό της υπόβαθρό παραμένει πανίσχυρο μέσα στους αιώνες και σφραγίζει το σύνολο της ανθρωπότητας και όχι μόνο τον κόσμο της χριστιανοσύνης. Το άστρο που οδήγησε τους Τρεις Μάγους στη φάτνη της Βηθλεέμ είναι εκείνο που εξακολουθεί να λάμπει, και όχι το άστρο της επανάστασης με το οποίο προσπάθησε να το υποκαταστήσει το σοβιετικό καθεστώς. Γι’ αυτό και η εντυπωσιακή αναβίωση – ή καλύτερα επιστροφή – του θρησκευτικού αισθήματος στις χώρες του λεγόμενου «πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης.
Ο Χριστός δεν ήταν μόνον ο τελευταίος μεγάλος εβραίος προφήτης (αν πιστέψουμε τον Ρόμπερτ Γκρέιβς) αλλά και ένας πολύ μεγάλος ποιητής, που ο Τ. Σ. Ελιοτ προβάλλοντας την έλευσή του στο μέλλον γράφει στο ποίημά του Γερόντιον (σε μετάφραση του Αρη Δικταίου): «Στην εφηβεία του αιώνα ήρθε ο Χριστός ο τίγρης», μια πολύ μεγάλη μορφή που έχει συγκινήσει βαθιά όχι μόνο τους θρησκευτικούς ποιητές της χριστιανοσύνης αλλά και όσους ανήκουν σε άλλα δόγματα, όπως και τους αγνωστικιστές και όσους δεν έχουν σχέση με τη μεταφυσική. Οι αναρίθμητες αναφορές στη ζωή του Χριστού σφραγίζουν και σήμερα τη δυτική κουλτούρα. Είναι αυτή η ζωή που κινεί πάμπολλες από τις μεγάλες αφηγήσεις, παλαιότερες και σύγχρονες, τις παραβολές, τις προβολές και τις αναρίθμητες συγκρίσεις, συνθέτοντας ένα τεράστιο σύστημα μεταφορών, το οποίο συνεχώς ανανεώνεται και ένα επίσης τεράστιο νόημα που επανέρχεται στις γιορτές, στις επετείους, στην καθημερινή ζωή, στην υψηλή, όπως και στη λαϊκή κουλτούρα. Γι’ αυτό και το δέντρο των Χριστουγέννων κυριαρχεί σε πλείστα όσα βιβλία παιδικής λογοτεχνίας με θέμα τη μεγάλη γιορτή που κυκλοφορούν στη Δύση.
Το δέντρο του Λούθηρου
Ο εορταστικός χαρακτήρας των δέντρων που είναι αειθαλή λειτουργεί βεβαίως συμβολικά και στους αρχαίους πολιτισμούς – των Αιγυπτίων και των Ρωμαίων, για παράδειγμα. Το δέντρο των Χριστουγέννων όμως, που για να είναι χριστουγεννιάτικο πρέπει να είναι κι αυτό αειθαλές (έλατο, κατά κανόνα), το επέβαλε τον 16ο αιώνα στη Γερμανία ο θεμελιωτής του προτεσταντισμού Μαρτίνος Λούθηρος. Χρειάστηκε να περάσουν τρεις αιώνες και πλέον για να το καθιερώσει στη Μεγάλη Βρετανία η βασίλισσα Βικτορία της Μεγάλης Βρετανίας σε συνεργασία με τον σύζυγό της Αλβέρτο που ήταν γερμανικής καταγωγής, και από εκεί να περάσει στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο.
Την ιστορία (που μοιάζει με παραμύθι) για το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Λούθηρου αφηγείται η συγγραφέας Ντόροθι Χάσκινς στο γοητευτικό βιβλίο της Luther’s Children Celebrate Christmas (Τα παιδιά του Λούθηρου γιορτάζουν τα Χριστούγεννα). Ο Λούθηρος είχε έξι παιδιά. Σύμφωνα με τη Χάσκινς, ένα βράδυ επιστρέφοντας στο σπίτι του και ενώ συνέθετε έναν ύμνο έμεινε έκθαμβος καθώς παρατηρούσε τα άστρα τα οποία έλαμπαν ανάμεσα στα αειθαλή δέντρα που υπήρχαν γύρω. Θέλοντας να αναπαραστήσει τη σκηνή για την οικογένειά του, έκοψε ένα δέντρο και το έστησε στο σαλόνι. Στα κλαδιά έβαλε αναμμένα κεριά να παριστάνουν τα άστρα. Επειτα είπε στα παιδιά του: «Τα άστρα μάς θυμίζουν το άστρο που οδήγησε τους Τρεις Μάγους στο Θείο Βρέφος». Στη συνέχεια τα έβαλε να καθίσουν και τους έμαθε τον χριστουγεννιάτικο ύμνο που είχε συνθέσει.
Οι γιορτές, οι συγγραφείς, η πανδημία
Εφέτος δεν μπορέσαμε να γιορτάσουμε ούτε τα Χριστούγεννα ούτε την Πρωτοχρονιά εξαιτίας της πανδημίας. Ομως κατά το παρελθόν υπήρξαν πιο άγριες εποχές, όπως αυτή που αποτυπώνεται στο ποίημα A New Year’s Eve in War Time, 1915-1916 (Παραμονή Πρωτοχρονιάς σε καιρό πολέμου) του Τόμας Χάρντι. Ή όπως στο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη Χριστούγεννα 1948, γραμμένο μέσα στον Εμφύλιο, όπου είναι «τα σπίρτα καμένα» και «πέφτει οβίδα στη φάτνη του μικρού Χριστού», όπου τα μαλλιά του Θείου Βρέφους δεν είναι πλέον από καθαρό φως, όπως έγραφε παλαιότερα ο Τσέστερτον.
Σήμερα πώς ακούει κανείς το θαυμάσιο Κοντάκιο των Χριστουγέννων του Ρωμανού του Μελωδού; Μπορεί μεν η πανδημία να μην καταργεί το νόημα της γιορτής, αλλά δυστυχώς την «ακυρώνει», έστω και εν μέρει. Αν διαβάζουμε, επομένως, τις αναφορές στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά σημαντικών ποιητών και πεζογράφων, το κάνουμε για να κρατήσουμε ζωντανή την αίσθηση ενός κόσμου και μιας ζωής που η ανθρωπότητα την έχει έστω και προσωρινά στερηθεί. Χωρίς τη γιορτή, που συνεπάγεται την κοινότητα και τη συνύπαρξη, ο άνθρωπος μένει μισός. Αυτό αποκομίζει κανείς από το πλήθος των αναφορών: του Ρίλκε, του Ουόλτερ Σκοτ, του Τσέστερτον, του Λεοπάρντι, του Κορτάσαρ, του Γκόγκολ, του Τσέχοφ, της Εμιλι Ντίκινσον, του Ντίλαν Τόμας, του Τζορτζ Οργουελ, του Ντίκενς φυσικά, και τόσων άλλων.
Παπαδιαμάντης και Κόντογλου
Για να πάμε στα δικά μας: Μπορεί τα χριστουγεννιάτικα και τα πρωτοχρονιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη να τα διαβάζουμε όλον τον χρόνο, αλλά ο βαθμός της συγκίνησης που μας προκαλούν τέτοιες μέρες – και ιδιαίτερα εφέτος – είναι ακόμη μεγαλύτερος. Πολύ ωραία πρωτοχρονιάτικα διηγήματα έγραψαν, βεβαίως, κι άλλοι σημαντικοί συγγραφείς μας, όπως ο Φώτης Κόντογλου και ο Δημοσθένης Βουτυράς, και ας μην αναφερόμαστε σ’ αυτούς συχνά, ενώ δίπλα στα θαυμάσια χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη θα πρέπει να βάλουμε και τα αντίστοιχα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Δεν είναι φυσικά της ίδιας αξίας, αλλά και διαβάζονται πολύ ευχάριστα και συνιστούν ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας.
Σήμερα, που ο όγκος των μεταφράσεων και οι προσβάσεις στις ξένες λογοτεχνίες που μας προσφέρουν οι ανοιχτές κοινωνίες μας προσφέρουν εξαιρετικές ευκαιρίες να προβούμε σε συγκρίσεις, δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι τα εορταστικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη δεν έχουν σε τίποτε να ζηλέψουν τα αντίστοιχα των κορυφαίων ρώσων κλασικών (του Τολστόι, του Τσέχοφ και του Γκόγκολ) ή του Ουάσιγκτον Ιρβινγκ, του Ο’Χένρι, του Τζον Τσίβερ, του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν.
Η ποίηση και η σύγκριση
Οσο για την ελληνική ποίηση, κάποια από τα ποιήματα που έγραψαν πολλοί ποιητές μας πρώτης γραμμής είναι καλύτερα από τα αντίστοιχα ξένων ποιητών. Δεν είναι κατώτερα λ.χ. τα σχετικά ποιήματα του Σικελιανού, του Βάρναλη, του Θέμελη, της Καρέλλη, του Σαχτούρη, του Παπατσώνη, του Λειβαδίτη, της Δημουλά και άλλων, από τα αντίστοιχα του Τένισον ή του Τόμας Χάρντι. Κι αν οι συγκριτολογικές μελέτες που διαθέτουμε στη χώρα μας δεν ήταν τόσο περιορισμένες, αυτό θα το θεωρούσαμε, νομίζω, αυτονόητο. (Ποιες είναι λ.χ. οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στο Ταξίδι των Μάγων του Τ. Σ. Ελιοτ και το αντίστοιχο με τον ίδιο τίτλο της Ζωής Καρέλλη;)
Η αντίληψητου εγωισμού μας και το πνεύμα της κοινότητας
Τα σημαντικά εορταστικά ποιήματα, όπως και τα διηγήματα βέβαια, δεν συνιστούν μόνο δοξαστικά της ζωής και τεκμήρια αυτογνωσίας. Είναι και βαθιά συγκινητικές εξιστορήσεις του ανθρώπινου πόνου. Γιατί η γιορτή, η κάθε γιορτή, όπως και κάθε επέτειος, μας φέρνει δίπλα στους άλλους, δηλαδή κοντά στο πνεύμα της κοινότητας και στους λόγους για τους οποίους ζούμε σε συγκροτημένες κοινωνίες. Κι όταν σε τέτοιες περιπτώσεις αντιλαμβανόμαστε τις αδικίες, τους εγωισμούς, τις μικρότητες και τις ματαιότητές μας καταλαβαίνουμε και το μέγεθος της ατομικής ευθύνης του καθενός μας. Αυτό το μήνυμα διαπερνά το σύνολο της λογοτεχνίας που γράφτηκε και γράφεται με αφορμή τις μεγάλες γιορτές. Κι αυτό πρέπει να έχουμε κατά νου τούτες τις δύσκολες μέρες.

